Οι πραγματείες της ζωής μας

 

Και την ίδια στιγμή ζητάει
την αποκατάσταση του εξατμιζόμενου

 

Σημείωμα για την ποιητική συλλογή
“Βία και Φόμο”
της Ραφαέλας Χαμπίπη
από τις εκδόσεις
Μετρονόμος


Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος 

 

[…Το καλοκαίρι είναι η εποχή των ταξιδιών. Λατρεύουμε τους αποχαιρετισμούς που μας πηγαίνουν λίγο πιο πέρα. Ζούμε, λέει για τη χαρά της αντάμωσης, όταν όλα αυτά θα έχουν περάσει και τα μέρη θα ‘χουν παλιώσει. Τότε με μια νοσταλγία θα διαβούμε τις πύλες της πόλεως, θα μετρηθούμε, ίσως να λυπηθούμε για εκείνους που χάθηκαν, μα τότε τα ταξίδια θα ξανάρθουν, αγριότερα σαν αρρώστιες και μνήμες λαμπρές από την περαστική εκείνη δόξα του φωτός…]

Όλα αυτά τα είπε δίχως κανένα τρέμουλο στη φωνή, σαν τάχα να τα’χε διαβάσει κάπου. Και τώρα της φάνηκε η κατάλληλη στιγμή για να τα ανασύρει μέσα από , ποιος ξέρει τι ερμάρια θεόκλειστα, ερμητικά. Εκεί φυλάσσουμε της ανάμνησης τα εφόδια και κάτι από την βαθύτατη, προσωπική μας ταυτότητα. 

Όταν θέλησε να της πει ότι ήταν όμορφα εκείνα τα λόγια, δεν βρήκε κανέναν στο πλάι του. Είχε ξεχαστεί, όλες τις εξόδους της ζωής του τις είχε πια χάσει. Τώρα ο προορισμός του υπήρξε μια χαμένη υπόθεση, δεν θα μπορούσε με τίποτε να γυρίσει εκεί που προοριζόταν να πάει. Θυμήθηκε πως με τα ποιήματα ίσως να μπορούσε να κάνει μια κάποια αρχή. Τώρα έπεφτε μια νύχτα, σκέτη “Βία και Φόμο” και ο κόσμος υπέκυπτε ολοένα και περισσότερο στα ρυθμικά ξοδέματα  εκείνης της ώρας. 

Στάθηκε στην άκρη του δρόμου, αισθάνθηκε πως ήταν κάτι το προσωρινό που δεν θα αλλάξει ποτέ το τοπίο. Αναζήτησε το βιβλίο μες στα χιλιάδες ξεχασμένα πράγματα του αυτοκινήτου. Κοχύλια, αναπνευστήρες, κιτρινισμένες εφημερίδες, διαφημιστικά φυλλάδια, ένα ολόκληρο σύμπαν από τα περισσεύματα αυτού εδώ του κόσμου. 

Και κάπου εκεί φυλαγμένο το βιβλίο της Ραφαέλας Χαμπίπη. Οι εκδόσεις Μετρονόμος θαρρείς πως μετρούσανε  το ρυθμικό τέμπο των φαναριών του αυτοκινήτου. Κοίταξε το εξώφυλλο. Ένα κολλάζ της Εβίνας Μακρή με φοβισμένα πρόσωπα, ένα μοντέρνο άγαλμα δίχως καρδιά και ο κόσμος αναποδογυρισμένος. Εδώ και εκεί ανάβουν λέξεις, κρυμμένες κάτω από τις συνήθειες της εποχής μας. Τα σύμβολα σκοτεινιάζουν τον κόσμο, μες στην καρδιά του κοριτσιού, φυσάει ένας αδειανός αέρας. “Βία και Φόμο”, έτσι όπως το γράφει στο εξώφυλλο της καινούριας έκδοσης.

 Πάντα φανταζόταν πως αυτή η σπάνια συλλογή μες στην φυσικότητα και την ευθύτητά της, δεν αφορούσε παρά μικρά γράμματα, επιστολές, όπως εκείνες που συνθέτουν δίχως κόπο ένα βιβλίο, γεμάτο από το προσωπικό βίωμα μα και την ανάγνωση αυτού εδώ του κόσμου. Μικρά σημειώματα, σαν λεπτομέρειες αποσπασματικές , ψηφίδες μιας πρόζας που φθάνει με την παλίρροια του νου και της καρδιάς, όπως σε κάθε τι που αντλεί από την αθωότητα. 

“Το γράφει και εκείνη, για να μην αναζητήσεις τίποτε κλειδιά για αινίγματα που δεν απαντώνται. Φαντάσου όλα να μπορούσες να τα ερμηνεύσεις, τότε το ένστικτο δεν θα σήμαινε τίποτε”, του έλεγε όσο παρέμενε πλάι του, χρόνια πριν. Και η αλήθεια είναι πως η συγγραφέας, είχε σημειώσει με ξεκάθαρα γράμματα, λίγο πριν ξανοιχτεί στο πέλαγος της πρόζας της, είχε παραδεχτεί πως “οι παρακάτω σελίδες αποτελούν τη διαστρεβλωμένη εκδοχή μιας ιστορίας κοινότυπης και χιλιοειπωμένης. Ας τις θεωρήσουμε έναν ακριβό καθρέφτη που μόνη μου έσπασα, έτσι, για να δω τα πράγματα λίγο πιο ενδιαφέροντα – κυρίως για να φανεί το είδωλό μου έτσι ακριβώς όπως το έχω στο κεφάλι μου”. 

Ήταν πάντα λοιπόν ο διπλανός, ο άλλος, ο εαυτός που τρέμει σαν φύλλο σε μια τρυφερή προβολή του. Ήταν παιδιά αγέννητα, παιδιά σε λεωφορεία, εκεί που γράφεται η ιστορία της καινούριας μητρόπολης. Ήταν στην οδό Λένορμαν, εκεί “που φοβάται κανείς τους ξένους”, “σε μια παλιά φωτογραφία”, στα χρόνια που έρχονται και φεύγουν με τις πιθανότητες μας δαπανημένες. Υπήρξε κάτι σαν μεταμέλεια, κάτι σαν παράφορη παραδοχή μες στις πρόζες εκείνης της έκδοσης του Μετρονόμου. Ήταν η ατμόσφαιρα, ο καθαρός αέρας της ποίησης που μπορεί και μεταβαίνει από το σύνθετο του πατρικού σου, στα χαρακτηριστικά της εποχής, στο “ακριβό νοίκι”, στο “μεγάλο ψάρι”.

 Πόσο μπορούσαν οι πρόζες μες στο βιβλίο να φέρουν μια κάθετη τομή στη νύχτα που φέγγει παράξενα, απροκάλυπτα. Έπειτα θυμήθηκε εκείνο που τόσες φορές έχει ειπωθεί και ας μοιάζει αδάμαστη η αλήθεια του. Πως κάποιος αρκεί για να μεσολαβήσει ανάμεσα στη σκοτεινιά και εκείνο που δεν λέγεται, που δεν προφέρεται και όμως υπάρχει δεμένο γερά με την πραγματικότητα. Σε κάθε έναν από εκείνους τους στίχους, μπορούσε να βρεις έναν καινούριο τρόπο για να ειπωθούν τα πράγματα. Και αυτό καθιστούσε εκείνες τις πρόζες, κάτι σαν επιστολές γεμάτες από τη βιωμένη εμπειρία, εκείνη που επιβάλλουν οι καιροί αλλά και μια άλλη, που συνιστά  στάση ζωής με στέρεα λογική.

 Τώρα πια η μορφή της καθώς λείπει,  θυμίζει τη γυναίκα του εξωφύλλου. Η τελευταία κυοφορεί τις είκοσι και πλέον μικρές και μεγαλύτερες πρόζες. Μες στη δίνη τους η ποιήτρια κατασπαράζει το χρόνο για να βγει στο ξέφωτο του καινούριου εαυτού της, εκείνου που προσχεδιάζουν οι απώλειες, οι σταθερές και οι γκρεμισμένες βεβαιότητες. Ενός εαυτού που ποτέ δεν θα κατορθωθεί. Η Ραφαέλα Χαμπίπη, με στίχους καραβάκια να τραβούν στο πέλαγο του αναπάντητου , πίσω στη μνήμη τρέχει και έπειτα περνάει πάλι ως μέσα στην αγάπη και από την αρχή μικραίνει, καταργώντας κάθε γραμμική εξέλιξη του παράγοντα χρόνου. Και επειδή τα κείμενα μπορεί να σε γελάσουν, η δημιουργός του “Βία και Φόμο” αρνείται κάθε συγκάλυψη που γεννάται μέσα από τη ματαιοδοξία, κάθε επίδειξη που γυρεύει να ραγίσει τα σκοτάδια, εξαρθρώνοντας, αποδυναμώνοντας. Οι πρόζες της σαν να κοιτάζουν πίσω “στα δάκρυα και την εξιλέωση”. 

Για μια στιγμή σαν να νιωσε ήρωας μυθιστορηματικός, βαλμένος μες στους κόλπους της κοριτσίστικης σοφίας. Και ήταν η ζωή του στο φόντο, το δεύτερο ενικό πρόσωπο, το αθεράπευτο μοναδικό. Συλλογίστηκε τη θέση από την οποία γράφτηκαν οι πρόζες της έκδοσης από τον Μετρονόμο. Δεν θα μπορούσε τίποτε να φανταστεί, έτσι ουσιαστικά και με αίσθημα που συνοψίζονταν επιθυμίες και πικρίες. Στο νου του επέστρεψε αυτό το δεύτερο, το ενικό πρόσωπο που ξέρει να πολλαπλασιάζεται σε ένα σορό υποκειμενικές προβολές. Δεν υπήρξε τίποτε άλλο από μια εκδοχή του εαυτού μας, όπως δεν θα μπορούσαμε ποτέ να τον συναντήσουμε. Έπειτα κοίταξε την αδειανή θέση στο αυτοκίνητο, ένιωσε τη νύχτα να πέφτει επάνω του με όλη τη βία του κόσμου. Η νύχτα όλα τα έντυνε σαν βάμμα και σαν “φόμο”, κορίτσι που βάφει με σκοτεινιά τα δυο της μάτια. Τα θέματα, όπως τα πρόσωπα και οι τομές στις ιστορίες, μας διαλέγουν και η Ραφαέλα Χαμπίπη σε όλα ετούτα αποκρίνεται, όχι με απροσδόκητες παρεκβάσεις, όχι με ιδιότροπες παρουσιάσεις με λέξεις παράξενες. Μα με την πιο άδολη ευθύτητα και τη σύλληψη του χρόνου, έτσι καθολικά, σαν σε σκηνογραφία προοπτικής, στοχαστικής, βγαλμένης από τα βάθη της καρδιάς, τίποτε λιγότερο. Ολόκληρος ο κόσμος σε μια στιγμή έμοιαζε να ακονίζεται πάνω στην ευφυΐα των αισθημάτων. Σκορπώντας λέξεις και βλέμματα η δημιουργός της καινούριας έκδοσης του Μετρονόμου, ακουμπούσε με τα ακροδάχτυλα της τις θαμπές μποτίλιες, κοιτάζοντας μες στο γυαλί τη μαρτυρία της ζωής της. 

“Βία και Φόμο”, ψιθύρισε με μια τσακισμένη φωνή. Και ευθύς σαν να νιωσε τα κύματα που σβήνουν κάθε όνομα. Έσκυψε να δει ότι θα μπορούσε να προλάβει, ένας αμετάδοτος ήχος γεννιόταν μέσα από την καρδιά του. Οι λέξεις αφηγούνταν τον τρόπο που μας παίρνει ο χρόνος τα πάντα , τον τρόπο που η ζωή μας τα επιστρέφει, ζητώντας γι’αντίκρισμα μονάχα την ομορφιά. Το τελευταίο που κατόρθωσε να ακούσει δεν ήταν άλλο από το ρυθμικό μέτρημα του μετρονόμου. Τότε ήταν που είδε τα πράγματα έξω από τον εαυτό τους , δίχως χρόνια και λόγια. Μες στην καρδιά του ακούστηκε ο ήχος των ξεραμένων φύλων του φθινοπώρου. Ακόμη και δίχως την τρυφερότητα, δίχως τη χαρά, η ποίηση μπορεί και τραγουδά. Καρφίτσωσε τ’ονομά της πάνω στον ουρανό και επέστρεψε να βρει την έξοδο. Θα ‘θελε μαζί με την αλλαγή της κατεύθυνσης, να μπορούσε λέει να εξέλθει του εαυτού του. Να μπορούσε να γράψει και εκείνος ποιήματα με εφόδια αποκλειστικά,  την εμμονή και  τη μνήμη. Με την αισθητοποίηση των εμπειριών.