
(έργο θεατρικό,
προϊόν της βιομηχανίας της τουριστικής,
που μιλά, λέει
για την εποχή μας)
(Καφενεδάκι γραφικό με ψάθινες καρέκλες πολυκαιρισμένες και τραπεζάκι μαρμάρινα, μιας άλλης αισθητικής, ολότελα ξεχασμένης πια. Πέρα μακριά η μέρα που ξανοίγει, κάτι αδέσποτα στο δρόμο που τεντώνουν το κουφάρι τους αράθυμα, σαν να λένε “άιντε να δούμε και σήμερα πώς θα τη βγάλουμε”. Και η παρέα η γνωστή πάντα στη θέση της. Ο Γιαννάκης και ο Αρίστος και ο Ραλίστας, κατά κόσμον Χρηστάκης κάθονται και πίνουν το πρωινό τους καφεδάκι. Μοιάζουν με τα πρόσωπα στις καρτ ποστάλ που πουλάει το τουριστικό κατάστημα κάτω στο μόλο. Ο Αρίστος, συνταξιούχος του ΟΓΑ, ωραίος ως Έλλην του Εγγονόπουλου και ο Γιαννάκης ντυμένος στην πένα , δικαστικός στ’αστικά μα με την ιδέα του εαυτού του πάντα μεγάλη και τρανή. Και τέλος ο Ραλίστας, με το παλιό του τ’αμαξάκι που μαρσάρει δίχως να τρέχει μες στα καλντερίμια, κάνοντας νέους και ηλικιωμένους, μικρούς και μεγάλους να αναφωνήσουν όλο θαυμασμό και κέφι, “φυλαχτείτε, ο Ραλίστας!” Μα όσο και να πατήσει το γκάζι ο κατά κόσμον Χρηστάκης, ο γέρικος κινητήρας του παλιού αυτοκινήτου τίποτε δεν κατορθώνει. Εκείνος ωστόσο, έχει την εντύπωση πως είναι και εκείνος σαν τους τρανούς οδηγούς των αγώνων που δείχνει ανελλιπώς η μικρή του οθόνη. Στον ύπνο του αστράφτουν τα φλας και όλα τα κορίτσια τον παραστέκουν, παρακαλώντας για ένα βλέμμα του, για ένα και μόνο χαμόγελο. Ο γάιδαρος θα τον ξυπνήσει και εκεί απάνω στη στροφή το όνειρο θα πάρει τέλος. Ας είναι, οι τρεις τους μοιάζουν ευτυχισμένοι και άμα δεν μιλάνε κάνουν όνειρα για τη ζωή τους. Την σημερινή, πρωινή τους γαλήνη τη διακόπτει ο μικρός που τρέχει ξέφρενα και χάνεται στον απάνω δρόμο.)
Παιδί της γειτονιάς: “Έρχεται! Έρχεται σας λέω!”
Αρίστος: (βάζει φωνή στον μικρό) Έλα δω ρε! Ποιος έρχεται; Μουρλάθηκες πρωινιάτικα; Όλους θα τους ξυπνήσεις;
Παιδί της γειτονιάς: (όλο παράπονο) Δηλαδής εγώ φταίω που έρχεται; Θα βρω και τον μπελά μου δηλαδής;
Ραλίστας: Καλά σου λέει το παιδί ρε Αρίστο! Θα βρεις και το μπελά του δηλαδής; (προς το παιδί) Ποιος σου ‘πε να βάλεις φωνή παιδί μπου;
Παιδί της γειτονιάς: Ο κυρ Φρέσκος, κάτω στο κατάστημα. Τον πήρανε λέει τηλέφωνο αποβραδίς και του’πανε να ‘χει ορθάνοιχτο το τουριστικό. Γιατί έρχονται, λέει, να δεις πώς το ‘πε…
Γιαννάκης: Εμπρός παιδί μου! Μολόγα το!
Παιδί της γειτονιάς: (ξεροκαταπίνει, κοιτάζοντας τον βλοσυρό πρώην δικαστή. Των αστικών δικαστηρίων, πάντα, μην φανταστείτε) έρχονται λέει τα τουριστικά γκρουπ και θα αφήσουν λέει, μπόλικο παραδάκι σε όλα τα μαγαζιά. Αυτό.
Ραλίστας: Μπράβο παιδί μου! Ρε καφετζή, (σε κάποιον μιλάει), φέρε του παιδιού ένα λουκούμι, να το γλυκάνουμε! (ο καφετζής το φέρνει, σκύβει και λέει στον Ραλίστα πως θα τα βάλει στο λογαριασμό του, ο Ραλίστας συμφωνεί. Το παιδί τρώει το λουκούμι και χάνεται στους απάνω ντουσαμάδες)
Αρίστος: Τελικά ποιοι έρχονται;
Γιαννάκης: Αν κρίνομε από τας θεωρήσεις του νεαρού, στρατός ολόκληρος καταφτάνει! Διά θαλάσσης ταξιδεύουν οι ευτυχείς τουρίστες. Και όλοι τους ετοιμάζονται να πατήσουν τα χώματα της πατρίδος μας.
(Ο Αρίστος χειροκροτεί ειρωνικά)
Γιαννάκης: Βρε άι στον αγύριστο (κοιτάζει από την άλλη, ενοχλημένος)
Ραλίστας: Να τα μαζεύουμε σιγά σιγά. Άιντε, μην μας βρουν εδώ χάμω, πάει, χαθήκαμε. Θα αρχίσουν τις φωτογραφίες, τα “α πικτερ σερ;”, “μπιούτιφουλ, μπιούτιφουλ” και άλλα τέτοια. Την άλλη φορά έπαθαν τα τσαούλια μου από τα χαμόγελα και έκανα να φάω προβατίνα έναν μήνα ολόκληρο!
Γιαννάκης: Τι πλήγμα! Άιντε, πάμε!
Αρίστος: Ακούτε! Το βαπόρι κορνάρει, έφτασε! Καφετζή, καφετζή! Το λογαριασμό! Ήρθαν!
(Ο καφετζής έρχεται βιαστικά, πληρώνεται, τους αποδιώχνει και κλείνει τις πόρτες καλά. Κάποιος περνάει τρέχοντας, κοιτάζει πίσω, σφουγγίζει το μέτωπό του. Κοιτάζει τους άλλους και μιλά.)
Περαστικός: Ρε, τι κάνετε εδώ πέρα; Δεν ακούσατε; Έρχονται, τι έρχονται δηλαδής! Ήρθανε! Ένας Θεός ξέρει πώς γλίτωσα! “Πίκτερ”, “γκρις” και άλλα τέτοια. Θα πάω να ανάψω ένα κεράκι στον άγιο Σπυρίδωνα που σώθηκα ο δύσμοιρος! (ο περαστικός κοιτάζει πίσω και φεύγει τρέχοντας, κάνοντας νευρικά το σταυρό του.)
Ραλίστας: (στέκει στο μέσο του δρόμου, μες στο θάμπος βλέπει το γκρουπ που πλησιάζει) Ήρθε η ώρα! Ελαύνων το θηρίο επί του κτήνους!
Γιαννάκης: Επιτέλους! Μίλησες και κάπως να πούμε σωστά!
Ραλίστας: Μωρέ, άσε με και εσύ. Κοίτα να φύγουμε, άιντε μπείτε μέσα. (οι τρεις τους μπαίνουν στο παλιό αυτοκίνητο)
(Όμως τ’αμάξι δεν παίρνει μπρος.)
Αρίστος: Τώρα βρήκε το ρημάδι;
Ραλίστας: Α! Όλα και όλα! Έτσι δεν θα μιλάς για τη γριά μου.
Γιαννάκης: Έχετε απολέσει ολωσδιόλου την ουσία του πράγματος.
Αρίστος: Η οποία είναι κύριε δικαστά;
Γιαννάκης: Αυτή! (τους δείχνει τους τουρίστες που προελαύνουν σαν τους Σταυροφόρους του Χρήστου Βακαλόπουλου. Και πού δεν φωτογραφίζονται, πλάι σε πιθάρια και τενεκέδες με γαρουφαλιές, στο φόντο τ’άσπρων παραθυριών, στη μέση του δρόμου, παντού. Ο δόλιος ο καφετζής αναγκάστηκε να ανοίξει το κατάστημα και ο κυρ Φρέσκος έφερε το φορητό κατάστημα ακριβώς απ’έξω. Μαγνητάκια και καθρέφτες και βότσαλα με εντυπωμένη μια προοπτική του μέρους. Τίποτε δεν λείπει από τον πάγκο του τουριστικού που αναγκάστηκε να δημιουργήσει υποκαταστήματα. Έτσι τα λέει τα καρότσια ο κυρ Φρέσκος και αισθάνεται σπουδαίος που σκαρφίστηκε μια λύση για να μην χάνει τους παράδες που χαμογελούν στην κάμερα και έρχονται από του μεταξιού τους δρόμους.
Τώρα το πλήθος τους κατέκλυσε, δεν υπάρχει διέξοδος. Η γριά δεν πήρε μπρος και ο Αρίστος ποζάρει μαζί με μια Σουηδέζα άλλο πράγμα, ψηλή σαν δέντρο. Ο Γιαννάκης ατσαλάκωτος, γνέφει απαξιωτικά για την τροπή που πήρε η ζωή μας όσο μια ηλικιωμένη Βρετανίδα προσπαθεί να του υποδείξει κάποιο σημείο στο χάρτη. Όσο για τον Ραλίστα, αυτός παλεύει με τη μίζα του αυτοκινήτου και κατεβάζει όλα τα άγια του κόσμου. Στο μεταξύ τα γκαρσόνια στέκουν έξω από το καφενείο και προσμένουν το βλέμμα του πελάτη. Στέκουν με το σχηματισμό μιας διμοιρίας και ονειρεύονται τα μπουρμπουάρ. Είναι όλοι τους απόφοιτοι της ΑΣΓ. Ανωτάτη Σχολή Γκαρσονιών, έτσι την λέει ο Αρίστος άμα πιάνουν την κουβέντα για τη μοίρα του τόπου τους.Επικρατεί αναταραχή, τα γκαρσόνια μπερδεύονται μεταξύ τους. Ένα σορό υποβρύχια βυθίζονται μες στο νεράκι τους το δροσερό. Οι τουρίστες χαμογελούν και ο καφετζής τρίβει τα χέρια πίσω από τον πάγκο.
Μικρή παύση και έπειτα πάλι στη σκηνή μονάχα τ’αυτοκίνητο και οι τρεις φίλοι.
Κατάκοποι με σκισμένα ρούχα και τσακαλωμένα κοστούμια στέκουν μες στο αυτοκίνητο που ποτέ δεν θα πάρει μπρος. Έπειτα κοιτάζονται με νόημα και ο Ραλίστας βάζει μπρος το ραδιοφωνάκι. Και έτσι όλοι μαζί πιάνουν πάλι το όνειρο, όσο οι ορδές των τουριστών σαρώνουν τη ζωή μας. Μα καθόλου δεν τους νοιάζει και καθένας , απάνω στο βαποράκι του που αφήνει τολύπες μαύρου καπνού, για τ’όνειρο του τραβά.)
Απόστολος Θηβαίος