PAUL CELAN
ΚΑΜΠΗ ΠΝΟΗΣ
Μετάφραση: ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΡΔΑΜΙΤΣΗΣ
Δεύτερη δίγλωσση έκδοση ξαναδουλεμένη
Σελίδες: 256 • Σχήμα: 16 x 24 εκ. • ISBN: 978-618-5461-96-6 • Τιμή: 18 €
Η ποιητική συλλογή Καμπή πνοής (Atemwende) κατέχει κομβική θέση στο έργο του Paul Celan (1920-1970), καθώς εγκαινιάζει την ύστερη περίοδο της ποίησής του. Συγχρόνως συνιστά μια αναμέτρηση με τη δυτική λογοτεχνική παράδοση από τον Όμηρο μέχρι τον Kafka, αλλά και μια επανεξέταση της έως τότε ποιητικής του. Ο ίδιος σε ένα γράμμα προς τη σύζυγό του, τη ζωγράφο και χαράκτρια Gisèle Celan-Lestrange, παρατηρούσε: «Είναι πράγματι ό,τι πιο πυκνό έχω γράψει ίσαμ᾽ εδώ, κι ό,τι πιο ευρύ». Η Καμπή πνοής περιλαμβάνει ποιήματα που γράφτηκαν από τον Σεπτέμβριο του 1963 έως τον Σεπτέμβριο του 1965. Το βιβλίο κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1967, από τις εκδόσεις Suhrkamp. «Είναι μια ημερομηνία σημαντική στη ζωή μου, γιατί αυτό το βιβλίο, από πολλές απόψεις, και προπαντός από εκείνη της γλώσσας του, σηματοδοτεί μια καμπή (την οποία οι αναγνώστες θα είναι αδύνατο να μην αντιληφθούν)», αναφέρει ο Celan σ’ ένα γράμμα προς τον γιο του Eric.
Η ελληνική δίγλωσση έκδοση περιλαμβάνει, εκτός από τα ογδόντα ποιήματα της συλλογής, δώδεκα ανέκδοτα ποιήματα της ίδιας περιόδου, τέσσερα από τα οποία παρουσιάζονται εδώ για πρώτη φορά διεθνώς. Σε παράρτημα αναπαράγονται τα οκτώ χαρακτικά της Gisèle Celan-Lestrange, με τα οποία συνδιαλέγεται ο πρώτος κύκλος ποιημάτων της συλλογής. Στην προμετωπίδα του βιβλίου δημοσιεύεται για πρώτη φορά ένα φωτογραφικό πορτρέτο του ποιητή από την ίδια.
«Μόλις δημοσιεύθηκαν τα ογδόντα ποιήματα της Atemwende το 1967, έγινε αμέσως αντιληπτό ότι μετέβαλαν τον τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνεται η ποίηση τόσο δραστικά όσο οι Illuminations του Rimbaud πριν από έναν σχεδόν αιώνα. Από αυτά γεννήθηκε μια φοβερή ακρίβεια. Σύμφωνα με τη διατύπωση του δυσμετάφραστου τίτλου, η πνοή της γλώσσας, ο μύχιος παλμός που διαπλέκει μια γλώσσα με το βιωμένο συγκείμενο της ιστορίας και της χρήσης της, σημείωσε καμπή στην κατεύθυνσή της. Και από τη στροφή αυτή είναι αδύνατο να υπάρξει πραγματική επιστροφή.»
George Steiner, The Times Literary Supplement
Πίσω ἀπ’ τὸν σημαδεμένο μὲ κάρβουνο ὕπνο
– τὸ ξέρουν τὸ καλύβι μας –,
ἐκεῖ ποὺ τοῦ ὀνείρου μας φούσκωνε τὸ λειρί, φλόγινο, παρ’ ὅλ’ αὐτά,
κι ἐγὼ τὰ χρυσόκαρφα στὴ δική μας ἔμπηγα
Αὔριο, τὴν καθὼς λάρνακα
ὄμορφα παραπλέοντας,
βασιλικὲς τότε οἱ ράβδοι τινάζονταν στὸ μάτι μας μπροστά,
νερὸ ἔτρεχε, νερό,
δαγκανιάρες
ἔσκαβαν βάρκες νὰ περάσουν τὸ μεγαδευτερόλεπτο μνήμη,
σαλεῦαν τὰ θηρία μὲ τὰ λασποφάγα ρύγχη γύρω μας
– τέτοια ψαριὰ
δὲν ἔπιασε ἀκόμα κανένας οὐρανός –,
μὰ τί κύρτη ἤσουνα, κατα-
σκισμένη, ἐσύ, πάλι! –, σαλεῦαν τὰ θηρία, τὰ θηρία,
ὁρίζοντες ἁλμύρας
μᾶς ἔχτιζαν τὰ βλέμματα, μεγάλωνε μιὰ βουνοσειρὰ
στὸ φαράγγι ὣς τὰ πέρατα εἰσδύοντας,
ὅπου μέσα ὁ κόσμος μου τὸν δικό σου
ἐπιστράτευε, μιὰ γιὰ πάντα. (σελ. 105)
Μέγας, πυρακτωμένος θόλος
μὲ τὸ σμῆνος τοὺς μαύρους ἀστερισμοὺς
ποὺ ἀνασκαλεύουν γιὰ νὰ φτάσουν
ἔξω καὶ πέρα:
στὸ ἀπολιθωμένο μέτωπο ἑνὸς κριαριοῦ
ἐγκαίω τούτη τὴν εἰκόνα, ἀνάμεσα
στὰ κέρατα, ὅπου μέσα,
στὸ τραγούδι μέσα τῶν ἑλικώσεων, πρήζεται
τὸ μεδούλι τῶν πηγμένων
θαλασσῶν τῆς καρδιᾶς.
Κατα-
πάνω σὲ τί
δὲν ὁρμᾶ;
Ὁ κόσμος ἐξέλιπε, πρέπει ἐγὼ νὰ σὲ σηκώσω. (σελ. 171)
Νύχτα. Καὶ τὸ ρῆμα τοῦ ἀπήγανου, εὐανάγνωστο,
φλέγεται πάνω ἀπ’ τὸν λόφο μὲ τὶς ἀριές.
Μέχρι τὸ κούφιο
φεγγερὸ δόντι,
τὸ θαμμένο κάτω, στὸ πηγάδι σιμά,
ψηλαφίζει ἡ στεγνή σου,
ἀκόμα τώρα γι’ ἄστρα
διψασμένη ψυχή: μιὰ σταγόνα
γάλα συκιᾶς ἔπεσε
πρὸς τὰ κεῖ. (σελ. 197)