Απόστολος Θηβαίος | La injusticia es mejor, Rosa

© Bill Brandt

[..οι αθώες καρδιές
τίποτε δεν ξέρουν…]

Έργο βασισμένο σε κάποια ρήση
του Γκαίτε
σύμφωνη με τα ήθη
μιας εποχής

(Καλαίσθητο σαλονάκι εποχής. Με όλες τις ανέσεις, καναπέδες με ταφταδένιες μαξιλάρες και γυριστά πόδια, φτιαγμένοι από το πιο σπάνιο ξύλο. Σερβάντες και καθρέφτες από υδράργυρο και επιχρυσωμένη κορνίζα. Στις τέσσερις γωνιές του σαλονιού, οι ψηλοί κηροστάτες φωτίζουν απόκοσμα τον χώρο. Ένας άνδρας, ντυμένος λιτά μα και κομψά στέκει σε μια από τις πολυθρόνες. Εμπρός του η φωτιά καίει απαλά. Κάθε τόσο κάποιος υπηρέτης εισέρχεται στο δωμάτιο, κάτι αφήνει, κάτι παίρνει, τίποτε δεν λέει. Μονάχα κάθε τόσο γνέφει επιδοκιμαστικά και έπειτα πάλι βυθίζεται στους λογισμούς του. Ξάφνου μες στο σαλονάκι μπαίνει φουριόζικα ένα κορίτσι όχι πάνω από είκοσι χρόνων. Φοράει ένα κατακόκκινο φουστάνι εποχής και πίσω της τρέχει μια γριά δούλα με λυτά μαλλιά που φωνάζει απελπισμένα το όνομά της. “Ρόζα, Ρόζα!”, όμως εκείνη δεν ακούει και τώρα στέκει εμπρός από τον άνδρα. Καθώς εισβάλλει στο σαλονάκι, ένας από τους κηροστάτες σβήνει, ο φωτισμός χαμηλώνει μια στάλα, η γριά δούλα σέρνει τα βήματά της κάπως βιαστικά, όπως εκείνοι οι άνθρωποι που ‘χουν ένα πολύ συγκεκριμένο σκοπό. )

Άνδρας (είναι ο Δούκας του Παρισιού, σπουδαίος και με επιφάνεια οικονομική μεγάλη. Για λόγους συντομίας θα λέγεται Δούκας, δίχως καμιά άλλη επεξήγηση): Ρόζα, Ρόζα! Πόσες φορές σου έχω πει να μην εισβάλλεις έτσι στο σαλόνι;

Ρόζα (κόκκινο φουστάνι, ξανθά μαλλιά και έντονα γαλαζωπά μάτια, σαν πέρλες τ’ουρανού): Δεν μου καίγεται καρφί. Θα μπαίνω όποτε θέλω στο σαλόνι. Και εσύ θα με υπομένεις!

Δούκας: Ας είναι. Είσαι τόσο όμορφη Θεέ μου!

Ρόζα: Ναι, αλλά τίποτε δεν μπορεί να κάνει αυτό στην καρδιά μου που λυπάται.

(Ο Δούκας τινάζεται από τη θέση του, ένας κηροστάτης σβήνει πάλι, η δούλα τρέχει από τη μια γωνιά στην άλλη, περνά σαν άνεμος, κανείς δεν την ξεχωρίζει)

Δούκας: Λυπάται; Η καρδιά σου; Η δική σου καρδιά λυπάται; (της αγγίζει τρυφερά το χέρι, γονατίζει εμπρός της με την πόζα του να συνιστά ένα μείγμα λατρείας και θαυμασμού) Ποιος τόλμησε να κάνει κάτι τέτοιο; Δείξε μου, ποιος και θα τον τιμωρήσω!

Ρόζα: Μα εσύ! Ποιος άλλος, εσύ! (στέκει εμπρός στον καθρέφτη και περιποιείται το φουστάνι της)

Δούκας: Θα αστειεύεσαι! Εγώ, να σε πληγώσω εγώ; Όχι, όχι ακριβή μου, λάθος θα ‘χεις κάνει. Αλλιώς ετούτη τη στιγμή θα με σκοτώσω! (αρπάζει τη γριά που κινείται από τη μια γωνιά στην άλλη και φροντίζει τους κηροστάτες) Εσύ! Γριά! Σου μιλώ! Ξέρεις ποιος πείραξε την Ρόζα; (εκείνη γνέφει αρνητικά, λουφάζει στην άκρη του δωματίου, ρίχνει ένα ξύλο στη φωτιά)

Ρόζα: Δεν κάνεις καλά που ρωτάς τη δούλα. Αυτή δεν ξέρει τίποτε. Εγώ όμως τα έμαθα όλα! ´Όλα!

Δούκας: (αντιλαμβάνεται τι ‘ναι εκείνο που την έχει πληγώσει) Ώστε τα έμαθες.

Ρόζα: Μα πώς θα μπορούσες να το κρατήσεις κρυφό! Ήξερες πως τον αγαπώ, μα εσύ διάλεξες να του δώσεις εκείνη την άτιμη!

Δούκας: (θυμώνει, χτυπάει το χέρι του) Πάψε! Είναι η αδερφή σου!

Ρόζα: (αλλάζει φέρσιμο, σαν να φοβήθηκε πως ο σκοπός της δεν θα επιτευχθεί. Γονατίζει εμπρός στον άνδρα που ‘χει καθίσει στη θέση του. Η βροχή δυνάμωσε) Μα πώς μπόρεσες να διαλέξεις εκείνη! Ήξερες, δεν ήξερες πως ανάμεσά μας υπάρχει μια αγάπη, ένας δεσμός και μάλιστα ισχυρός;

Δούκας: Όλα τα γνώριζα. Μα είναι φορές που κανείς θα πρέπει να τα λογαριάσει.

Ρόζα: Να τα λογαριάσει; Αυτό είμαι λοιπόν, ένας λογαριασμός;

Δούκας: Μα όχι! Αλίμονο, πώς θα μπορούσα; Μα είναι τόσα που πρέπει να σκεφτεί κανείς όταν παντρεύει τη θυγατέρα του. Μια καλή ζωή και μερικές συμφωνίες από εκείνες που κρατάνε όρθια μια οικογένεια χρειάζονται, δεν συμφωνείς;

Ρόζα: Ναι, μα εγώ τον αγαπούσα και είχα κάνει όνειρα για τη ζωή μαζί του καλέ μου πατέρα! Τώρα όλα πάνε, τέλειωσαν.

Δούκας: (την βάζει να καθίσει στα πόδια του) Εσύ είσαι η ακριβή μου, δεν το ξέρεις; Εκείνος δεν σου αξίζει εσένα. Για αυτό τον άφησα να διαλέξει. Τώρα πια, μπορείς να αγαπήσεις όποιον επιθυμείς και εγώ, εγώ δεν θα σου σταθώ εμπόδιο. Εσύ, είσαι η ακριβή μου, τίποτε λιγότερο. (εκείνη ξεσπά σε δάκρυα μες στην αγκαλιά του.) Τώρα πήγαινε και μην λυπάσαι γιατί είναι εύκολο πολύ να τσακιστεί το ρόδο από τον άγριο άνεμο.

(Οι δυο γυναίκες στέκουν στην πόρτα, κοιτάζουν τον άνδρα που πέφτει και πάλι σε περισυλλογή μες στην κάμαρή του. Η Ρόζα τρέχει και δίνει ένα φιλί στον Δούκα, έπειτα γυρίζει στη θέση της. Η γριά μιλά, πρώτη και τελευταία φορά στην Ρόζα που σκουπίζει τα δάκρυά της και δεν μιλά, μονάχα ξεφυλλίζει ένα λουλούδι και ψάχνει να βρει αν κανείς την αγαπάει)

Γριά: Άκου κορίτσι μου, εγώ γράμματα δεν ξέρω, μήτε που έχει καμιά σημασία η δική μου η γνώμη. Εγώ μονάχα τα κεριά φροντίζω και προσμένω τη μέρα που θα με πάρει κοντά του ο καλός Θεός. Μα μέχρι τότε, πάντοτε έχω κατά νου εκείνο που βρήκα γραμμένο μες στου κόσμου τα κιτάπια. Και το λογαριάζω πέρα για πέρα σωστό, επειδή, καμιά φορά είναι καλύτερα να διαλέξει κανείς την αδικία από το να υποστεί την αναταραχή με τις αβέβαιες τις συνέπειες. Καλύτερα η αδικία καμιά φορά Ρόζα, να το θυμάσαι αυτό όταν κανείς σχεδιάζει το μέλλον του.

(Και οι δυο τους απομακρύνονται στο διάδρομο και πέφτει παντού μια ομίχλη μυθιστορηματική, σαν αυτή που στέκει ακλόνητη στο φόντο του σπιτιού, όταν από παντού ρίχνεται το πρώτο της νύχτας το σκοτάδι. Αυτό που όλα τα παραμορφώνει, σαν σύθαμπο και σαν θαύμα. Όσο για την αδικία και την αναταραχή, ετούτη τη σοφία τη χρωστούμε στον Γκαίτε.)

Απόστολος Θηβαίος