
Ορφέας: Αυτή τη στιγμή μόνο σε όνειρο μπορούσα να τη ζήσω. Τα πόδια μου ματώσαν καθώς κατέβαινα εδώ κάτω και τα υψηλότερα λόγια που ‘πλασα ποτέ με κάρφωσαν στο χώμα. Ωστόσο δεν περίμενα να αισθανθώ ξανά τόσο κοντά μου τη μορφή σου. Ξέρω πως φοβάσαι. Κράτα μου το χέρι κι ακολούθησέ με. Μονάχα μη μου πεις να σε κοιτάξω. Δεν θα σε ξαναχάσω πια Ευρυδίκη!
Ευρυδίκη: Οι ίσκιοι εδώ είναι πυκνοί και τα λόγια τους πιο κοφτερά από κάθε θέλησή μου. Πώς ξέρω ότι οι δαίμονες δεν κάνανε την θλίψη μου παιχνίδι, αν δε δω στα μάτια σου να καθρεφτίζεται η αδύναμη μορφή μου;
Ορφέας: Στ’ αλήθεια τη φωνή του Πόθου μου δεν τη θυμάσαι; Κι όμως νόμισα πως μόνο αυτή δεν είχε αλλάξει στις ερημιές καθώς πατούσα. Ετούτος με πρόσταξε εδώ κάτω να κατέβω και μ’ έντυσε με τα κουρέλια της ελπίδας. Στο Βασιλιά μπροστά του Κάτω Κόσμου χάραξα τους στίχους μου μ’ όσο φως ζωγράφισαν ποτέ οι λέξεις και τα χέρια μου και στόλισα μια-μια τις νότες με κάθε ανάσα που άφησα στον Κόσμο περιμένοντας εσένα. Κι εκείνος μου έβαλε μια τελική δοκιμασία που αν περάσω θ’ αξίζω την ζωή που τόλμησα για τον εαυτό μου να ορίσω, δίχως στους σταθμούς της διόδια να πληρώσω. Η ποινή να μην κοιτάξω πίσω. Όλα για να μην σε ξαναχάσω πια Ευρυδίκη!
Ευρυδίκη: Αν είσαι πράγματι ο Ορφέας, φοβάμαι πως εγώ η ίδια γκρέμισα το κάστρο της ζωής σου. Ήμουνα το μόνο ψεγάδι στο τέλειο ψηφιδωτό που όπως φαίνεται ακόμα δεν ανέχεσαι να χάσεις. Όμως πως εγώ φιλάσθενη και ατελής θα σκαρφαλώσω απάνω και ποια γη θα απλωθεί κάτω απ’ τα πόδια μου εγώ για να πατήσω;
Ορφέας: Τα χέρια μου θα γίνουν στρώμα σου αν η γη που τόσο εσύ πονάς δεν σ’ αγκαλιάσει. Πώς όμως πίστεψες ποτέ πως τα πολύχρωμα πετράδια που έτυχε μέσα στα χρόνια να κρατήσω βαραίνουν πιο πολύ απ’ το χέρι σου μες στο δικό μου καθώς βαδίζαμε μαζί, μη λογαριάζοντας το δρόμο ούτε τις όψεις απ’ τα πρόσωπα του χρόνου; Το φίδι ήταν για μένα τιμωρία, που νόμιζα πως οι θεοί σκορπούν απλόχερα τα δώρα, και για σένα, που όλος μας ο Έρωτας δεν έφτασε να σβήσει από πάνω σου κάθε μελανή κηλίδα. Το μόνο όμως που θέλω είναι να μην σε ξαναχάσω πια Ευρυδίκη.
Ευρυδίκη: Ήλιε μου, το φως σου απ’ την αρχή είχε σκαλίσει τα κρυμμένα μου σκοτάδια, μα η ίδια εγώ φοβόμουν μόνο μες στην ψυχή μου να σ’ αφήσω. Τώρα που ντύθηκα το μαύρο νυφικό των συμφορών της Μοίρας, είδα ότι η φωνή μου μοναχά τον ήχο της δικής σου ζητά για να μιλήσει. Πόσο θα ‘θελα να γυρίσεις, μόνο τόσο λίγο, ίσα για να δεις την Ευτυχία που άρχισε ξανά να περπατά κοντά μου.
Ορφέας: Δυστυχώς ο δρόμος αυτός είναι μακρύς, οι πέτρες κοφτερές και το σκοτάδι απροσπέλαστο. Πρέπει ν’ ανέβουμε λίγο ψηλότερα για να μπορούμε άφοβα να ελπίζουμε. Λίγο ψηλότερα για να ‘χουμε το δικαίωμα ν’ ανυπομονούμε. Λίγο ψηλότερα για να μπορέσουμε πραγματικά να ελευθερωθούμε. Πρέπει όμως να περάσουμε το δρόμο αυτό, αλλιώς ποτέ ξανά δεν θα ‘ναι δυνατό μπρος στα φωτεινά όνειρά μας κι οι δυο μας να σταθούμε. Όλοι οι θεοί γνωρίζουν πόσο θα ‘θελα στο λευκό σαν κρίνο πρόσωπό σου το βλέμμα μου να ξεκουράσω. Τα μάτια μου σχεδόν ματώνουν από επιθυμία. Αλήθεια σου λέω, κοντεύω να γυρίσω. Όμως, μα την αθάνατη ψυχή μου, ορκίστηκα πως ποτέ δεν θα σε ξαναχάσω πια Ευρυδίκη!
Ο Αποστόλης Κουτσούμπας γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000. Αποφοίτησε από το Τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου το 2023. Η έρευνά του αφορά τις Διεθνείς Σχέσεις και την Πολιτική Ψυχολογία και έχει δημοσιεύσει στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων και σε ελληνικά και ξένα blog. Ξεκίνησε να ασχολείται με την λογοτεχνία από την ηλικία των 13, τόσο με την ποίηση όσο και με την πεζογραφία, έχοντας συμμετάσχει και διακριθεί σε διαγωνισμούς. Δημοσιεύει αποσπάσματα και μικρότερα έργα του στη σελίδα μου στο Instagram (apo.sphere).