
Σκόρπια του συρμού και της συγκίνησης
Η λίστα
Αφήγημα και στο μουσικό το φόντο, το “Βαποράκι του Μπουρνόβα” που μας παίρνει και στο γαλάζιο μας ταξιδεύει, χρόνια τώρα
Έσφυζε από ζωή η αγορά. Είχε τους κράχτες και τα παλικαράκια τα φορτωμένα και τους μανάβηδες καθισμένους Βούδες μες στη μύγα. Έπρεπε να σπρώξεις, να κλωτσήσεις, να βριστείς για να βρεις και εσύ μια θέση εμπρός στον πάγκο. Να ψωνίσεις της εβδομάδας τα είδη τ’αναγκαία, που αρέσουν στον Θανασάκη και τα τρώει και η γιαγιά που τα’χει τετρακόσια και καταθέτει τη συνταξούλα του ΟΓΑ υπέρ εγγονών και λοιπών αμάχων.
Και δώστου πάλι να στριμώχνεται ανάμεσα σε άλλους πολλούς, την ώρα που ανακοινώνει το πρωτοπαλίκαρο του χασάπη πως κύλησε η τιμή του αμνοεριφίου και από τούδε και στο εξής, το κιλό κοστίζει λίγο. Εμπρός λοιπόν και όλο το κοπάδι προς τ’αρνιά και να γίνεται σκέτος χαλασμός και να τηλεφωνεί η Καίτη που ξέχασε να του πει για τον χαλβά και έχει μέρες που τον ζητά και της λιγώθηκε το στόμα. Και ξαναπαίρνει και του βάζει τις φωνές, μα πού να ξέρεις βρε Καιτούλα τι αγώνα θέλει, τι προσπάθεια για να πάρεις το σύνολο της λίστας που έγραψες με σπουδή περίσσια και περιλαμβάνει γεύσεις και αρώματα σπουδαία. Τώρα προστέθηκε και ο χαλβάς!
Άιντε, κράτα φίλε μου και σε λίγο τα βάσανα παίρνει τέλος. Μην το βάζεις κάτω και πρωτίστως μην θυσιάσεις τίποτε από τη λίστα γιατί θα σε πιάσει στο στόμα της η γιαγιά και έτσι όπως συμμετέχει με ίδια κεφάλαια θα απαιτήσει την παραδειγματική του τιμωρία. Και τότε μήτε βερίκοκο, μήτε κεράσι, άντε άντε κανένα σταφύλι από τα παλιά τα ροζιασμένα.
Και εκείνη την ώρα να που χτυπάει το τηλέφωνο και είναι η Καιτούλα και ο ιδρώτας να τρέχει ποτάμι. Και ευθύς το βλέμμα του θολώνει και τον πιάνει ταραχή. Θα ‘ναι αποπληξία, είπε μονάχος του και προσευχήθηκε να μην πάει άκλαυτος. Του’ρθαν στο νου τα κλάματα και τα νυχτέρια τριγύρω του, με ωραίο κοστούμι και την αιωνιότητα στο τσεπάκι πια. Μα δεν ήταν αποπληξία, αν ήταν θα τον είχε θερίσει μέχρι τώρα ο χάρος. Ήταν τ’άρωμά της που πλανήθηκε στον αέρα και η όψη της καθώς ξεμάκραινε. Δεν χρειαζόταν να σπρώξει εκείνη, να βριστεί, τα πλήθη ανοίγανε δρόμους μονάχα τους και τα πρωτοπαλίκαρα όλα φέρνανε βόλτες τριγύρω της και να οι σπάλες και οι δυόσμοι οι ζωντανοί με τη δροσιά. Να και ο μανάβης που ισιώνει τη φανέλα του και μ’ένα καρπούζι παραμάσχαλα όλο τρέχει και μιλιούνια γύρω οι στρατιώτες του.
Τα ξέχασε τα ψώνια ο Θεμιστοκλής και έχασε τη λίστα και έβαλε στ’αθόρυβο το τηλέφωνό του, μην τυχόν και θυμηθεί τίποτε ακόμη η Καιτούλα, που όλα τα ξέχασε, μαζί και την αγάπη τους. Άρπαξε από τον πάγκο ένα λουλουδάκι και δίχως προσπάθεια την πλησίασε. Εκείνη το πήρε, του γέλασε και είπε διψάω και φύγανε οι δυο τους για τα ουζάδικα στο λιμάνι. Και έμεινε πίσω το λεφούσι, άλλος με το καρπούζι και άλλος με τη χάρη του, να βλέπουν τους δυο τους να ξεμακραίνουν. Έπειτα το πλήθος πήρε να σαλεύει και αγριότερα από πριν ορμήσανε όλοι στα αρνιά, σαν να’χανε αφήσει την εκκρεμότητα ανοιχτή.
Όταν τον πήρε η Καιτούλα είχε βραδιάσει. Το σήκωσε και την άκουσε που φώναζε. Του ‘λεγε πως είχε ανησυχήσει και πως δεν είναι πράγματα ετούτα που κάνει, πως πείνασε η γιαγιά και ανέβασε και πίεση. Και πως, -κομπιάζοντας το ‘πε αυτό – “κινδυνεύσαμε να τη χάσουμε Θεμιστοκλή μου”, προσδοκώντας τον κλονισμό και την επανόρθωση του επαναστατημένου.
Εκείνος είπε μόνο δεν θα γυρίσω Καίτη, πάω για την Αίγινα, με βρήκε πάλι η αγάπη, το πιστεύεις; Και έπειτα έπεσε σιγή ασυρμάτου και φανήκανε της Αίγινας τα λαμπιόνια, σαν ζωγραφισμένα. Και δεν μπορούσες παρά να συμφωνήσεις με το ζωγράφο πως ήταν ασύμβατες οι γαλλικές αιχμές στον ορίζοντα του νησιού. Έτσι ασύμβατη όπως ήταν και η ξαφνική, η σαββατιάτικη αγάπη του Θεμιστοκλή και της Αννούλας που ‘ταν ωραία σαν το γύρο του κόσμου. Ακριβώς έτσι.
Προσωπικά, στην Άννα
Άννα Φρανκ
12 Ιουνίου 1929 – Φεβρουάριος ή Μάρτιος του 1945
[…Άννα μην κλαις…]
Οι λέξεις σε μια τελική ανάλυση, άλλο σκοπό δεν έχουν παρά να διατυπώσουν, να συσκοτίσουν με το πρόσχημα της επίδειξης, να αποδυναμώσουν τις μεγαλύτερες σημασίες. Ή πάλι, να τις κάνουν υποφερτές, Άννα.
Πάντα με γοήτευε η ιστορία αυτού του κοριτσιού. Πρώτα για το θάρρος του. Θα την φέρνω πάντα στο νου μου σαν ένα παράδειγμα, ένα σπουδαίο παράδειγμα, δίχως φτιασιδωμένες σημασίες. Και έπειτα, σαν επισκέφτηκα την κρύπτη που έκρυψε εκείνη και την οικογένειά της, την θαύμασα ακόμη περισσότερο, επειδή χώρεσε τη ζωή της στο περιθώριο της πραγματικότητας. Και όταν φοβόταν – όλοι φοβούνται ακόμη Άννα, σήμερα όλοι φοβούνται μα το κρύβουν από τα μάτια μας – κατέγραφε στο ημερολόγιο της το χρώμα των πραγμάτων, γυρεύοντας λίγη ομορφιά μες στη δίνη του τρομερού πολέμου.
Μα καλύτερα να σου μιλήσω πιο προσωπικά, έτσι σαν κανείς να μην μας ακούει. Άκουσε Άννα, εσύ κατά βάθος έζησες ευτυχισμένη το λίγο που σου αναλογούσε. Δεν το ήξερες τότε, μα πέρασες μέσα από τον κόσμο μας κρατώντας τη σημαία της αξιοπρέπειας, της ανθρωπιάς, της αθωότητας που σου ‘κλεψε η ιστορία. Πόσα μας χρωστάει Άννα η ιστορία, καμιά φορά όταν τα σκέφτομαι, φοβάμαι Άννα, μην τύχει και έρθει μια μέρα που αχόρταγα θα θελήσει και άλλο μερτικό. Είμαι βέβαιος Άννα, πως όλοι μας θα επιστρέψουμε σε σένα, πετώντας όλα τ’άχρηστα τότε, τα ανώφελα που κατακλύσανε τις μέρες και τις νύχτες μας, για ένα ποντάρισμα μονάχα. Στον μέσα κόσμο της ψυχής μας. Και εσύ θα χαμογελάς και θα μας υπόσχεσαι πως όλα θα πάνε καλά, πως ίσως μοιάζει δύσκολος ένας αγώνας τούτη την ώρα για τέτοια πράγματα, για σκοπούς μεγάλους. Μα μπορεί να ‘ρθεί η χρεία.
Έχω μιλήσει στον γιο μου για σένα Άννα. Και όσο και να μην τον νοιάζει σήμερα εμπρός στον καταιγισμό του κάλπικου αυτό που κατόρθωσες, του έχω πει πως αν κάποτε, φανεί στα αλήθεια η ανάγκη, να μην διστάσει. Να πει τ’όνομά σου τρεις φορές και εσύ θα φανείς, λέει, μέσα από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αδύναμη μα χαμογελαστή, γνωρίζοντας πως έχεις σώσει κάτι για πάντα με τις λέξεις σου, παιδί για πάντα, ένα σπάνιο λουλούδι μες στο σκηνικό διάκοσμο της ιστορίας. Ποτέ δεν θα σε ξεχάσουμε Άννα. Είμαι βέβαιος πως ο γιος μου θα μιλήσει στον δικό του κάποτε, δεν μπορεί να ξεχαστείς Άννα, τίποτε από όλα αυτά δεν ξεχνιέται.
Για ένα της τραγούδι, για αυτό μόνο. Δώρα Σιτζάνη
11 Φεβρουαρίου 1948 – Αθήνα, 15 Ιουνίου 2007
[…Και αν είμαι ροκ, Σε Ψάχνω. Δυο τραγούδια της Δώρας Σιτζάνη…]
Και αν είμαι ροκ, κανείς δεν το ξέρει. Το παλεύω και εγώ εκεί έξω, πότε κερδίζω, πότε χάνω. Οι φίλοι μου σκόρπισαν, πάει πια, οι εποχές γίνανε συντομότερες, ο χρόνος βιάζεται, με σπρώχνει, περνά από πάνω μου, με γκρεμίζει και προχωρεί, σίγουρος, βέβαιος, έτοιμος για όλα.
Πετώ πίσω μου τραγούδια μήπως και βρω τον δρόμο μετά από χρόνια. Μετρώ τον καιρό μόνο τις Κυριακές, τότε ξέρω καλά πως έχει περάσει, τα χνάρια τα σβήνει το κύμα, τώρα το ξέρω.
Ωστόσο, εσύ δεν πρέπει να με φοβάσαι. Ίσως έρχονται δύσκολες νύχτες όμως εσύ να θυμάσαι ότι σου ‘πα.
Αντίο Δώρα.
Πετρολούκας Χαλκιάς
Ο Σκάρος σώπασε
27 Ιουλίου 1934 – Αθήνα, 15 Ιουνίου 2025
Φάνηκε στο χωριό νωρίς. Εθάμπωναν οι λέξεις του Κρυστάλλη εμπρός σε τούτη την ομορφιά. Άχνιζε η γης και στεγνώνανε τα δάκρυα της νύχτας. Μπήκε το παραπαίδι μες στα ρουμάνια, χτύπησε τις πόρτες, στάθηκε εμπρός στη βάβω, πέθανε τ’αηδόνι, πέθανε θεια!
Έβαλε το χέρι της εμπρός στο στόμα, έτρεξε μέσα και άναψε το καντήλι, πήγε πιο δίπλα, είπε τα καθέκαστα. Πέφτανε οι ψίθυροι τριγύρω, μαύρη που ‘σαι Κυριακή μου, μαύρη, λέγανε οι γυναίκες και κρεμάγανε στις πόρτες τη μαύρη την κορδέλα.
Σωπάσανε τα κουδούνια στα ξέφωτα, τα πήγανε μέσα τα ζώα. Και στο Πωγώνι και αλλού, μόνο σιγαλιά, μήτε γέλια στους καφενέδες και γελάσματα. Καθένας ήταν σκεφτικός. Ένας έπιασε το τραγούδι, λυθήκανε οι κόμποι, ανάψανε τα μάτια και σηκωθήκανε τα ποτάμια μες στα βλέμματα. Πο πο πο, και ετραβούσε τη συλλαβή ως να φανερωθεί ο τρομερός της ψυχής ο πόνος.
Φεύγανε από παντού τα παλικαρόπουλα, σ’ όλες τις κορφές απλώνονταν χωριουδάκια, πέτρα και στάνη και άγια ζωή. Όπου έμπαινε, σωπαίνανε οι σκάροι και έπεφτε βαρύς ο ουρανός.
Ως τ’απομεσήμερο όλοι είχαν μάθει το φοβερό νέο. Ο Πετρολούκας λέει, εσίγασε. Μολύβι ο ουρανός από το Πωγώνι ως απάνω ψηλά, πίσω από τα βουνά. Γιατί ο Χαλκιάς συνέχισε τη μακρά πορεία των ποιμενικών ήχων που απλώθηκαν σε όλη την βαλκανική χερσόνησο και έχουν κοινή τη ρίζα. Τ’άπειρο, τη φυσική μεγαλοπρέπεια, όλα ειπωμένα με το κλαρίνο. Ο παπαδιαμαντικός ο ήλιος ο επιφανής το γόνυ έκλινε.
Πιάσε μωρέ Λάμπρο ένα μοιρολόι. Για την ψυχούλα του, μωρέ, για την ψυχούλα. Και φύσαγε ο Ιούνης και ήταν ξερά τα σπαρτά και στερεμένα τα πηγάδια. Πέθαινε ο κόσμος ο απάνω. Και έπαιρνε μαζί του ψηλά μακριά ο Πετρολούκας Χαλκιάς, τη γλιστρούσα σκηνή της ψυχικής μας παραδόσεως.
Προλαβαίνοντας την ιστορία
Ανηφόρισε βιαστικά τη λεωφόρο. Ερήμωνε η πόλη, τα τελευταία λεωφορεία περνούσαν βιαστικά. Σιγά σιγά όλες οι ευκαιρίες γίνονταν δαπάνη. Θα ‘πρεπε να ‘χει επιστρέψει κιόλας, τώρα ίσως είναι αργά.
Ένιωσε να χάνει το κουράγιο του, μα έπειτα είπε, δεν μπορεί να συμβεί αυτό σε έναν μικρό πρίγκιπα.
Και βάλθηκε πεισματικά να ανηφορίζει το τελευταίο κατοστάρι της λεωφόρου.
Θα περάσει λένε, κάποιος από την ιστορία για να τον πάρει και να τον επιστρέψει πίσω στ’ ολομόναχο τ’άστρο του.
Βλέπετε, καμιά φορά ο μικρός πρίγκιπας παίρνει ρεπό από το μυθιστόρημα και τριγυρίζει στην πόλη, όχι σαν άγγελος, μα σαν την μικρή πιθανότητα ενός ξαφνικού έρωτα. Πάντοτε επιστρέφει με μια κάποια καθυστέρηση και κάνει όλους να πιστεύουν πως μέσα του βαθιά, κουράστηκε να φροντίζει το λουλούδι του, να υπερασπίζεται το άστρο του, να στέκει σαν τους παλιούς σηματωρούς, με τ’ανεμίζον κασκόλ του, σε στυλ πάντα, Ανδρέα Εμπειρίκου.
Α.Θ