Απόστολος Θηβαίος | Oxido

© Lewis Hine

Διήγημα από το βιβλίο
“των αδέξιων
αυτοχείρων”

 

Τα ‘χε όλα υπολογίσει. Τις τελευταίες του σκέψεις, το γράμμα με τις οδηγίες για την καύση της σορού του, μην γεμίζει ετούτο τον κόσμο που πνίγηκε μες στο περιττό. Είχε περάσει όλη τη μέρα συγυρίζοντας τα πράγματα. Φωτογραφίες και ντοκουμέντα που μαρτυρούν πως κάποτε έζησε εδώ πέρα αυτός ο άνθρωπος, μπήκαν εν τάξει και εν χρονολογία. Έτσι εκείνος που θα ‘ρθει για να τον αποχαιρετήσει, θα μάθει τη ζωή του και τους σταθμούς της, από τα πρώτα κιόλας λεπτά ως ετούτο το διάβημα στη θλίψη.

Στην κουζίνα επέδειξε μέριμνα ξεχωριστή. Μάζεψε από την πιατοθήκη τα σκεύη τα καθημερινά. Στόλισε και κάτι χάρτινα λουλούδια πάνω στο περβάζι και ήταν του λόγου τους, το πιο μελαγχολικό πράγμα στο μικρό το δυαράκι. Έπειτα φόρεσε το καλό του το κοστούμι, έσφιξε λαιμοδέτες, κούμπωσε το σακάκι και ανέβηκε στο σκαμπό της κερασιάς που το ‘χε αγοράσει με την προοπτική των φιλικών επισκέψεων. Μα όλοι του οι φίλοι γινήκανε πουλιά και σκορπίσανε. Θες ο καιρός, τα χρόνια, οι στροφές που παίρνει η ζωή, μείνανε όλοι τους ωραίες αναμνήσεις, τίποτε περισσότερο.

Ύστερα, πέρασε το σχοινί γύρω από το λαιμό του. Σας το λέω και τρέμω μην τύχει και φανταστεί κανείς τι σόι στιγμή είναι αυτή, όταν περνά κανείς στην άλλη όχθη. Αν δεν στραφείς προς τα πίσω, δεν θα συναντήσεις ποτέ τον εαυτό σου. Μόνο σε τούτη, την άλλη την όχθη, μπορεί κανείς αν είναι τυχερός, να γίνει μάρτυρας μερικών μεγάλων του στιγμών. Αυτή τη δόξα θα την κέρδιζε.

Είπε την προσευχή του και μες στο συγυρισμένο το δωμάτιο, θέλησε να βάλει ένα τέλος. Να κάνει κάτι για τον εαυτό του και ας πεθάνει. Βρήκε πολύ λυπητερό το σενάριο και αποφασιστικά έκανε το βήμα στο κενό. Το σκαμνάκι έχασε την ισορροπία του, εκείνος σαν να το μετάνιωσε, προσπάθησε από κάπου να πιαστεί. Μα δεν ήταν γραφτό του και εκείνη τη στιγμή το σχοινί κόπηκε. Και ο αυτόχειρας βρέθηκε φαρδύς πλατύς χάμω στο παλιό το μωσαϊκό του ‘ 80 που το περπάτησε η περίφημη νεοελληνική ιστορία μα τώρα τρίβεται και σκορπά.

Ζαλίστηκε και όλα σκοτείνιασαν. Μια στιγμή μονάχα και επέστρεψε. Τα ‘χε κάπως χαμένα, στην αρχή λογάριαζε πως είχε πεθάνει πια και τώρα ξυπνούσε σε έναν κόσμο που μοιάζει με αυτόν που μάθαμε διαφέροντας σε σημεία και όνειρα που δείχνουν πέρα για πέρα αληθινά. Δεν ήταν που ‘χε πεθάνει, ήταν το χτύπημα που τον είχε σαστίσει. Ψαχούλεψε τον λαιμό του, έπειτα έριξε μια ματιά στην απλίκα που ‘χε μείνει μισή απάνω στο ταβάνι. Προσπάθησε να λύσει το σχοινί μα δεν το μπόρεσε. Του ‘σφιγγε το λαιμό και ώρες ώρες η ανάσα του κοβόταν. Έπρεπε μια λύση να δώσει για τον εαυτό του. Σηκώθηκε και έφτιαξε κάπως τα ρούχα του. Βρήκε όλες τις κινήσεις γνώριμες, του θύμιζαν τον πατέρα του και μια γεύση σκουριά ανέβηκε στα χείλη του και τα ‘καψε.

Το έκρυψε επιμελώς στον λαιμό του πουκαμίσου και βγήκε. Οι γείτονες που τον συνάντησαν τον καλημέρισαν, κανά δυο του είπαν πως δείχνει λιγάκι άρρωστος, έπειτα γελάσανε μηχανικά, σαν από ευγένεια με μια πολύ συνηθισμένη αφορμή. Μόνον εκείνος γνώριζε πως μέσα από το γιακά του, ένας παλιός , αδέξιος θάνατος του ‘κοβε την ανάσα.

Στο αντίθετο ρεύμα της λεωφόρου διέκρινε το πλήθος. Μια ατέλειωτη ουρά ελισσόταν ως πίσω στη διασταύρωση και ύστερα χανόταν στρίβοντας σε μια μικρή κάθετη οδό. Άραγε τι να ζητούσαν όλοι αυτοί, ποτέ δεν θα μάθει. Ασυναίσθητα, διέσχισε το δρόμο με τα νυσταγμένα του τα φώτα. Περπάτησε κατά μήκος της σειράς, έστριψε στη μικρή, κάθετο οδό. Κάτι ένιωθε στα χείλη του, μα παρέμενε απροσδιόριστο. Αργότερα, κατάλαβε πως ήταν η γεύση της σκουριάς, σας το ‘πα πως ήταν πάντα αυτή και όχι μια βροχή από πέταλα τριανταφυλλιάς. Αυτά τα τελευταία τα περιστρέφει μια ξαφνική δίνη μες στην ομορφιά που χάσαμε. Όμως όλα αυτά συνιστούν αποσπάσματα μιας άλλης ιστορίας.

Κοίταξε τους ανθρώπους στη σειρά. Δεν είχαν τίποτε το ιδιαίτερο, όμως έφεραν σφιχτά κουμπωμένα πουκάμισα, όπως εκείνος. Κάποιος από τους ανθρώπους, τον είδε που αναζητούσε μια απάντηση στο αίνιγμα. Του είπε πως όλοι εμείς θελήσαμε κάποτε να βάλουμε ένα τέλος. Μα δεν κατέστη εφικτό να αφαιρέσουμε εκείνα τα χρόνια από το άθροισμα του καιρού. Και μας έμεινε το σχοινί, σπασμένο. Καθένας βρίσκει έναν τρόπο να το κρύψει με μια ορισμένη επιμέλεια. Κάθε τόσο έρχονται πλανόδιοι τεχνίτης και μεριμνούν.

Είναι τόσο δύσκολο άραγε να κόψεις ένα σχοινί; , αναρωτήθηκε μονάχος του.

Και για να μην αναρωτιέσαι αν είναι δύσκολο να κόψεις ένα τέτοιο σχοινί, του είπε ο άλλος, λες και παραμόνευε μες στην καρδιά του, μαθαίνοντας όλα τα μυστικά, δοκίμασε να δεις αν μπορείς να καταφέρεις το παραμικρό. Όταν έρθει η σειρά σου, σε κοιτάζουν στα μάτια για να βεβαιωθούν πως άλλο σκοπό δεν έχεις, παρά να ζήσεις. Όλοι ποντάρουμε σε αυτήν την έκφραση, οι περισσότερο αποτυγχάνουν, κάτι λίγοι επιστρέφουν δίχως το σχοινί. Και από εκείνη την ώρα μπορούνε να ζήσουνε, κρατώντας μες στις ψυχές τους όσα μάθανε και όσα νιώσανε για αυτόν εδώ τον κόσμο.

Του φάνηκαν παράξενα όλα αυτά. Θα χρειαζόταν χρόνια ολόκληρα για να φθάσει στο τέλος. Άγγιξε το λαιμό του και λίγο λίγο δεν ένιωθε πια ως ξένο σώμα εκείνο εκεί το σχοινί. Έφυγε τρέχοντας όσο ο άλλος ούρλιαζε με όλη του τη δύναμη, δειλέ, δειλέ. Δεν το μπορούσε κουμπωμένο το πουκάμισο και έτσι όπως κανείς δίνει το πρώτο φιλί, ανάβοντας χίλιους συναγερμούς στο σύμπαν, έλυσε δίχως να το σκεφτεί, τον λαιμοδέτη. Αμέσως ένιωσε καλύτερα και είπε πως θα ‘πρεπε από καιρό να ‘χε πάρει αυτό το δρόμο. Μετάνιωσε και κάτι λίγα δάκρυα που ‘ριξε, τίποτε δεν κάνανε στην πικραμένη του ψυχή.

Πήρε το δρόμο του γυρισμού, κάπως ελαφρωμένος, σαν τον άνθρωπο που ‘χει πολύ ταπεινωθεί. Στα σκαλιά καθόταν η Έλσα. Τα μάτια της που ‘ταν δακρυσμένα, το σούρουπο που ‘ταν ωραίο, οι κινήσεις του κόσμου και το ανεξιχνίαστο το αίνιγμα, θα ‘ταν οι αιτίες που ‘χε βουρκώσει μέσα βαθιά στα μάτια της. Το τρανζιστοράκι έπαιζε τη φωνή της Μοσχολιού και είχε η νύχτα κάτι από τα φιλμ που λατρέψαμε. Είδε το σκοινί, έκρυψε το βλέμμα της να μην δει που ‘κλαιγε. Έπειτα τον τράβηξε από το χέρι και δίχως να μιλά από την αρχή πήρε να δίνει τον εαυτό του μια αθώα συγχώρεση, , όπως δεν έκανε ποτέ του. Λίγο πριν διαβούν την πόρτα, του έδειξε το δικό της σχοινί. Εκείνος σάστισε και μεμιάς την ερωτεύτηκε πιο πολύ, πιο βαθιά. Τη ζωή δεν τη διαλέγουμε, του είπε και έπειτα πέσανε βροχή τα φιλιά, ώσπου να ανταλλάξουν πρόσωπα και έτσι με τρόπους άλυτους να δέσουν μεταξύ τους της αγάπης τους τις πραγματείες.

Εκείνον δεν τον ξαναείδαν στην περιοχή. Λένε πως διαλύθηκε σε μια εξήγηση τόσο πρωτότυπη που είναι αδύνατο να καταφέρω να σας τη μεταδώσω. Από τότε στον ουρανό ανάβουν τις νύχτες, λαμπρές μεταμέλειες.

Όλα αυτά γίνανε μια φορά και έναν καιρό στο γαλάζιο μου στενό που κάθε μέρα λιώνει κάτω από τις αφόρητες θερμοκρασίες και ίσως κάποτε, για πάντα χαθεί.

Απόστολος Θηβαίος