Αγαπητή Ουρανία

© Werner Bischof

Σκόρπια της εβδομάδας

Τη φίλη μου την λένε Κική
Κική Δημουλά
6 Ιουνίου 1931 – 22 Φεβρουαρίου 2020)

Τί λυπᾶσαι, χρυσόψαρα εἶναι
οὔτε ποὺ γνώρισαν θάλασσα ποτέ τους.

Καὶ μεῖς πόσο τάχα γνωρίσαμε;
Κι ὅμως τὸ νοσταλγοῦμε αὐτὸ τὸ διόλου.

[Συμπληγάδες Συγκρίσεις]

Και τα χρόνια περνούν και εμείς ανταλλάζουμε διαρκώς το πρόσωπό μας με κάποιο άλλο. Ώσπου να συναντηθούμε με τον εαυτό μας, αυτόν τον τόσο άγνωστο που στάθηκε πάντα ένα απροσπέλαστο εμπόδιο.

Και τα ποιήματα; Μια θεραπεία μονάχα, αυτό είναι όλο.  Για να ανεχόμαστε τον καιρό. Μια θεραπεία με αβέβαιο αποτέλεσμα, κάποτε δυσνόητη, μα κυρίως αμφίβολη εξαιρετικά. 

Μα πιστέψτε με, στην περίπτωσή μου συμβαίνει κάποτε τα πράγματα να απεκδύονται την παλιά τους, τη γνώριμη περιβολή. Έτσι λυτρωμένα από τα στοιχεία του καιρού τους, τα ποιήματα ξαναγράφονται από την αρχή. Ανανεωμένα διαρκώς φαντάζουν μια δροσιά ή μια θλίψη ανείπωτη ή πάλι σαν ρόδα ορθάνοιχτα ξαναβρίσκουν τα ποιήματα το νόημά τους.

Κάπως έτσι συμβαίνει και με κάτι στίχους της Κικής Δημουλά. Αυτή η ξεχωριστή ποιήτρια, με το τόσο γυναικείο αποτύπωμα έγραψε κάποτε τις λιγοστές λέξεις της αφετηρίας αυτού του σημειώματος. Για να ‘ρθεί απόψε αυτό το “διόλου” με μια αίσθηση νοσταλγίας ανίκητης. Πίσω από αυτές τις διαβατάρικες τις λέξεις, μπορεί να βρει κανείς το αίσθημά μας το τωρινό. Και έτσι, σαν ειδήσεις για πάντα καινούριες, αυτές οι λέξεις μας αφοπλίζουν  και για κάτι δικό μας, πολύ προσωπικό μιλούν, αγγίζοντας απαλά τα όρια του κλασικού.

Λαϊκές Ιστορίες
Διαμαντής Διαμαντόπουλος

[…με αφορμή τ’ωραίο του έργο, τ’απλούστατο μα εξόχως εκφραστικό, θερμό, σαν κάρβουνο στις χούφτες των ματιών. “Ο Σοβατζής”, 1949…]

Πέρασα χθες από το καινούριο εργοτάξιο της γειτονιάς. Το λέω “καινούριο”, διότι πάνε δυο χρόνια τώρα που ο λαός λιγνεύει και πτωχεύει όπως το ‘πε ο Κολοκοτρώνης μα αι οικοδομικαί οι εργασίαι καλά κρατούν. Θα μπορούσα  να σας ξεναγήσω σε δυο τρεις κατασκευές που σηκώθηκαν έξι ορόφους ψηλά το τελευταίο εξάμηνο, προκαλώντας τον θαυμασμό του γενικού πληθυσμού. Για τις τιμές ούτε λόγος, αυτές οι κατασκευές αποδίδουν εις την συναφή αγορά διαμερίσματα με οικολογικές προδιαγραφές που προϋποθέτουν κάτι περισσότερο από μια περιουσία. Μα αυτό δεν είναι της παρούσης.

Της παρούσης είναι εκείνος ο νέος που εργαζόταν με όλη τη σοφία των στωικών, απλώνοντας πότε τρυφερά και άλλοτε νευρικά το υλικό του πάνω στις επιφάνειες. Έσερνε μαζί του έναν καταταλαιπωρημένο κουβά, αυτοσχέδια φτιαγμένο, μην φανταστείτε. Μπορούσε κανείς να γίνει μάρτυρας της ανθρώπινης επινοητικότητας, της πάλης απέναντι στη φθορά με κάθε τρόπο, με κάθε μέσο. 

Ο νέος  σκαρφάλωνε τη σκαλωσιά, δίχως την παραμικρή ένδειξη κόπου. Έπειτα συνέχιζε το σοβάτισμα, δίχως τίποτε να κλονίζει την αφοσίωσή του. Και ευθύς θυμήθηκα τον ζωγραφισμένο του συνάδελφο, αυτόν που μας κοιτάζει με τρόπο αφοπλιστικό, κάτι σαν λαϊκός πανδέκτης του θαυμασμού μας για το έργο του. Τον είχε φτιάξει, κάπως πρόχειρα, εστιασμένος κυρίως στον κορμό του ο ασυμβίβαστος Διαμαντής Διαμαντόπουλος που διέφυγε οριστικά της προσοχής μας στα 1994. 

Ο ζωγράφος είχε φροντίσει να ‘ναι σβησμένα τα κάτω άκρα, σαν τάχα να μην νοιαζόταν για αυτά. Όλο το έργο διαβάζεται από χαμηλά, ώσπου να συναντήσεις το ευθύβολο βλέμμα του λαϊκού χαρακτήρα. Μια ολόκληρη εποχή κρατιέται έτσι, σαν θαύμα πάνω από το νερό.

 Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για το γεγονός πως οι πάσης φύσεως οικοδόμοι, απαντώνται ως φυσικά ακροκέραμα στην Αθήνα της αντιπαροχής και της μεγέθυνσης. Ή πάλι, πως αυτός ο νέος χτίζει την παρακμή μιας ολόκληρης χώρα, οικοδομώντας το μέλλον που σήμερα εμείς οι ίδιοι κατοικούμε, αγοράζοντας αντιπαροχή και αλλάζοντας την ελπίδα με το τίποτε το μικρό, το δειλό μας. 

 Όμως λίγοι διαθέτουν την ολοζώντανη κίνηση, τα σκοτεινά τα μάτια, μια ζωγραφική φυσική, μια μορφή ακίνητη, σαν πέτρινη. Υπακούει στην αισθητική του μισοτελειωμένου, του non finito που διαμορφώνεται σαν τάση και θέλει τη μισοτελειωμένη εργογραφία να μην δεσμεύει την κίνηση ή την πρόθεση. 

Κάπως έτσι, ρεμβάζοντας τα έργα του παρελθόντος χρόνου, μπορεί κανείς να εννοήσει πως τίποτε δεν κάνει στα μεγάλα έργα ο πανδαμάτωρ του τραγουδιού. Μεγάλα διότι συλλαμβάνουν τη γλυκύτητα της απλής και λαϊκής ζωής, εκείνης που κράτησε για πάντα το κορμί σε θέση περίοπτη, φτιάχνοντας μια γραμμή άμυνας πριν πέσει η πιο ανόθευτη ομορφιά. Πιστά μες στο όνειρό τους, αντλώντας από την κοινωνική, την κατά κόσμον ζωή. Ένας πρωτότυπος πάντα κόσμος που προσφέρεται για κάθε είδους αναπαράσταση.

Πάει καιρός που πέρασα από το εργοτάξιο. Μου είπαν πως χτίστηκε και τώρα τα διαμερίσματα πωλούνται. Και κάνουν ουρά τα νεαρά ζευγάρια, με τα καλοκαιρινά τους. Και μήτε που φαντάζονται έναν Σοβατζή σαν αυτόν του Διαμαντή Διαμαντόπουλου, να δουλεύει αφοσιωμένα πάνω στο έργο της θεμελίωσης. Όχι δεν το φαντάζονται πως κάποτε σε τούτα τ’ακροκέραμα πιαστήκανε κάτι χέρια κουρασμένα, μορφές του ονείρου σε υπόλευκο φόντο.

Άτιτλο
Georges Hugnet
1961

**με μια ιστορία και στα ηχεία τους Radiohead. Διαλέξτε όποια μελωδία επιθυμείτε.

Χθες έλαβα την τελευταία της κάρτα. Από εκείνες τις ταξιδιωτικές που μπορεί να γράφουν “σας χαιρετούμε από τις νήσους” ή “είστε καλεσμένος”, “εις το επανιδείν” και άλλα τέτοια. Μου έκαναν εντύπωση ορισμένα πράγματα που ήσαν ασυνήθιστα ή τέλος πάντων ξένα με τη θέλησή μου. 

Κυρίως πως κρατούσε το αψεγάδιαστο χαμόγελό της, κολλημένο σαν όστρακο πάνω στο βράχο. Διέθετε όλη τη σπανιότητα και τη λεπτότητα που χρειαζόταν για να καταστεί γοητευτικό. Το κρατούσε όπως κανείς δείχνει σε κάποιον μια πέτρα με παράξενο σχήμα, κάποιο συντρίμμι που κατέχει μια προσαυξημένη σημασία. Ο βράχος που δέσποζε, το καλοκαίρι που έσφυζε, ένας γαλάζιος ουρανός λουσμένος στο φως , το σχήμα του χεριού σου, το μαργαριταρένιο δαχτυλίδι σου, όλα κάνανε τη δουλειά τους σε εκείνη την κάρτα.

Δεν έμαθα ποτέ νέα της, μήτε που επέστρεψε, έστω για μια εξήγηση ή για τα ρούχα της. Πολύ καιρό μετά έμαθα πως αγαπήθηκε σφοδρά με κάποιον καλλιτέχνη, επ’ονόματι Ζορζ Χουνιέτ και πως αυτός σκάρωνε κολλάζ και διακινούσε ένα σορό κάρτες ταξιδιωτικές, μαρτυρίες θαρρείς του ντανταϊσμού.

Τι να λένε της Βρετάνης τα κορίτσια;
Πωλ Γκωγκέν
7 Ιουνίου 1848 – 9 Μαϊου 1903

Κανείς δεν ξέρει τι τάχα να λένε αυτές οι τέσσερις γυναίκες. Κατάγονται από την Βρετάνη και είναι όλες τους καλές νοικοκυρές και εξαίρετες πιστές. Τις Κυριακές μαζεύονται πέρα στις λόχμες και ονειρεύονται δίχως να μιλούν. Καθεμιά τους, διαθέτει μια ευλαβική έκφραση, μια φυσιογνωμία βγαλμένη από τις πόζες της Αναγέννησης. Θα’ναι καλοκαίρι γιατί τα άνθη και τα λουλούδια τριγύρω είναι από φθαρμένο χρώμα.

Μα τι να λένε άραγε αυτές οι γυναίκες της Βρετάνης; Βάζω στοίχημα πως έχουν να πουν για τον Γκωγκέν, το διάσημο ζωγράφο που μόλις απέκτησε μια κάποια φήμη, ευθύς διάλεξε την ξενιτιά. Και βρίσκεται τώρα σε κάτι νήσους μυστικές πέρα στων πολυνησιακών συμπλεγμάτων το μέγα πέλαγο. 

Και όλες συλλογίζονται πως τάχα να’ναι κανείς να πετάει ετούτα τα βαριά φουστάνια και ευθύς να μοιράζεται το χρώμα της αυγής ή πάλι, να ποζάρει μες στο ξέφωτο, με την ταπεινή και αδαμιαία περιβολή της, ελεύθερη και ωραία, καμωμένη από του Γκωγκέν τον χρωστήρα. 

Δώσε μου μια ευκαιρία

[…στις 2 Ιουνίου του 1969 ο Τζον Λένον, ανανεώνει την πίστη του κόσμου στην ελπίδα. Τα χρόνια είναι αλλιώτικα τότε, μα ίδιος ο κόσμος βάζει τα δυνατά του να κάνει τα όπλα να πάψουν παντού στον κόσμο…]

Το 1969 ο Τζον Λένον και η Γιόκο Όνο βγάζουν το τραγούδι που έμελλε να σημαδέψει την παγκόσμια, κοινή γνώμη. Η Ουρανία δεν είχε γεννηθεί τότε, μα σήμερα στέκει ανάμεσα σε άλλους. Σιγοτραγουδά και έχει μες στην καρδιά της όλους εκείνους που τρέμουν στο βάθος των καταφυγίων, δίχως τροφή και νερό. Μα έχει πειστεί πια πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι, αν και τίποτε δεν μπορούν να αλλάξουν, εντούτοις πιστεύουν πως υπάρχει ακόμη λίγη ελπίδα, μια στάλα από δαύτη μπορεί να κρατήσει όρθιο τον κόσμο την ώρα που τρέμει και φοβάται.

Βρίσκονται όλοι καθισμένοι στην κεντρική πλατεία της Χερσώνας, τόσες δεκαετίες μετά διατηρώντας ακέραια την πεποίθηση πως μια χούφτα άνθρωποι μπορούν να σταματήσουν τον πόλεμο. Σε λίγο θα πέσει η νύχτα, η Ουρανία κρυώνει και φοβάται μα δεν το βάζει κάτω. Μερικοί γονείς έρχονται, αφήνουν κάτι φαγώσιμο στους αγωνιστές, κάποιοι καθηγητές τους δίνουν κουράγιο και βάφονται και οι ίδιοι με τα χρώματα της ειρήνης.

Η Ουρανία στέκει στην πρώτη γραμμή όταν προβάλλουν τα φώτα της μηχανοκίνητης μεραρχίας που φθάνει για να επιβάλλει την τάξη. Κανείς δεν σαλεύει παρά τις προειδοποιήσεις των αρχών. Τώρα στέκουν ο ένας απέναντι από τον άλλον, τώρα όσοι παλεύουν για την ειρήνη σφίγγουν ανεπαίσθητα τα χέρια τους, πιστεύουν περισσότερο από πριν, η καρδιά τους είναι βέβαιο πως χωράει πια όλα τα αδέρφια γύρω τους.

Τελευταία προειδοποίηση, πριν την τελική επίθεση των αρχών. Η Ουρανία στέκει όρθια και σχηματίζει στον αέρα το σχήμα μια καρδιάς. Από την άλλη πλευρά, ένα πολυβόλο κροταλίζει , η Ουρανία σωριάζεται νεκρή μαζί με τα αδέρφια της που την μιμούνται. Η Χερσώνα θα πέσει, μα από εδώ ως την άκρη του κόσμου κάποιος εκφωνητής διαβάζει ένα προς ένα τα ονόματα όσων βάλανε ένα μεγάλο σκοπό πιο πάνω από εαυτούς και τα ρέστα, όσων πιστέψανε πως οι άνθρωποι μπορούν και τελικά θα έρθει μια μέρα που θα υψωθούν πάνω από τους φόβους και τους δισταγμούς τους. 

Πάνε χρόνια και τα τραγούδια παλιώσανε. Οι επιζώντες από εκείνη τη μέρα, σήμερα στελεχώνουν τις γραμμές παραγωγής στα εργοστάσια της Χερσώνας. Μα εκεί που σταθήκανε, με τα νεανικά τους χρόνια να φυσάνε σαν σημαίες απελευθερωτικές μια προτομή, δίχως επώνυμα και χρονολογίες θυμίζει όσα γίνανε. Κάποιος έχει ζωγραφίσει γαλάζια τα μάτια και έτσι, με αυτήν την ολοζώντανη έκφραση τώρα και πάντα, όλοι ξέρουν πως σε εκείνη τη μορφή καθρεφτίζεται η σπουδαία πράξη της Ουρανίας που γίνηκε σύννεφο και άστρο για έναν σκοπό μεγάλο και ευγενικό. 

Το ίδιο τραγούδι φθάνει σήμερα από τ’ανοιχτά του Πορτ Σάιντ, με μια χούφτα νέους ανθρώπους να αψηφούν τις κυβερνητικές αποφάσεις που στηρίζονται μόνο στον σκληρό και σκοτεινό νόμο του κέρδους.

Α.Θ