
Μικρά Μυθιστορήματα
Supreme Court
Είπε στον ταξιτζή να τον αφήσει εκεί. Εκτάκτως, δηλαδή, γιατί του’ χε δώσει μια άλλη διεύθυνση λίγο παρακάτω. Δεν έγραψε το ρολόι, μα του ‘πεσε βαριά εκείνη η θάλασσα, ότι σωζόταν πριν πέσει η νύχτα και μετάνιωσε για όλα. Το περισσότερο ήταν τα παιχνιδιάρικα φώτα ενός ολομόναχου φάρου, αυτόματου, όπως οι ζωές μας. Βρισκόταν σε ένα απροσδιόριστο ορίζοντα.
Χαιρετηθήκανε και του χάρισε τα ρέστα. Σήμανε το βαπόρι που άφηνε το λιμάνι. Τι να ‘παιρνε τάχα μαζί του, κανείς δεν το ξέρει. Όλα τα μυστικά τα κρατάει κλειδωμένα στ’αμπάρια του. Περπάτησε πιο πέρα από το χώρο των επιβατών, πέρασε μέσα από τα παρκαρισμένα, κάποιος του φώναξε μα εκείνος δεν αποκρίθηκε. Παντού μαυροφορεμένες γυναίκες, τσουβάλια και τ’αντίο που λέει το Έθνος στον εαυτό του. Αν θέλετε να φανταστείτε, κάντε εικόνα εκείνο που λέει το τραγουδάκι. Ένα δάσος από άδειες κονσέρβες, άφταστα μελαγχολική η ατμόσφαιρα.
Έβγαλε το σακάκι του, το κράτησε καλά να μην τσαλακωθεί, έπειτα τ’άφησε πάνω σε μια καρότσα. Θα το ‘χε μετανιώσει, τι να σκεπάσει με το σακάκι, τίποτε δεν κρύβεται. Πόσα αμερικάνικα αυτοκίνητα πεθαίνουν στα λιμάνια, σωστή τραγωδία αγαπητέ Χένρι Φορντ, σκέφτηκε μες στην απέραντη ερημιά των πεθαμένων αυτοκινήτων. Όσα ονειρεύτηκες γίνανε βεβαίως, μα τώρα όλες οι συμφωνίες καταρρέουν κύριε Φορντ και αν δεν βάλει το χεράκι της η ιδεαλιστική Αμερική που συνδυάζει ολίγον από Κένεντι και μπόλικο, εθνικό όνειρο, αν δεν δουλέψει η παλιά καλή συνταγή, ίσως χαθεί η Αμερική κύριε Φορντ. Όχι, όχι, δεν θα πρόκειται για σαμποτάζ, μόνο για την βέβαιη κατάπτωση των πραγμάτων. Πριν από αιώνες κύριε Φορντ εδώ ξεκινούσε μια καλή ιστορία, τώρα χιονίζει στάχτες από κάθε μπάντα ο καιρός φέρνει τραγωδίες.
Ύστερα, σαν να βιαζόταν πιάστηκε από την ιστορία που περνούσε και χάθηκε. Δεν μάθαμε τίποτε για εκείνον. Μας παρηγορεί το γεγονός πως και άλλα παιδιά, και άλλα παιδιά μες στον χρυσό, σκληρό αιώνα, δεν επιστρέψανε ποτέ. Μια ολόκληρη τάξη ανθρώπων, ω, Αμερική σε χαιρετά.
Τα Χείλη
Τίποτε δεν χρειαζόταν να ξέρει. Μόνον τα χείλη της, είχε στο νου του, μόνο για εκείνα γνώριζε. Για το σχήμα και το χρώμα τους, για την αίσθηση και τη λεπτή τους την υγρασία είχε κάποιες υποψίες. Για να γίνει κανείς ποιητής πρέπει να δοθεί σε έναν τέτοιο δαίμονα έγραψε ο Μπάιρον τις ώρες που αναμετριόταν με τον εαυτό του. Αυτό ήταν τα χείλη της.
Οι φίλοι ζητήσανε να μάθουν τ’ονομά της. Από πού ερχόταν, κάτι θα ‘πρεπε να ξέρει για εκείνη.
Όμως αυτός είπε, υπακούει σαν ηλιοτρόπιο σε άλλα φαινόμενα. Μετά από χρόνια θα στέκει και εκείνη πλάι στα σονέτα, θα το δείτε. Και η ανάμνησή της θα’ναι μια γέφυρα που τρέμει και όμως κρατάει ανοιχτό το δρόμο σε μια άλλη εποχή, σε μια άλλη αθωότητα, ακριβή.
Οι φίλοι επέμειναν. Εκείνος κάπως κουρασμένος είπε, δίχως κουράγιο, όταν περνά ανοίγονται με βία τα παράθυρα της καρδιάς. Αυτό ξέρω. Και κάτι λίγα για τα χείλη της.
Κάτι από έρωτας και δειλό χαμόγελο πέρασε ξάφνου από το παλιό του το πρόσωπο. Αυτό ήταν όλο.
Η αγορά το βράδυ
Κλείδωσε, έλεγξε όπως το συνήθιζε τα ρολά, τις αλυσίδες. Φρόντισε να αφήσει αναμμένο το φως μες στο γραφείο, έτσι ως μια ένδειξη παρουσίας. Ερχόταν από παντού το καλοκαιράκι, φωνές και παιδιά και δράματα μικρά ή και μεγάλα. Τα ραντεβού στη διασταύρωση, ένα κλεφτό φιλί, ο ποδηλάτης που περνάει σαν αερικό μέσα από τους υποδόρροιους ιστούς της πολιτείας. Τριγύρω η πόλη που γερνάει, τα αδέσποτα και μια σειρά ολάκερη από τάξεις χαμένες μες στη ζωή του.
Απόψε δεν είχε κέφι για περπάτημα και βάδιζε βαριεστημένα. Κάθε τόσο στεκόταν, συμβουλευόταν το ρολόι, έκανε ένα τσιγάρο, το ‘σβηνε με εκείνη την έκφραση που ‘χει κανείς όταν τίποτε δεν του έκανε η περισυλλογή. Είπε να πάει από την αγορά, ένιωθε πως ήταν απόψε τρελός για άνθρωπο. Τι να σου κάνει και ετούτη η ζωή, ποτέ δεν τα βρήκε με τις μοναξιές μας. Έτσι για εκείνον ήρθε μια ώρα που τη βρήκε δυσβάσταχτη να αντέξει λέει τον ίδιο του τον εαυτό.
Οι τελευταίοι μαζεύανε τους πάγκους. Περνούσε λέει ένας οπλισμένος με μια μάνικα και έλουζα ξύλα, τελάρα, μωσαϊκά, έσταζε ο τόπος. Έπειτα ερχόταν ένα άλλο συνεργείο, τι συνεργείο δηλαδή, μόνον κάτι ρακένδυτοι που εκτελούσαν με μια ταχύτητα άλλο πράγμα την αποστράγγιση. Με τα θηριώδη τους ταυ τραβούσαν παραπέρα τα νερά. Ένας τρίτος που ακολουθούσε, σκορπούσε ένα ειδικό φάρμακο που ‘χε οσμή σαπουνιού. Και ήταν μια αίσθηση υπέροχη να βρίσκεσαι εντός της εμπορικής στοάς, όταν εκείνη σαπουνιζόταν.
Θα περνούσε από την άλλη πλευρά. Σκέφτηκε πως ήταν άνευ ουσίας η παράκαμψή του, τι να’θελε στην αγορά μια τέτοια ώρα, δεν ξέρει, δεν έχει ακούσει πως το μέρος γίνεται ύποπτο πολύ μια τέτοια ώρα; Όλους αυτούς τους αψήφησες Ασημάκη και να’σου τώρα εις τα κακόφημα τα στέκια. Άμα πέσει το σούρουπο, πάει, χάθηκε. Τα ξενυχτάδικα εδώ κάτω είναι γεμάτα μαχαιροβγάλτες, τι θέλεις Ασημάκη σε τούτες τις πατρίδες;
Τότε ήταν που τον είδε. Δεν έκανε απολύτως τίποτε. Είχε ριγμένο το σώμα του στην άκρη των εμπορευματοκιβωτίων. Κάπνιζε με στυλ και έδειχνε αλλού να ‘χει περάσει η ύπαρξή του. Του θύμισε όσα είχε διαβάσει για τον Αντίνοο, τα βρήκε όλα ψέμματα. Ταράχτηκε και προδόθηκε που κράτησε προσηλωμένο το βλέμμα του σε εκείνο τον νέο.
Τίποτε δεν είπε. Μες στην φασαρία της αγοράς, ο νέος σηκώθηκε, πήρε το πουκάμισο του, το ‘ριξε στους ώμους, άναψε τσιγάρο – δεν του ταίριαζε η κίνηση, ήταν τόσο νέος ακόμη, τόσο νέος – και τράβηξε ξοπίσω του. Όλα τα ‘χαν συμφωνημένα και κανείς τους δεν τόλμησε να τσακίσει την σιωπή που πεφτε τριγύρω, σαν ακατέργαστο υλικό και σαν πανόραμα.
Ο Βόνταν
Κανείς δεν δοκίμαζε να την αποτρέψει μια τέτοια μέρα. Σήμερα έρχεται στον Απάνω Κόσμο ο Βόνταν με τ’άλογό του. Φέρνει μαζί τους όλους τους νεκρούς του κόσμου. Και αυτοί σμίγουν με τους ζωντανούς και λένε τα νέα τους, όλοι σφιχταγκαλιασμένοι. Ή πάλι δεν μιλούν, σφαγμένοι από την αγάπη.
Κανείς δεν την αποσπά από το σκοπό της μια τέτοια μέρα την Ζένια. Έχασε όλα της τα παιδιά σε εκείνο τον πόλεμο. Είδε τους ανθρώπους της να ξεμακραίνουν προς το δάσος και έπειτα κροτάλισαν τα χρόνια και σφραγίστηκαν. Όλους τους έχασε και από το λαγούμι της κοιτούσε το θάνατο που ‘χε θερίσει το σπίτι της. Μετά τον πόλεμο, την πήρανε στο μοναστήρι, μα δεν έκανε για εκείνη τη ζωή και άμα πήγε στα δεκαέξι της έφυγε να βρει την τύχη της.
Εδώ της έμελλε να κάνει οικογένεια. Μονάχη της αυτή και εκείνος μονάχος του, δεν είχαν πολλά να ζυγίσουν. Και με τον καιρό, λέει, στ’αλήθεια αγαπήθηκαν, έτσι που κάθε νύχτα εκείνη τον περιμένει χέρι χέρι με το δειλό καλοκαιράκι στην εξώπορτα.
Έπειτα έδεσε τις ζωές τους με άλλες ζωές και πήραν να ανηφορίζουν τα χρόνια. Μέχρι που φάνηκαν οι βόμβες και πέσανε όλα τα γεφύρια, όλοι οι δρόμοι κλειστήκανε. Βάλανε στο μάτι τις ζωές τους, τις πήρανε οι στρατιώτες που έφταναν σμάρια από την πλευρά του ποταμού. Όλα της τα πήρανε.
Μόνον ετούτη η μέρα της έμεινε. Τα μνήματα τα σκέπασαν τόσες καταστροφές, κανείς δεν μιλά για εκείνα τα χρόνια. Μα κάθε τέτοια μέρα ο Βόνταν λέει ο μύθος ανεβαίνει από τον κάτω κόσμο, με ή χωρίς την Περσεφόνη του και φέρνει ξοπίσω τους όλους τους νεκρούς του κόσμου. Γυρεύει να ξεδιψάσει, για αυτό η Ζένια τ’αφήνει το κιούπι με το καινούριο κρασί. Να πιεις Βόνταν μου, να πιεις αφέντη μου, μόνον φέρε μου να δω μια στάλα, τον ακριβό μου, μόνο αυτό. Και έπειτα πάρτον ξανά δικό σου Βόνταν, Βόνταν. Και ακουγόταν το όνομα σαν σπαραγμός από τη μια άκρη του χωριού ως την άλλη και έτσι όλοι γνωρίζανε πως απόψε ανεβαίνει ο Βόνταν με τ’άλογό του. Και έχει στην καρδιά του τον καημό της Ζένια και πίσω του φέρνει όλους τους νεκρούς του κόσμου. Μαζί και εκείνον, τον ακριβό της.
Η ιστορία σώπασε όταν ακούστηκε μες στη σιγαλιά τ’αλόγου η ανασεμιά.
Απόστολος Θηβαίος