Τα θαυμαστά

© Robert Frank

Μαθήματα νεοελληνικής οικονομίας

[…στο μουσικό φόντο, “Πυξ Λαξ”. “Ηλεκτρισμένα ξενυχτάδικα”, “στα κολασμένα παζάρια, οι πλούσιοι επαρχιώτες, μηχανόβιοι”. Παντού, Μάσκες ακάλυπτες…]

Τις νύχτες ονειρεύομαι. Όχι δεσποσύνες που εκλιπαρούν για την αγάπη μου, μήτε σπιτάκια με ολάνθιστες αυλές και αναρριχώμενες βουκαμβίλιες. Δεν ονειρεύομαι μια αγάπη που θα είναι αρκετή όταν θα επιστρέφω κατάκοπος από μια δουλειά που δεν αγαπώ μα την κάνω με μεράκι και στοργή αξιοπρόσεκτη. Όχι, όχι δεν ονειρεύομαι πως κάποτε οι άνθρωποι θα σκύψουν πάνω από τις λέξεις μου για να παραδεχτούν πως ανάμεσά τους κρύβεται μια όψη του κόσμου, άξια να τη θυμούνται. 

Τίποτε από όλα αυτά δεν ονειρεύομαι, μήτε που γυρεύω το μέλλον μου λαμπρό να γίνει. Μόνο να μπορέσω και εγώ να λάβω μια σπουδαία επιχορήγηση. Ίσως από τον ΟΠΕΚΕΠΕ, ίσως πάλι από κάποιον άλλο, κρατικό και ευαγή φορέα που θα προάγει την αγροτική παραγωγή και θα στέκει δίπλα στον αγρότη που παλεύει να τα φέρει βόλτα με πετρέλαια, νερά, σπορές. Αρκεί ένας κακός καιρός, μια άγρια βροχή που θα τσαλακώσει τ’άνθος και θα υπονομεύσει την σπορά. 

Θα ‘θελα να δήλωνα και εγώ μερικές, δεκάδες χιλιάδες στρέμματα από ανύπαρκτες καλλιέργειες. Να εισπράττω δίχως κόπο τα εκατομμύρια της κομισιόν που θαρρώ πως δεν έχει την παραμικρή ιδέα πού πάνε. Μερικά τριγυρίζουν στους δρόμους των Βρυξελλών μάθαμε, όμως γρήγορα οι φωτισμοί πέσανε και τα πράγματα επανήλθαν. 

Θα ‘θελα να μουν κοστουμαρισμένος στα πανηγύρια τ’Αυγούστου που κρατούν όλη νύχτα. Να λένε για μένα, “κοίτα τον αυτόν, τι πετυχημένος που γίνηκε, στα έξω και τα μέσα μια ζωή”, “να τον πάρεις αυτόν Φιλίτσα, τέτοιοι άντρες είναι σκέτη τύχη” και άλλα εγκωμιαστικά για τη ρηχή κοινωνία της νεοελληνικής δημοκρατίας μας. 

Θα ‘θελα να μπαινα μες στα καφενεία και όλους να τους κερνούσα δίχως να με νοιάζει. Επειδή, λέει θα έχω εισπράξει και με το παραπάνω χιλιάδες ευρώ, δίχως κόπο, μόνο και μόνο επειδή μεγάλωσα στον ίσκιο του κόμματος και ουδέποτε δίστασα να το στηρίξω, σε υπαίθριες διαδηλώσεις, ένας και εγώ, δίχως προσωπικότητα, ανάμεσα στους φανατικούς των μπαλκονιών που πάνε και φέρνουν την Ελλάδα από την καταστροφή ως τη μιζέρια και ξανά από την αρχή.

Θα ήθελα να ‘μουν και εγώ ένας από τα προνομιούχα κομματόσκυλα που μου κάνουν αληθινή εντύπωση. Όχι επειδή αντέχουν ακόμη, μα γιατί μια τόσο οικεία λέξη, τόσο συνηθισμένη δεν περιλαμβάνεται στους καταχωρημένους όρους του Libre Office. Θα ‘θελα μια φορά μονάχα να τέλειωνε η ξεφτίλα του δικομματισμού που κατέστρεψε τη χώρα. Θα’θελα να ‘ταν η ζωή μου κυκλωμένη από έρωτες και ανθρωπιά, τίποτε να μην την λερώνει, όπως τα έργα που ολοκληρώθηκαν σε κατάσταση ρεμούλας και ωχαδερφισμού. 

Θα ‘θελα μα ξέρω πως δεν γίνεται. Και έτσι παύω να ονειρεύομαι και λέω ΟΠΕΚΕΠΕ, όπως όλοι σε τούτο τον τόπο, συνήθισαν να λένε τέλος πάντων.

Μια ιστορία αγάπης

[…ένας έρωτας φτηνός, τρομαγμένος, λιγοστός. Και ύστερα δυο λέξεις…]

Τ’άφησε πίσω του όλα. Τα βράδια τα φλεγόμενα, τα βλέμματα τα γεμάτα με τις άφταστες υγρασίες, τις μεγάλες και ανυπέρβλητες σιωπές. Τώρα είχε βάλει τη ζωή του σε ένα πρόγραμμα. Και τα κίτρινα φώτα τίποτε δεν σήμαιναν για εκείνον, μόνο ντροπή και κάτι από πένθος στις ατμόσφαιρες. 

Επέστρεψε στη συνηθισμένη του ζωή. Δουλειά ως αργά τ’απόγευμα, έπειτα τ’αργό βάδισμα ως το σπίτι. Κανείς δεν τον περιμένει πια, μήτε που καίγεται η ψυχή του. Μόνον εδώ και λίγο καιρό νιώθει τόπους τόπους το σώμα του να πονά. Είναι μια ενόχληση διακριτική και επίμονη. Δεν έχει τρόπο να την αντιμετωπίσει, μια και ότι και αν σκέφτηκε να πράξει, κανένα αποτέλεσμα δεν έφερε. 

Τη λύση του την έδωσε ένα σύνθημα, από εκείνα τα αδέξια γραμμένα στους τοίχους παλιών, καλών σπιτιών. “Είναι η απουσία σου μια βαθιά αμυχή”, έγραφε εκείνος ο συντάκτης και ευθύς όλα εξηγήθηκαν. Οι νύχτες που δεν περνούσαν, το σφιγμένο του το πρόσωπο, η ανεπαίσθητη θλίψη δίχως αιτία στα ξαφνικά, όταν ανάμεσα στους φίλους και τους γνωστούς, οι φωνές και τα χαμόγελα σβήνονταν για να απομείνει μια άφταστη μελαγχολία. 

Ήταν η απουσία, είπε μονάχος του. 

Αργότερα επανέλαβε τα ίδια λόγια. Στην άλλη άκρη της γραμμής μόνο σιωπή. Όταν τέλειωσαν όλα, η ώρα τον είχε προσπεράσει. Μα ένιωσε που είχε περάσει εκείνος ο πόνος και είχε η θλίψη του μεταβληθεί σε μια δύναμη ανίκητη. 

Δεν πέρασε καιρός μα όλα συνοψίστηκαν μες στ’αγνά τους μάτια. Τα πάντα σημάδευε η διάρκεια, κάτι τρελά ψιθυρίσματα και οι ματωμένοι μενεξέδες στο φόντο. 

Οι Φιλενάδες των Ημερολογίων
Κατερίνα Γώγου, Μέριλιν Μονρόε
*τα ανεπανάληπτα κορίτσια

[…στο μουσικό φόντο, Pergolesi: Stabat Mater…]

Το μόνο που τις συνδέει είναι μια επισήμανση στα ημερολόγια. Και ίσως ένα άδοξο τέλος, με σπασμένα κοριτσίστικα όνειρα. Κατά τα άλλα, δεν συναντιέται ποτέ το Χόλιγουντ με την Πατησίων, παρά μόνο στα φώτα που ανάβουν τις νύχτες, στα φώτα που κρύβουν τις λεπτομέρειες και την ασχήμια. Αυτά τα δυο κορίτσια γεννήθηκαν για να υπηρετήσουν την ομορφιά. Και το κατάφεραν ώσπου σαρώθηκαν από τα φάρμακα. Άδοξες λέξεις, όπως Βουσπιρόνη, Βρωμαζεπάμη, Λοραπεζάμη σκέπασαν τα ονόματά τους. Ίσως δεν πρόλαβαν, ίσως να ήταν πολύ αθώες για να φανταστούν πως θα σαρωθούν από τις αντενδείξεις μιας δύσκολης ενηλικίωσης. 

Το μόνο που τις συνδέει είναι ένα απονενοημένο διάβημα που στέλνουν σε έναν μακρινό ή λιγότερο μακρινό παραλήπτη. Το έστειλαν και έπεσαν να πεθάνουν, βγάζοντας μερικές φωτογραφίες για το μέλλον, μερικές φωτογραφίες ανάμεσα σε παιδιά μασκαρεμένα από ψεύτικα χαμόγελα και διαψευσμένες ελπίδες. 

Αυτό ήταν όλο. Έπειτα είναι οι ιστορίες τους. Ποιήματα, σύρματα, φίλοι, ωραίοι, Αμερικάνοι Πυγμαλίων ες του περασμένου αιώνα. Δόξα και πίκρα και ακραίες στιγμές για αυτά τα τόσο σπάνια κορίτσια που πέσανε βορά σε έναν χαρισματικό αιώνα. Ο κόσμος είδε πώς καίγονται τα αγγελικά τους φτερά μα κάποιες φορές δεν μπορεί να γίνει τίποτε περισσότερο. Επειδή μες σε κάτι καρδιές παλεύουν ήλιοι και φεγγάρια, επειδή τα πιο όμορφα διαμάντια θα τα βρεις μες στις στάχτες της ζωής που καίγεται. 

Τώρα η Μέριλιν και η Κατερίνα Γώγου εισπράξανε το μερίδιο της αιωνιότητας που τους αναλογούσε. Στρίψανε στη γωνιά του χρόνου και χάθηκαν. Η ζωή που ονειρεύτηκαν δεν κατορθώθηκε ποτέ, επειδή ήταν το χάρισμα τους μαγικό και ανεπανάληπτο. Μα θα ‘ρθεί καιρός που θα δικαιωθούν, ένας καιρός που θα πιστέψει δίχως τέλος στην πιο ανείπωτη ομορφιά, αυτήν που δαπανάται μες στον κόσμο τόσο αλόγιστα.

Σορός οι κρυφές διηγήσεις, τα αφιερώματα και οι ιστορίες για τις ζωές τους. Η Κατερίνα των Αθηνών και η Μέριλιν, της πιο ανόθευτης ομορφιάς, αυθεντική ως έρωτας. Τώρα πια καταχωρήθηκαν μες στις τάξεις της απώλειας. Εμείς κρατούμε το αίσθημα από το πέρασμά τους και αρνούμαστε τις κενές αφηγήσεις, τις αδειανές φωτογραφίες.

Επειδή το να μιλάς για εκείνα που χάθηκαν αντί να τ’αγαπάς βαθιά και αδιαπραγμάτευτα όσα σημαίνουν οι άνθρωποι,  σε κάνει να πιστεύεις πως ίσως να μετριάσεις τον θάνατο. Η Μέριλιν πρόσθεσε την ομορφιά που έλειπε από την ολοκαίνουρια Ρώμη ενώ η Κατερίνα μας πήρε από το χέρι, δείχνοντας μας την Πλατεία Κοτζιά σε εποχές νεοελληνικού θριάμβου. 

Απόψε θα γελούσαν αν τάχα γίνονταν μάρτυρες των “σιροπένιων” αφιερωμάτων, έτσι όπως το ‘γραψε η Μάτση του ονείρου. Ένα άλλο θαυμάσιο και ανεπανάληπτο κορίτσι, μια ερωμένη του χρόνου.

Α.Θ