Αλέξανδρος Αδαμόπουλος | Οι ‘Πύρινες Γλώσσες’ τού Γιάννη Χρήστου στη Βαρσοβία και ο Κριστώφ Πεντερέτσκι

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ

Οι ‘Πύρινες Γλώσσες’ τού Γιάννη Χρήστου
στη Βαρσοβία και ο Κριστώφ Πεντερέτσκι.

Στις 24 Σεπτεμβρίου 1991, στο 34ο Φεστιβάλ Σύγχρονης Μουσικής στη Βαρσοβία,  με την πολύτιμη βοήθεια τότε τού μουσικολόγου Απόστολου Κώστιου οργανώσαμε και παίχτηκε το  ορατόριο του Γιάννη Χρήστου οι ‘Πύρινες γλώσσες’, με την Ορχήστρα τής Σιλεσίας, σολίστες τη Μαρκέλλα Χατζιάννο τον Σπύρο Σακκά και τον Βαγγέλη Χατζησίμο, υπό τη διεύθυνση του Πολωνού μαέστρου Jerzy Svoboda. Με είχαν καλέσει, ήμουν παρών και ξέρω από πρώτο χέρι τι εξαιρετικήν εντύπωση άφησε στο κοινό το έργο αυτό. Έδωσε τον τόνο και ο πολύς Κριστώφ Πεντερέτσκι, ο οποίος όχι μόνον ήρθε εκείνο το βράδυ στη συναυλία, και μάλιστα κάθισε ακριβώς δίπλα μου, μα στο τέλος σηκώθηκε απ’ τη θέση του και χειροκροτούσε ενθουσιασμένος. Δεν υπερβάλλω καθόλου· απλώς κυριολεκτώ: Οι ευγενείς Πολωνοί -που μού έκανε εξαιρετικά θετική εντύπωση πόσο πολύ σέβονται τους δημιουργούς και ό,τι έχει σχέση με θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας- θεωρώντας με κατά κάποιο τρόπο ως εκπρόσωπο τού συνθέτη, μ’ έβαλαν να καθίσω στην τιμητική θέση· εκεί δηλαδή όπου θα καθόταν ο ίδιος ο δημιουργός αν ζούσε. 

Ο Πεντερέτσκι ήρθε λίγο πριν αρχίσει η συναυλία και τον οδήγησαν ακριβώς στη διπλανή θέση από εκεί όπου καθόμουν κι εγώ. 

Η παρουσία του και μόνο εκεί, ήταν κάτι πολύ σημαντικό, μιας και ήταν ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο για την Πολωνία, που τότε μάλιστα βγήκε απ’ το κομμουνιστικό καθεστώς με το οποίο εκείνος δεν συμφώνησε ποτέ. 

Ήταν φυσικό λοιπόν, μόλις εμφανίστηκε στην είσοδο τής μεγάλης αίθουσας ν’ ακουστεί ένα σούσουρο κι όλοι να στραφούν καρφώνοντας το βλέμμα πάνω του. Κάποιοι νεαροί έσπευσαν να του ζητήσουν αυτόγραφο. Αρνήθηκε ευγενικά και άφησε να τον οδηγήσουν στη θέση του. Ήταν όντως πολύ μεγάλη ευκαιρία να μπορώ να μιλήσω μαζί του· έτσι που βρεθήκαμε καθισμένοι δίπλα-δίπλα, μαζί με την κομψή σύζυγό του που διακριτικά μας παρακολουθούσε χαμογελώντας. Κι αφού αμέσως του  εξήγησα γιατί βρισκόμουν εκεί, ως εκπρόσωπος της ‘Εταιρείας φίλων μουσικής του Γιάννη Χρήστου’ και ξεκαθάρισα πως δεν ήμουν μουσικός, κριτικός, ιμπρεσάριος, ούτε τίποτε απ’ όλ’ αυτά, κατάλαβε και γρήγορα έγινε πολύ απλός και φιλικός: 

Όχι, δεν είχε τύχει να συναντήσει ποτέ προσωπικά τον Γιάννη Χρήστου. Ήξερε όμως την ύπαρξή του και είχε ακούσει την ‘Εναντιοδρομία’… Δυσκολεύτηκε πολύ να το προφέρει αυτό –“…E-nan-di-o-dro-mi-a… Too many syllables!”– μα τελικά τα κατάφερε γελώντας και προσθέτοντας πως το έργο εκείνο τού άρεσε. Ρώτησε αν ο Χρήστου ήταν καθολικός· αφού είχε γράψει μία ‘Λατινική’ λειτουργία. Όχι· ήταν Ορθόδοξος, τού απάντησα· αλλά στο θέμα τής Πεντηκοστής και τής Επιφοίτησης δεν υπάρχει νομίζω κάποια σοβαρή απόκλιση μεταξύ των δύο δογμάτων. Έχει παιχτεί το ορατόριο ‘Πύρινες γλώσσες’ σε κάποια εκκλησία σας; Όχι, διότι στις εκκλησίες μας, δεν γίνονται μουσικές εκδηλώσεις, έστω και θρησκευτικού περιεχομένου. Η Λειτουργία στις Ορθόδοξες εκκλησίες σας, γίνεται στα Λατινικά ή μεταφρασμένη στα νέα Ελληνικά; Γέλασα: Στα Λατινικά, όχι βέβαια, από πού κι ως πού· μα ούτε και στα νέα Ελληνικά. Τότε; Η Λειτουργία στις εκκλησίες μας γίνεται στην πρωτότυπη γλώσσα των Ευαγγελίων, τα οποία είναι γραμμένα στα αρχαία Ελληνικά· στη λεγόμενη κοινή. Εκεί πραγματικά τα ’χασε: “Even now?” και ποιος τα διαβάζει, ποιος τα καταλαβαίνει τώρα όλ’ αυτά; Βεβαίως· ακόμη και τώρα οι ιερείς ξέρουν να διαβάζουν το πρωτότυπο και να ψέλνουν τους ίδιους βυζαντινούς ύμνους από αιώνων, μα και το ποίμνιο όλο και κάτι νιώθει, όλο και κάτι καταλαβαίνει, μιας και τελικά είναι η ίδια γλώσσα· δεν είναι δα και τόσο διαφορετική από τότε. Εντυπωσιάστηκε, κοιτώντας με σκεφτικός πίσω απ’ τα χοντρά γυαλιά του· μα τα φώτα έσβησαν και άρχισε το έργο. Βλέποντάς τον λίγο μετά κάτι να ψάχνει και να προσπαθεί να διαβάσει στο πρόγραμμα μέσα στο μισοσκόταδο, έγειρα προς το μέρος του και τού ψιθύρισα: “1964…”. “Really?” γυρνάει και μού λέει λιγάκι ξαφνιασμένος. Ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για την χρονολογία συνθέσεως τού έργου, διότι ο ίδιος ολοκλήρωσε τα ‘Πάθη κατά Λουκάν’ το 1966!

Όταν τέλειωσε το έργο σηκώθηκε αμέσως, χειροκροτώντας όρθιος. Πιστεύω πως ήταν ειλικρινής, γιατί δεν νομίζω πως είχε κανέναν λόγο να δείξει τόσο φανερά κάτι που δεν ένιωθε. Με αφορμή δε το κείμενο που χρησιμοποιείται στις ‘Πύρινες γλώσσες’ και τη γλώσσα των Ευαγγελίων άρχισε πάλι να με ρωτά διάφορα για τη Βυζαντινή μουσική μα και για το Αρχαίο Ελληνικό δράμα: Τού φαινόταν υπέροχη μα κι εντελώς αδιανόητη η αδιάκοπη συνέχεια τής ελληνικής γλώσσας που είναι ακόμα και τώρα ζωντανή και μπορεί καθένας ν’ ακούσει τον ίδιον Ύμνο με τα ίδια ακριβώς λόγια· όπως πριν 4, 5, 10 αιώνες… Όσο για την Επίδαυρο -όχι ως μουσειακό χώρο μα ως σύγχρονο λειτουργικό θέατρο που μπορεί να δεχτεί χιλιάδες θεατές κάθε χρόνο- τα είχε λιγάκι χαμένα συνειδητοποιώντας ξαφνικά πως καθένας μπορεί να παρακολουθήσει την ίδια αρχαία τραγωδία καθισμένος στις ίδιες ακριβώς κερκίδες, 25 αιώνες μετά… 

Ξαναγυρνώντας στις μέρες μας, κάποια στιγμή είπαμε και για το Μέγαρο Μουσικής που εκείνη την εποχή άρχισε να λειτουργεί και ήταν, επιτέλους, κάτι απ’ τη σύγχρονη Ελλάδα που μπορούσε να αναφερθεί θετικά.

 Το πιο δύσκολο όμως για μένα ήταν μετά τη συναυλία· όταν ήθελε να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας στο φουαγιέ όπου με ρωτούσε με πραγματικό ενδιαφέρον τα πάντα για τον Γιάννη Χρήστου, εστιάζοντας κυρίως και ρωτώντας κάθε τόσο πού θα μπορούσε να βρει να μελετήσει παρτιτούρες έργων του, ηχογραφήσεις, δίσκους, κασέτες, βιβλία. Ήταν πραγματικό μαρτύριο: Όλος ο κόσμος γύρω μας σε διακριτική απόσταση κοιτούσε τον μέγα και τρανό Πεντερέτσκι να συζητά συνέχεια μαζί μου· έναν άγνωστο νεαρό που κανείς δεν τον ήξερε. Κι εγώ ο δυστυχής· να προσπαθώ να τού πω τι; Να τού έλεγα πως δεν υπήρχε σχεδόν κανένας δίσκος τότε; Να τού έλεγα πως δεν είχαν εκδοθεί οι παρτιτούρες όλων των έργων; Να τού έλεγα πως όλα αυτά που εκείνος θεωρούσε εντελώς αυτονόητα τότε· απλά και μόνο σ’ εμάς δεν υπήρχανε διόλου; Και πως εμείς, ό,τι κάναμε προσπαθούσαμε να το κάνουμε με το τίποτε· μ’ εντελώς πενιχρά μέσα και χωρίς απολύτως καμία κρατική υποστήριξη; Να τού έλεγα άραγε πως ακόμη και τις παρτιτούρες για τις ‘Πύρινες γλώσσες’ τις είχα φωτοτυπήσει στο φωτοτυπείο τής γειτονιάς και είχαν ταξιδέψει μέσα σε χαρτόκουτα όπου είχα γράψει εγώ ο ίδιος με χοντρό μαύρο μαρκαδόρο: «ATTENTION! Music score»; Ασφαλώς και δεν θα με πίστευε. Οπότε συζητώντας αρκετή ώρα δυο μας, ξεγλιστρούσα όσο πιο διπλωματικά γινόταν και του υποσχέθηκα ευγενικά πως σε πρώτη ευκαιρία θα τού έστελνα ό,τι μπορούσα. ‘Θα περιμένω μετά χαράς να έχω νέα σας το ταχύτερο’, μού είπε πολύ εγκάρδια, και μού έδωσε τη διεύθυνση 

και το τηλέφωνό του στην Κρακοβία, που δυστυχώς δεν χρησιμοποίησα ποτέ, μιας και για πολλά χρόνια δεν είχα τίποτε καινούργιο να του στείλω…    

Αθήνα 8 Ιανουαρίου 2024
© Αλέξανδρος Αδαμόπουλος

alexadam48@hotmail.com

*   *   *

 

Ο συγγραφέας Αλέξανδρος Αδαμόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Νομικά στο ΕΚΠ, σκηνοθεσία και κλασική κιθάρα στην Αθήνα και παρακολούθησε μεταπτυχιακά –Sociologie Politique– στη Σορβόννη. Υπήρξε ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος τής μη κερδοσκοπικής ‘Εταιρείας Φίλων Μουσικής Γιάννη Χρήστου’, με σκοπό τη διάσωση και διάδοση τού έργου τού συνθέτη. Εργάστηκε στο Μουσείο Ελληνικών Μουσικών Λαϊκών Οργάνων, από την ίδρυσή του, ως γενικός γραμματέας και ως πρόεδρος τού σωματείου των ‘Φίλων’. Διετέλεσε μέλος και γενικός γραμματέας τού διοικητικού συμβουλίου τού Εθνικού Θεάτρου. Συνεργάστηκε με την Ε.Ρ.Τ, το Γ΄ πρόγραμμα, το Θέατρο Τέχνης, το Κ.Θ.Β.Ε, την Ε.Λ.Σ, το Εθνικό Θέατρο, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Βόλου, Β. Αιγαίου και Ιωαννίνων, με το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, το χοροθέατρο ‘Ροές’, καθώς και με το Φεστιβάλ Αθηνών, το Υπ. Πολιτισμού, το Μέγαρο Μουσικής, το Künstlerhaus Bethanien Berlin, το Warsaw International Festival ’91, την Norddeutscher Rundfunk Hamburg, το Indira Gandhi International Center for the Arts, την National Academy of Letters N.Delhi, την Frankfurter Buchmesse και το Boğaziçi University Istanbul· όπου εκλήθη και εδίδαξε δυο χρονιές ως επισκέπτης καθηγητής.
Οι συλλογές διηγημάτων του «Δώδεκα και ένα ψέματα» και «Ψέματα πάλι» κυκλοφόρησαν στη Γαλλία Γερμανία Ολλανδία Τουρκία και Ινδία. Το θεατρικό του «Ο Σιμιγδαλένιος» ανέβηκε σε περισσότερες από ογδόντα πέντε διαφορετικές παραγωγές (στο Εθνικό Θέατρο, στο Κ.Θ.Β.Ε, σε πολλά ΔΗΠΕΘΕ κ.α.) παρουσιάστηκε αγγλικά στο Wesley College τής Μελβούρνης και τουρκικά στο Κρατικό Şehir Tiyatro τής Κωνσταντινουπόλεως.
Άλλα έργα: «Το τσιγάρο και η γιόγκα», «Οχιναιλέγοντας», «Ίναχος ο γιός τού Ωκεανού», «Τα όχι τού ΝΑΙ», «Οι Δαιμονισμένοι», «Auguste Rodin Διαθήκη», «Ο Αδάμ και το μήλο», «Ο κύκλος που δεν κλείνει».