Μαρίλια Γιακουμή | Ανθίζεις

© Eugène Atget

Ξυπνάς μια μέρα και δεν μπορείς να αναπνεύσεις, ο πόνος στο θώρακα σε διαπερνά και δεν μπορείς να σκεφτείς καθαρά. Τι έγινε και πότε; Ιδρώνεις, ξεϊδρώνεις, πονάς, φοβάσαι, προσπαθείς να αναπνεύσεις και να ηρεμήσεις. Προσπαθείς να επανέλθεις. Να βρεις τον τρόπο και από τον βυθό, να εκτοξευτείς και να αναδυθείς.
Θυμάμαι παλιά, όταν ήμασταν μικρά, θέλαμε να μεγαλώσουμε, να ανεξαρτητοποιηθούμε, να ζούμε ελεύθερα. Kαι μεγαλώσαμε. Κάθε βράδυ όμως αγκαλιάζω την παιδική μου κουβέρτα και προσπαθώ να χωρέσω ξανά, να τυλιχτώ και να ζεσταθεί το σώμα μου αλλά πολύ περισσότερο το μυαλό μου. Ποτέ δεν με ενδιέφερε να μεγαλώσω και σε ενοχλούσε. Δεν ονειρευόμουν παιδιά, ούτε να μεγαλώσω, ούτε χλίδες. Ονειρευόμουν να ζω στην ομορφιά, να αναπνέω βαθιά και να με λούζει το φως μέσα κι έξω. Όσο μεγάλωνα όμως, τόσο πιο δύσκολο ήταν. Σ έναν κόσμο τόσο βίαιο, τόσο ψεύτικο το να ονειρεύεσαι το φως είναι πράξη επαναστατική.
Υπάρχουν μέρες που παλεύεις να βρεις έστω και μια ακτίνα, να σε φωτίσει, να σε ζεστάνει. Αδύνατον. Μαθαίνεις να λες «είναι απλά μια κακή μέρα» και καταστρώνεις τρόπους ανασύνταξης. Υπάρχουν πάλι μέρες που δεν είναι κακές, είναι άθλιες, είναι άδικες. Θες να ουρλιάξεις, να τρέξεις να εκτονωθείς και η μαγική σου φράση δεν πιάνει πια. Γιατί η αθλιότητα δεν ήταν απλά θέμα συγκυριών, είναι θέμα απανθρωπιάς, βίας, φόβου.
Γι΄αυτές τις μέρες πρέπει να βρεις άλλο τέχνασμα.
Γι αυτές τις μέρες, είπες, δεν υπάρχουν λόγια.
Έτοιμος να αφεθείς σε μια γνώριμη αλλά αφιλόξενη άβυσσο, θυμάσαι. Θυμάσαι πως πάντα η αγάπη νικάει. Η ομορφιά, η αλήθεια, το φως νικάνε. Για κάθε απάνθρωπη πράξη, δεκάδες ανθρωπένιες θα ισιώσουν λίγο αυτό το δύσβατο δρόμο. Ο κόσμος δεν είναι ιδανικά πλασμένος. Συχνά δεν είναι καν υποφερτός. Εσύ όμως ξέρεις πως το φως μπαίνει από παντού. Από ένα ζεστό χαμόγελο, μια αγκαλιά δίχως ταμπέλες και πρέπει, μια σιωπή που λέει τα πάντα, από ένα ειλικρινές «είμαι εδώ» ή «θα κάνω ότι μπορώ».
Και τελικά συνειδητοποιείς, πως για όλες τις φορές που ο πόνος, η αδικία, το παράπονο σε κατέβαλαν, το σκοτάδι πήρε λίγο ακόμη χώρο. Μέσα σου και έξω σου.
Για κάθε παρόν που έδωσες νοερά ή φυσικά, με πράξεις και με λόγια, έβαλες ένα φωτάκι ακόμα. Και το σκοτάδι, να ξέρεις, φοβάται το φως, όπως τα τέρατα των παραμυθιών φοβούνταν το φως της μέρας. Για κάθε δράση ειλικρινή και ξέχειλη από νοιάξιμο, το μαύρο στο μυαλό σου μειώνεται μέχρι που κάποια στιγμή θα γίνει μια κουκίδα, να σου θυμίζει τι πέρασες και τι νίκησες. Για κάθε πόνο που μετουσιώνεται σε αγάπη, ο κόσμος μεγαλώνει λίγο παραπάνω. Για κάθε φορά που συνειδητοποίησες ότι δεν ζεις μόνο για σένα, τα μάτια σου είδαν χιλιάδες νέες εικόνες και η καρδία σου γέμισε από χιλιάδες νέα συναισθήματα.
Και αν πράγματι δεν είναι εφικτό αυτό κάθε φορά , ξέρεις τουλάχιστον που να κοιτάς. Αν στο σταυροδρόμι σου, από τη μία είναι θάλασσα και από την άλλη ο σκουπιδότοπος έσυ ξέρεις ότι επιλέγεις τη θάλασσα. Άλλες μέρες πιο εύκολα και άλλες όχι τόσο εύκολα. Αλλά πάντα στο τέλος θα διαλέγεις τη θάλασσα.


Η Μαρίλια Γιακουμή είναι γεννημένη το 1992 και έχει σπουδάσει Φιλολογία στο ΕΚΠΑ, ενώ έχει πραγματοποιήσει σπουδές και στην Ειδική Αγωγή και την Ψυχολογία. Παράλληλα, ασχολείται με τη συγγραφή παραμυθιών και διηγημάτων. Έχει εκδώσει το παιδικό παραμύθι «Όνειρα που ξεχειλίζουν καραμέλα» από τις εκδόσεις Λυκόφως, ενώ διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε διαδικτυακά και εντυπα περιοδικά όπως στη LIFO, στο Μονοκλ, στις Στάχτες, στο psychologynow και στο βιβλιονετ. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός παιδιών τυπικής και μη τυπικής ανάπτυξης και είναι εθελόντρια στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό «Ανέλιξη».