«Η ανάσα των δίπλα» (Εκδόσεις Το Ροδακιό) – έγκλημα και βία

Γράφει ο Αναστάσης Πισσούριος

Μια συλλογή διηγημάτων θα μπορούσε να περιλαμβάνει μια κατάθεση υπαρξιακών ανησυχιών ή και μια προσωπική εκτίμηση για ό,τι απασχολεί τον συγγραφέα. Επίσης, θα μπορούσε και να εγγράφεται στην εκάστοτε συλλογή η ψυχολογική ανάγκη του δημιουργού να εκφράσει τις απόψεις του. Μια τέτοια είδους όμως εμποτισμένη λογοτεχνική παραγωγή θα συνιστούσε μάλλον για τον κριτικό μια εύκολη διαδικασία αποκρυπτογράφησης. Η ανάλυση δηλαδή θα λάμβανε τη μορφή εικασιών και υποθέσεων λόγω μάλλον των άγνωστων προθέσεων και της ψυχολογικής κατάστασης του δημιουργού. Απεναντίας, η συλλογή «Η ανάσα των δίπλα» υπερβαίνει την αποκλειστικότητα της προσωπικής κατάθεσης του δημιουργού με αποτέλεσμα το έργο στο σύνολό του να υπερβαίνει ακόμα και τον ίδιο τον δημιουργό. Συγκεκριμένα, η προσωποκεντρική μαρτυρία στα διηγήματα είναι απούσα ή λειτουργεί καλά κρυμμένη ως προσωπείο χωρίς να γίνεται αντιληπτό από τον αναγνώστη. Ο Αντώνης Γεωργίου με τη λεπτότητα του λόγου που διαθέτει δεν εκμυστηρεύεται μάλλον κανένα μυστικό κι ούτε διατυμπανίζει κανένα ιδιόλεκτο λόγο για μια λογοτεχνική ασφάλεια. Κατά συνέπεια, δεν δύναται να λυτρώνεται ως συγγραφέας με μια τέτοιου είδους γραφή. Αντιθέτως, καταφέρνει ν’ αντλεί από την τέχνη την αλήθεια της και να την παραδίδει μαχόμενη στον αναγνώστη. 

Τα διηγήματα στη συλλογή κινούνται κυριολεκτικά ως μια ανάσα. Η απουσία των παύσεων – τουλάχιστον σε συμβολικό επίπεδο – μας υπενθυμίζει συνεχώς ότι η «ανάσα» κινδυνεύει. Η γραφή του Γεωργίου επιτάσσει την αλήθεια να φανερώνεται στη σκληρότητά της. Κάθε διήγημα συγκροτεί μια σπονδυλωτή αφήγηση μ’ εντασιακές αυξομειώσεις χωρίς να διακρίνεται μια επιτηδευμένη συγκλονιστική κορύφωση. Αυτό βοηθά προφανώς να τεθεί η σκληρότητα ενός γεγονότος μέσα στην ιστορική του αλήθεια εκφράζοντας εκεί κι όπου απαιτείται μια πολιτική οντολογία. Η συλλογή εισάγει τον αναγνώστη στη βία και στο έγκλημα – όχι ως μια ψυχαναγκαστική νεύρωση – αλλά ως μια τομή της πολιτικής ιστορίας μιας χώρας και δη της συλλογικής συνείδησης που κουβαλά. Στη γραφή του Γεωργίου δεν υπάρχει η καθαρότητα της ηθικής πράξης ούτε κάποια a priori ηθική αυτουργία. Δυστυχώς, τα διηγήματα στο σύνολό τους δεν μας ρίχνουν λέμβους σωτηρίας. Οι πράξεις των ηρώων στα διηγήματα παραβιάζουν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο αρχικά την υπόσταση του ηθικού νόμου εισχωρώντας ή μάλλον εισβάλλοντας στον χώρο της συλλογικής συνείδησης. Τα θύματα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο δεν δικαιώνονται γιατί απλά δεν έχουν δικαιωθεί τ’ άλλα τόσα θύματα στην πραγματικότητα. Ο Γεωργίου με άλλα λόγια δεν στέκεται στο τραύμα σαν μια ζώνη ασφαλείας καταγγελτικού τύπου. Η γλώσσα του είναι τόσο οικεία στον βαθμό που μας είναι απολύτως ξένη.

Δείγμα γραφής:

Ο Σταυρός

 
«… σὰν χαμένη ἡ δεύτερη Τουρκάλα, τρεκλίζοντας, ψελλίζοντας συνέχεια στὴ γλώσσα της προσευχές, βρισιές, κατάρες, ποιος ξέρει, τοὺς ὁδήγησε σὲ κάτι σπηλιὲς πίσω ἀπὸ ψηλοὺς
βράχους, ἔδειξε μιὰ εἴσοδο, δὲν μπῆκαν μέσα, μπορεῖ νὰ ἦταν παγίδα, τὴν ὑποχρέωσαν νὰ τοὺς φωνάξει, σὰν ὑπνωτισμένη ἄρχισε νὰ καλεῖ, ὁρισμένα μικρὰ παιδιὰ βγῆκαν πρῶτα,
φωνάζοντας «nene, büyükannem», μόλις τὰ εἶδε ἐκείνη λιποθύμησε, ὅταν ἄκουσαν τὰ μωρά τους νὰ οὐρλιάζουν ξεπρόβαλαν ἀπὸ τὴ σπηλιὰ οἱ μανάδες τους ἀλαφιασμένες,
ἀκολούθησαν οἱ ἡλικιωμένοι, πῆγαν καὶ σ᾽ ἄλλες σπηλιές, μὲ τὴν ἀπειλὴ τῶν ὅπλων ἀνάγκαζαν ὁρισμένους νὰ καλοῦν ὅσους κρύβονταν νὰ βγοῦν, κάπου ἔπιασε κάπου ὄχι, μάζεψαν
ἀρκετὰ γυναικόπαιδα καὶ γέρους, τοὺς ἔδεσαν πισθάγκωνα βίασαν ὁρισμένες ἀπὸ τὶς γυναῖκες, κι ἐκεῖνος μαζί, ἔπρεπε νὰ πάρουν ἐκδίκηση, «ἐκάμαν μας τόσα», τῆς ἔλεγε συνέχεια, «οἱ Τοῦρτζοι ἔννεν᾽ ἄθρωποι, ἀτιμάσαν τόσες τζαί τόσες δικές μας» – ἦταν περίεργο ἀλλὰ ὅσο περισσότερο ἐκεῖνες φώναζαν τόσο καύλωναν-…»