Γεώργιος Κρεοπώλης | Υφασμάτινο Ημερολόγιο 

© Bernard Plossu

6 Σεπτεμβρίου 

Όταν βγήκες από το διαμέρισμα μου, εκείνο ούρλιαζε ακαταστασία. Αλλά ήταν μόνο όταν έκλεισα τη πόρτα πίσω σου που μου δόθηκε ο χρόνος να κατανοήσω τον όγκο της ζημιάς που είχες προκαλέσει…Στην αρχή λύγισα τα γόνατα σέρνοντας τη πλάτη μου στη ξύλινη επένδυση της πόρτας, χάνοντας αργά ύψος, και τελικά κάθισα με τη πλάτη κόντρα σε αυτή, κάτω στο πάτωμα. Δεν έχω ξαναδεί το σπίτι μου τόσο ακατάστατο.

~.~

13 Ιουλίου 

-Χθες ξύπνησα με γρατζουνιές στα πλευρά και το στήθος: τριμμένο δέρμα, φθαρμένο και νεκρό πάνω στο σεντόνι μας…άλλος ένας κακός ύπνος, μια χαμένη προσπάθεια να ηρεμήσω από αυτή την άσκοπη ονειροπόληση-

~.~

Πιστεύω πως όταν σου πρώτο άνοιξα τη πόρτα μου, τα είχα όλα σχεδόν τακτοποιημένα και καθαρά. Διεξοδικά ταξινομημένα στη θέση τους. Σε φιλοξένησα στους απλούς χώρους του σπιτιού μου δείχνοντας σου με περηφάνια τη κάθε προσεκτικά διακοσμημένη γωνία• εξηγώντας σου το κάθε μου προσωπικό επεισόδιο μέσα σε αυτά τα λίγα τετραγωνικά μέτρα. Και πριν το καταλάβω, κάποιος γοητεύτηκε από τις ιστορίες μου, από το μεράκι μου και την επικρατούσα τάξη. Πριν το καταλάβω απέκτησα ένα άτομο που ήθελε να συγκατοικήσει μαζί μου. Επιτέλους, ξανα.

Η παρουσία σου μέσα στο μικρό μου διαμέρισμα ήταν σαφώς συνοδευμένη με μια κάποια ταραχή. Όχι απαραίτητα δυσάρεστη, κάπως αναζωογονητική. Στην αρχή τουλάχιστον. Είχα ξεχάσει την υφή αυτής της ταραχής…πόσος καιρός είχε περάσει από τη τελευταία μου συγκατοίκηση;

Στριμώχθηκαν δυο παρουσίες σε ένα μικρό, ντροπαλό…καθαρό διαμέρισμα και ξαφνικά τα κεράσια του πρωινού μας απέκτησαν πιο έντονη γεύση. Γεύση που έτσουζε τις θηλές της γλώσσας και ανάγκαζε τα μάγουλα να σουφρώσουν. 

~.~

21 Ιουλίου

-Οι γρατζουνιές, ίδιες σε μορφή, βάθος, και πόνο εμφανίστηκαν αυτό το πρωί και στο λαιμό μου. Στο λαιμό, εκεί που ακουμπούσα χθες το βράδυ το σεντόνι μου. Τις παρατήρησα σκουπίζοντας τη περιοχή, αφότου έριξα λίγο νερό στο πρόσωπο μου για να φύγει το αποτύπωμα της αϋπνίας. Είχε δροσιά χθες εδώ-

~.~

Η αλήθεια είναι πως δεν θυμάμαι πότε ξεκίνησε αυτή η παρουσία σου να συσσωρεύει σκόνη στα ράφια μου και να μουχλιάζει τις γωνιές του ταβανιού. Πρέπει να ήταν τότε μάλιστα που αγνοούσα και τα άπλυτα ρούχα σου σε κάθε ελεύθερη επιφάνεια: στο τραπέζι, στη καρέκλα του γραφείου, στο κρεβάτι. Τα πράγματα σου άτακτα τοποθετημένα στα ράφια και τα ντουλάπια, και τα βρώμικα πιάτα στο νεροχύτη. Όλα αυτά ενόσω σταδιακά ξεκίνησες να περνάς όλο και λιγότερο το κατώφλι της πόρτας μου. Δεν μπορούσα να συνδέσω τα γεγονότα τότε• τόσα ήξερα, τόσα συμπέρανα και τόσα έπραττα…καθάριζα και τακτοποιούσα με την ελπίδα ότι τίποτα δεν θα επαναληφθεί. Έτσι μου έλεγες άλλωστε…

~.~

22 Ιουλίου

-…Νομίζω όμως πως το σεντόνι μας δεν με ζεσταίνει καθόλου πλέον. Εκείνη η βραδιά δροσιάς εδώ με κρύωσε αναπάντεχα, ακόμα και αν το σκεπάστηκα. Τώρα η μύτη μου τρέχει τις πρώτες ώρες των πρωινών, φτερνίζομαι συχνά και δυσκολεύομαι να καταπιώ…-

~.~

Μου έλεγες ότι θα περάσουμε τη νύχτα μαζί, ότι θα με βοηθήσεις στο καθάρισμα και στα ψώνια. Ότι θα ξεκινήσεις να τακτοποιείς τα πράγματα σου πιο συχνά και, κυρίως, ότι λατρεύεις το σπίτι μου όσο κανένα άλλο. Ότι μεταξύ όλων των σπιτιών, αυτό ζεσταίνει τους ιστούς της καρδιάς σου, αυτό σε ηρεμεί και σε γεμίζει. Γι’ αυτό άλλωστε το διάλεξες. Γι’ αυτό με διάλεξες. 

Με καθησύχαζες κάθε φορά που έβγαζα τον εαυτό μου τρελό που ανησυχούσε…ανησυχούσε στη θέα της ίδιας μούχλας ξανά και ξανά, στην εικόνα των άπλυτών σου δίπλα στο πλυντήριο, στο πάτωμα. Στην εικόνα όσων πίστευα ότι δεν θα επαναλαμβάνονταν. Στη σκέψη ότι τα κεράσια ίσως παλινδρομήσουν στη παλιά τους κοινότυπη γεύση.

~.~

7 Αυγούστου 

-Δεν άγγιξα το στρώμα μου απόψε ούτε και το καταραμένο το σεντόνι. Μένω ξύπνιος και επιτρέπω στις πληγές μου να επουλωθούν…στο κορμό, στα δάχτυλα, στα χείλη. Στα μάγουλα, στα αυτιά ακόμη…γαμωτο! Δεν μπορώ να καταπιώ-

~.~

Εκείνη τη μέρα είχες κλείσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι από τότε που εμφανίστηκες τελευταία φορά στο σπίτι μου. Παρόλα αυτά, τα πράγματα σου -λίγα μεν- ήταν ακόμα εκεί. Τα είχα όλα μαζεμένα και πλυμένα και τακτοποιημένα πάνω στη καρέκλα που έτρωγες πρωινό. Γύρω της, επικρατούσε το προσωπικό μου χάος. Η δίκη μου ακαταστασία. Ύστερα από πολύ καιρό συνειδητοποίησα ότι τότε με ένοιαζε περισσότερο να μην σκονιστεί η καρέκλα εκείνη από το να ξανά καθαρίσω τη μούχλα που προκάλεσες. 

Και σε περίμενα…σε περίμεναν και τα πράγματα. Σε περίμενε το σπίτι…μας;

~.~

10 Αυγούστου 

-…ο ύπνος θα βοηθούσε βέβαια στην επούλωση. Μα κάθε φορά που ξυπνάω από τον σύντομο ύπνο μου πάνω στο σεντόνι, το βρίσκω όλο και πιο δύσκολο να σηκωθώ όρθιος. Οι γρατζουνιές πολλαπλασιάζονται νύχτα με τη νύχτα και η κάθε κίνηση με κάνει να νιώθω σα να βουτάω σε ωκεανό με καρφίτσες…θα πιω λίγο νερό, αυτός ο κόμπος στο λαιμό με πεθαίνει και η αϋπνία χαστουκίζει αλύπητα. Γαμωτο, δεν μπορώ να καταπιώ!-

~.~

 Και ξαφνικά εμφανίστηκες ξανά στη πόρτα μου. Σου έδειξα νευριασμένος τη τσαλακωμένη λίστα του σούπερ μάρκετ και το ματωμένο σεντόνι που για ένα ολόκληρο καλοκαίρι με υποδεχόταν μόνο μου, πάντα με την απορία για το ποιο σπίτι μπορεί τώρα να σε στεγάζει…εσύ απάντησες με οργή και όλα σε μια συνθήκη θυματοποίησης. Άρπαξες τα τακτοποιημένα κι έτοιμα πράγματα σου κι έφυγες. Δεν υπολόγισες το σπίτι, τις νύχτες μας μαζί, το σεντόνι…τη φιλοξενία μου, τα κεράσια, εμένα. 

Ακόμα και τότε είχα την εντύπωση πως το σπίτι μου ήταν τακτοποιημένο. Μόλις όμως έκλεισες τη πόρτα, τη συνειδητοποίησα. Την προσωπική μου κατάντια. Αυτά που δεν καθάριζα από άγνοια και αφέλεια. Όταν βγήκες, λοιπόν, από το διαμέρισμα μου εκείνο ούρλιαζε ακαταστασία. 

~.~

16 Αυγούστου

-…και τις νύχτες που το μελτέμι θα γλυκαίνει τα ζεσταμένα θερμόμετρα; Θα σκεπαστώ με το σεντόνι μας αγνοώντας τον πόνο; Αν το τυλιχτώ θα αιμορραγήσω για τελευταία φορά. Είναι τρομακτικό, δεν θα είναι πάντα καλοκαίρι. Ο λαιμός μου με γαργαλάει εσωτερικά και η κάθε κίνηση μου γίνεται όλο και πιο βαριά. Είναι πλέον ενοχλητικό: δεν μπορώ να καταπιώ, να φάω με ηρεμία.-

~.~

Από τότε που κατάφερα να βάλω σε τάξη πάλι το σπίτι μου, έχω κλειδώσει τη πόρτα διπλά. Δυσκολεύομαι να περπατήσω στο πάτωμα, δεν θέλω να λερωθεί τίποτα. Δεν θέλω κανείς να προκαλέσει ζημιές ή να φέρει την ακαταστασία ξανά. Ούτε καν εγώ. Ακόμα και έτσι, όμως, πιστεύω ακόμη πως δεν είναι όλα κάπως τακτοποιημένα, καθαρά…στη θέση τους. 

Δεν έχω αφήσει κάποιο πρόσωπο να μπει. Θα μου πάρει πολύ καιρο.

Μερικές φορές, σκέφτομαι τις ωραίες στιγμές στη σύντομη συγκατοίκηση μας. Υπήρχαν και αυτές φυσικά. Εκείνο το τραπέζι για το πρωινό μας, το μπαλκόνι με τη μουσική και τα λαμπακια, εκείνο το σεντόνι, εμποτισμένο με το άρωμα σου. Μοιραστήκαμε κάμποσες κοινές νύχτες πάνω του πριν εξαφανιστείς και αρχίσω να πληγώνομαι από τις πτυχώσεις του. Το έχω πλύνει αρκετές φορές. Δεν φαίνεται να φεύγεις ποτέ από πάνω του.

 Συχνά το κλέβω από τη μπουγάδα και το φοράω γύρω από τη πλάτη αδιάκριτα, αφήνοντας το να σέρνεται από πίσω μου σαν αχρείαστη μπερτα. Εκείνο ξεσκίζει το δέρμα μου, αφήνοντας γρατζουνιές πάνω στη ταλαιπωρημένη σάρκα. Ακουμπάει το πάτωμα και χαράσσει πλάκες πεζοδρομίου και άσφαλτο λες και είναι πλάκες βουτύρου. Κατεβαίνω στους δρόμους και περπατάω ανάμεσα σε ανθρώπους που αδιαφορούν: αδιαφορούν για το αν αιμορραγώ ή για το κατεστραμμένο οδόστρωμα…

Όταν περπατάω έξω, κουκουλωμένος με εσένα, και το αίμα μου γαργαλάει το δέρμα νιώθω οργή. Ποσό εύκολα μπόρεσες να βρεις καινούργιο στρώμα, ένα καινούργιο διαμέρισμα να εναποθέσεις τα άπλυτα σου ρούχα και -ίσως- έναν ακόμη αθώο να ραγίσεις. 

Αγαπούσα τις νύχτες γιατί με οδηγούσαν τελικά επάνω στο αρωματισμένο σεντόνι μας, να σε μυρίζω χωρίς να είσαι εκεί. Κάποτε σταμάτησα να τις αγαπώ και να τις αναμένω…ξυπνούσα με πληγές από τα κοφτερά και τα τόσο αφελή αισιόδοξα όνειρα πάνω σε αυτό το αναθεματισμένο σεντόνι, από τις ακονισμένες διπλώσεις του. Απορούσα τόσο. Ξεκίνησα να καταγράφω τις ενοχλήσεις μου μέρα μέρα. 

~.~

30 Αυγούστου

-Δεν έχεις εμφανιστεί εδώ και πολύ καιρό. Μπορεί να είσαι οπουδήποτε, επαινώντας ένα άλλο σπίτι ή απλά να βαρέθηκες το πρωινό μας. Και ‘γω κάθομαι σαν τον ανόητο με δέρμα σαν κόσκινο από τις ουλές και τις γρατζουνιές, με λαιμό δεμένο και τραχύ. Κάθομαι άυπνος περιμένοντας να έρθεις να μου απαλύνεις τον πόνο-

~.~

Σαν εντελώς άπειρος, κατρακύλησα. Η μύτη μου δεν μπορεί πλέον να μυρίσει. Δεν μπορεί να σε μυρίσει. Τα κεράσια χάσανε τη γεύση τους. Δεν μπορώ να καταπιώ. Έφυγες για τα καλά. Το σπίτι είναι τακτοποιημένο.

 ~.~                               

-Τη πρώτη φορά που ο ύπνος μου πάνω σε εκείνα τα σεντόνια ξεκίνησε να πονάει, σου ανέφερα την ενόχληση μου το επόμενο πρωί. Δεν έχω καθησυχαστεί λεκτικά ποτέ μου τόσο αποτελεσματικά. Μου είπες ότι ο πόνος μου ήταν πλασματικός και ότι άδικα του δίνω σημασία εφόσον εσύ είσαι ακόμη εδώ.

6 Σεπτεμβρίου 

Ρε ‘συ…ο πόνος δεν σταμάτησε ποτέ-

 


Ο Γεώργιος Κρεοπώλης, κατάγεται από ένα χωριό της Θάσου και την καβάλα, όπου γεννήθηκε το 2002. Σπουδάζει στο τμήμα αρχιτεκτόνων μηχανικών του ΑΠΘ. Ασχολείται από μικρή ηλικία με τη μουσική και τη ζωγραφική και προσφάτως ανακάλυψε την αγάπη του για την αποσπασματική συγγραφή.