Percy Bysshe Shelley | Δύο ποιήματα | Μετάφραση: Αντώνης Μπαλασόπουλος

Percy Bysshe Shelley

Μια λέξη πολύ συχνά βεβηλώνεται

Μια λέξη πολύ συχνά βεβηλώνεται
για να μπορώ να τη βεβηλώσω εγώ,
ένα αίσθημα κίβδηλα πολύ ακυρώνεται
για να πεις εσύ «το περιφρονώ»·
μια ελπίδα της απελπισίας πολύ μοιάζει
για να την πνίξει φρόνηση σοφή,
κι ο οίκτος σου πιο ακριβός φαντάζει
απ’ αυτόν που προσφέρει μια άλλη ψυχή.

Αυτό που λένε αγάπη οι άλλοι δεν έχω να δώσω,— 
αλλά θ’ απορρίψεις τη λατρεία εσύ
που η καρδιά ανεβάζει ψηλά τόσο
που δεν την αρνούνται οι Ουρανοί;
Της νυχτοπεταλούδας λαχτάρα για άστρο λαμπρό,
της νύχτας για την επόμενη μέρα
την αφοσίωση σε κάτι μακρινό
μέσα απ’ της θλίψης μας τη σφαίρα;

One Word is Too Often Profaned

One word is too often profaned 
For me to profane it, 
One feeling too falsely disdained 
For thee to disdain it; 
One hope is too like despair 
For prudence to smother, 
And pity from thee more dear 
Than that from another. 

I can give not what men call love,— 
But wilt thou accept not 
The worship the heart lifts above 
And the Heavens reject not?
The desire of the moth for the star, 
Of the night for the morrow, 
The devotion to something afar 
From the sphere of our sorrow?

Στη Τζένη
Με μια κιθάρα.

Ο Άριελ στη Μιράντα: — Πάρε τον υπηρέτη
αυτόν της μουσικής για χάρη του δικού σου ικέτη,
και δίδαξέ του όλη την αρμονία
μες στην οποία
μπορείς μονάχα εσύ
να δώσεις στο χαρούμενο πνεύμα αύρα λαμπρή,

ώσπου τον εαυτό της η χαρά ν’ αρνηθεί
κι όντας πολύ σφοδρή σε πόνο να στραφεί·
γιατί με άδεια κι εντολή
του Φερδινάνδου, που έχεις δικό σου εσύ,
ο Άριελ ο φτωχός βουβό σημάδι θέλει να σταλεί
αυτού που δε μπορεί να ειπωθεί·
ο Άριελ, φύλακάς σου κι άγγελός σου,
από ζωή σε ζωή, πρέπει το δικό σου

καλό να αναζητά·
γιατί έτσι μοναχά

μπορεί ο Άριελ το δικό του να το βρει.
Από του Πρόσπερο το μαγεμένο κελί,
λένε στίχοι ρωμαλέοι, ως και της Νάπολης τον θρόνο
σε φώτιζε στον αχάραχτο της θάλασσας τον δρόμο,
μπροστά στην πλώρη πεταρίζοντας αλήτης
σαν ζωντανός μετεωρίτης.
Σαν εκλείψεις, η Σελήνη, σιωπηλή,
ενώ λιγοθυμά στη φάση της την σκοτεινή,
δεν είναι στο κελί της πιο θλιμμένη
απ’ τον Άριελ, που μόνος απομένει.
Όταν θα ’ρθεις πάλι στη γη
σαν έν’ αόρατο της Βηθλεέμ αστρί,
ο Άριελ απ’ τη γέννα σου θα ’ναι οδηγός
απάνω στης ζωής το πέλαγος.
Πολλές οι αλλαγές που έχουν γενεί
από τότε που ο Φέρδιναντ και συ
κινήσατε στης αγάπης την τροχιά
κι ο Άριελ ακολουθά
τα βήματά σου ακόμα, τη θέλησή σου υπηρετεί·
τώρα, σε μια ζωή πιο ευτυχή και ταπεινή
έχουν όλ’ αυτά λησμονηθεί·
και τώρα, δυστυχώς, έχει φυλακιστεί
το πνεύμα το φτωχό, για κάποιο λάθος
που ’κανε, κι είναι το σώμα ο δικός του τάφος.–
Μόνο από σένα πια τολμά
για την εκδούλευση να λαχταρά

και για την στενοχώρια, αύριο ένα τραγούδι
σήμερα ένα χαμόγελο να δει.

Αυτός που σκάλισε το είδωλο αυτό,
για ν’ αντηχεί κάθε αρμονίας στοχασμό,
έκοψε ένα δέντρο, ενώ στου όρους την πλαγιά
δέντρα κοιμόντουσαν βαθιά στη χειμωνιά

νανουρισμένα σε γαλήνη θεϊκά πλασμένη
των Απέννινων, εκεί που τα φυσούν οι ανέμοι
κι ονειρευόντουσαν, κάποια Φθινόπωρο παλιό
κι άλλα της Άνοιξης τον γρήγορο ερχομό,
κάποια μπουμπούκια και βροχές τ’ Απρίλη,
κι άλλα τραγούδια στου Ιούλη το σταφύλι,

κι όλα μαζί τον έρωτα· κι έτσι το δέντρο τούτο,–
ω, να ’χαμε τέτοιον θάνατο!—
μέσα στον ύπνο πέθανε, πόνο δεν πρόλαβε να νιώσει
σ’ άλλη μορφή, ευτυχέστερη, ώστε να ξανανιώσει:
Κι απ’ αυτό, κάτω απ’ των ουρανών την όμορφ’ Αφροδίτη
η αγαπημένη αυτή κιθάρα φτιάχτηκε από τεχνίτη·
την έμαθε ν’ απαντά σωστά,
σ’ όποιον με τέχνη τη ρωτά,
με γλώσσα σαν τη δική σου, τρυφερή ·
να ψιθυρίζει με φωνή ερωτική
χρησμούς για δάση και λαγκάδια όλ’ ομορφιά
και θερινούς ανέμους σε καταπράσινα κελιά.
Γιατί κατέχει όλους τους νόμους τους αρμονικούς
για κοιλάδες κι ουρανούς,
για τα δάση, τα βουνά,
και τους κρούνους με τα πολύβουα νερά,
την πιο καθάρια ηχώ των βουνών,
την απαλότερη τη νότα ρυακιών,
τη μελωδία πουλιών και μελισσών,
το μουρμούρισμα των θαλασσών,
και τον ήχο της βροχής, και την πάχνη π’ ανασαίνει,
και την ατμόσφαιρα το δειλινό· κι έχει καιρό όπου μαθαίνει
τον σπάνιο, μυστήριο ήχο,
που, στο ταξίδι του το καθημερινό,
ενώ την ασύνορη μέρα διαβαίνει,
τον κόσμο μας στο διάβα του ζεσταίνει.—
Όλα τα ξέρει αυτά, μα δε θα τα πει
σ’ όποιον το Πνεύμα που μέσα της ζει
να ρωτήσει δε γνωρίζει·
ανάλογα με του συντρόφου της το πνεύμα αποφασίζει·
και τίποτε πια δε δίνει ν’ ακουστεί

από ό,τι έχει ήδη βιωθεί
απ’ όσους τη βάζουν σε προδοσίας πειρασμό
για τ’ αφανέρωτα, που ανήκουν σε καιρό κατοπινό·
αλλά γλυκά, όπως οι απαντήσεις της κολακεύουν
χέρια που μαεστρικά χορδές θωπεύουν,
Τον πιο ψηλό, τον πιο ιερό της τόνο
Τον κρατά για την αγαπημένη Τζένη μόνο.

 

With a Guitar.
To Jane.

Ariel to Miranda:–Take
This slave of Music, for the sake
Of him who is the slave of thee,
And teach it all the harmony
In which thou canst, and only thou,
Make the delighted spirit glow,
Till joy denies itself again,
And, too intense, is turned to pain;
For by permission and command
Of thine own Prince Ferdinand,
Poor Ariel sends this silent token
Of more than ever can be spoken;
Your guardian spirit, Ariel, who,
From life to life, must still pursue
Your happiness;–for thus alone
Can Ariel ever find his own.
From Prospero’s enchanted cell,
As the mighty verses tell,
To the throne of Naples, he
Lit you o’er the trackless sea,
Flitting on, your prow before,
Like a living meteor.
When you die, the silent Moon,
In her interlunar swoon,
Is not sadder in her cell
Than deserted Ariel.
When you live again on earth,
Like an unseen star of birth,
Ariel guides you o’er the sea
Of life from your nativity.
Many changes have been run
Since Ferdinand and you begun
Your course of love, and Ariel still
Has tracked your steps, and served your will;
Now, in humbler, happier lot,
This is all remembered not;
And now, alas! the poor sprite is
Imprisoned, for some fault of his,
In a body like a grave;–
From you he only dares to crave,
For his service and his sorrow,
A smile today, a song tomorrow.

The artist who this idol wrought,
To echo all harmonious thought,
Felled a tree, while on the steep
The woods were in their winter sleep,
Rocked in that repose divine
On the wind-swept Apennine;
And dreaming, some of Autumn past,
And some of Spring approaching fast,
And some of April buds and showers,
And some of songs in July bowers,
And all of love; and so this tree,–
O that such our death may be!–
Died in sleep, and felt no pain,
To live in happier form again:
From which, beneath Heaven’s fairest star,
The artist wrought this loved Guitar,
And taught it justly to reply,
To all who question skilfully,
In language gentle as thine own;
Whispering in enamoured tone
Sweet oracles of woods and dells,
And summer winds in sylvan cells;
For it had learned all harmonies
Of the plains and of the skies,
Of the forests and the mountains,
And the many-voiced fountains;
The clearest echoes of the hills,
The softest notes of falling rills,
The melodies of birds and bees,
The murmuring of summer seas,
And pattering rain, and breathing dew,
And airs of evening; and it knew
That seldom-heard mysterious sound,
Which, driven on its diurnal round,
As it floats through boundless day,
Our world enkindles on its way.–
All this it knows, but will not tell
To those who cannot question well
The Spirit that inhabits it;
It talks according to the wit
Of its companions; and no more
Is heard than has been felt before,
By those who tempt it to betray
These secrets of an elder day:
But, sweetly as its answers will
Flatter hands of perfect skill,
It keeps its highest, holiest tone
For our beloved Jane alone.