Κριτικό σημείωμα για την ποιητική συλλογή, “Σαλός Μαγνήτης” της Ρωξάνης Νικολάου

Γράφει ο Αναστάσης Πισσούριος

Μια κριτική σ’ ένα λογοτεχνικό έργο έχει χρέος να γίνεται πρωτίστως με σεβασμό προς το έργο. Κατά δεύτερον, επιτάσσεται η απαραίτητη προσοχή ώστε να μην κυριαρχήσει το συναίσθημα έναντι της κριτικής ανάλυσης. Κατά συνέπεια, ο ίδιος ο κριτικός επιβάλλεται να υπαγορεύει στην κριτική του να βρίσκεται με συνέπεια όχι κάπου αλλού αλλά πάντοτε εκεί, μπροστά στα μάτια του αναγνώστη. Θα μπορούσα πολύ εύκολα να επιλέξω μια ποιητική συλλογή – για παράδειγμα τη συλλογή Σαλός Μαγνήτης της Ρωξάνης Νικολάου (εκδόσεις Φαρφουλάς 2022) και να τοποθετηθώ για το συγκεκριμένο έργο με διάφορα κοσμητικά επίθετα, μ’ εντυπωσιακές ποιητικές εκφράσεις, με συναισθηματικά φορτισμένες λέξεις ή και με τη συνήθη πομπώδη χρήση του λόγου. Αντί αυτού, η συγκεκριμένη κριτική – και δη η κριτική εν γένει – είναι επιβεβλημένο να πιέζει το λογοτεχνικό έργο – για παράδειγμα εδώ τα ποιήματα της Νικολάου – στη μέγγενη και στη βάσανο του κριτικού ελέγχου. Το κατάλοιπο αυτής της εξαντλητικής πίεσης δεν μπορεί να μην το βαραίνει το θραύσμα της πολιτικά ιστορικής θέσης του εκάστοτε δημιουργήματος. Ο εντοπισμός της αλήθειας ενός λογοτεχνικού έργου δεν συνίσταται βέβαια στην επικαιροποίησή του αλλά στην ανάδειξη της σχέσης του με την καθολικότητα της πολιτικής του ύπαρξης. Η ποιητική συλλογή της Νικολάου για παράδειγμα ενδείκνυται για την πολιτική της ποιητική οντολογία. Είναι προφανές ότι τα ποιήματά της δεν συγκροτούν συνθηματικό λόγο ούτε βέβαια ρομαντικό κομεντί μονόλογο. Ένα αξιόλογο στοιχείο στην ποίηση της, το οποίο αφήνει χώρο για να λειτουργήσει το πολιτικό στοιχείο, έγκειται στην χώνευση των νοημάτων, στην επεξεργασία τους και τελικά στην προσφορά τους στον αναγνώστη ως ποίηση. Η επίτευξη της ποιητικής της εργασίας απαιτεί τον χώρο μιας πραγματικότητας, πέρα δηλαδή από γλωσσικά εφέ και συγκινησιακές, μεταφυσικού τύπου, επικαλύψεις. Στη συγκεκριμένη συλλογή, Σαλός Μαγνήτης η ποιήτρια καθιστά αναγκαία τη συνθήκη της χώρας της. Με άλλα λόγια, τα ποιήματα της συλλογής λειτουργούν ως αποκωδικοποιητές του κατεσταλμένου οικείου. Η ποιήτρια εκμυστηρεύεται όχι τα δικά της μυστικά αλλά της πατρίδας της. Η γυμνή και κρύα χώρα παραμένει ενεργή παρουσία στη συλλογή, απαλλαγμένη από τις εξαρτήσεις της μητρόπολης.
Στο ποίημα Μια κοπέλα που την έλεγαν Πέτρα, διακρίνει κανείς αυτήν ακριβώς την μοιραία παρουσία της πατρίδας, όχι ασφαλώς ως κάτι που αποσπάται από την ύπαρξη αλλά ως κάτι που την καθορίζει ως πολιτικό ον· ως, δηλαδή, «σάρκα ψυχής»:

«πως έριχνα μαύρη πέτρα
στην πατρίδα
κι εξουθενωμένη
από τη νοσταλγία έφτανα
σ’ ένα café του Μονάχου

και τη μαύρη πέτρα
σκέπασαν βρύα
κι η μαύρη πέτρα
που τη σκέπασαν βρύα
έγινε η σάρκα της ψυχής.»

Ο «σαλός μαγνήτης» της Ρωξάνης είναι ο ίδιος ύπαρξη και δη πολιτική ύπαρξη. Είναι ο σαλός μαγνήτης ο οποίος:

«Έσωσε λίγη γη απ’ τα δόντια τους και μέσα της κοιμήθηκε.
Στυλώνει με τα οστά του ανήκουστη μουσική.»

Είναι ο σαλός μαγνήτης η συνείδηση εκείνη που κρατάει «σπαθί από αίμα και λάσπη (αίμα και όνειρο)». Η πρωτοτυπία της ποιητικής δημιουργίας της Νικολάου μεταξύ άλλων συγχρόνων της,   που υποτάσσονται στην ασφάλεια του συμβιβασμού, έγκειται στο γεγονός ότι αυτή η συνείδηση δεν είναι δανεισμένη, ούτε ντυμένη με την καθαρότητα της ιστορίας και την αποκρυσταλλωμένη της μορφή. Αυτή η ιστορική συνείδηση βρίσκεται κατά την ποιήτρια κατάχαμα, χάμω, στο πάτωμα και πάνω στις πέτρες:

«Τις πέτρες φτιάχνω για τα χαλάσματά μου που όμορφα
θα σκορπιστούν μες στ’ αγριόχορτα και τις τσουκνίδες
δεν γράφω ποιήματα.»

Και βέβαια γράφει ποιήματα αλλά και βέβαια δε γράφει. Η γλώσσα-έρημος δεν της ανήκει:

«ένα τραυλό παιδί κλωτσάει
την πέτρα της γλώσσας του:
«η έρημος που μας ενώνει
η έρημος που μας χωρίζει
η έρημος που μας καταπίνει».» (Όλα θα τ’ αγαπήσει ο καιρός)

Αυτή η συνείδηση κείται μακράν τους φωτός, ακόμα αναπνέει με πείσμα μόνο χώμα:

«Αντιγράφω τα λόγια της βρύσης σου: «αφότου έφυγες
στέκω των ερειπίων μπάστακας, νερό δεν έτρεξα ξανά
μόνο χώμα».»

Εναποθέτει τις δυνάμεις στον αγώνα για την αιώνια ήττα. Δεν υπάρχει νικηφόρα έκβαση στην ποίηση της Ρωξάνης· γι’ αυτό και δεν χρειάζεται ψόφιους ήρωες:

«ΘΥΜΗΣΟΥ ΟΠΟΙΑ ΩΡΑ ΚΑΙ ΝΑ ‘ΝΑΙ ΠΩΣ ΔΕΝ ΔΙΑΣΎΡΟΥΜΕ ΤΟ ΧΩΜΑ ΜΑΣ
Βάζω τ’ αφτί μου στην κοιλιά της γης.
Ένα καρφί γυρνά μες στην καρδιά μου
χύνεται ακόμα αίμα
κι αυτή γεννάει όλο γεννάει.»

Αφού πια δεν υπάρχουν μυστικά, η συνείδηση σπασμένη και σπαρμένη σαν το χώμα της πατρίδας της, δημιουργεί την ίδια την πατρίδα ή το παγωμένο δέρμα της ύπαρξης όπως τιτλοφορείται το ακόλουθο ποίημα:

«Φορά παράταιρα ρούχα. Στο χέρι του
κρατά πουρόπετρα του Μάμμαρι.
Παραμιλά για τα δέντρα του που έπαθαν
άνοια και κατάθλιψη που ούτε τα πουλιά
δεν τα πλησιάζουν πια,
για τον παμπάλαιο αέρα του τόπου
που κλείστηκε κι εκείνος στον εαυτό του
αφού πρώτα είπε: «αφήστε με να κοιμηθώ,
να κουρνιάσω στ’ αγαπημένο χώμα,
το άθλιο εμπόριο να ξεχάσω.»

Τέλος, αν στη συλλογή Ψαλιδιστής (εκδόσεις Τεχνοδρόμιον 2018) ξεκινάει η σύνθεση του προσώπου – του σπασμένου πάντα προσώπου:

«Συνθέτω ένα σπασμένο πρόσωπο.
Αυτό το σπασμένο πρόσωπο…» (Παραμύθι)

τότε στο Σαλός Μαγνήτης επιτελείται μια σύνθεση της πολιτικής συνείδησης του τόπου, του Κυπριακού τόπου, του τόπου εκείνου που ακόμα δεν υπάρχει, που ακόμα τρώει χώμα και μαγνητίζει «σκουπιδάκια και χνούδια του αέρα» κι αγωνίζεται να παραμείνει σαλός αλλά «ΟΧΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ»

«ΑΝ ΗΤΑΝ ΝΑ ΓΙΝΩ ΣΑΛΟΣ ΜΑΓΝΗΤΗΣ ΘΕΕ
ΜΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΣΚΟΥΠΙΔΑΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΧΝΟΥΔΙΑ ΤΟΥ
ΑΕΡΑ  ΟΧΙ ΓΙ’ ΑΥΤΟΥΣ»