Γιώργος Μπινιχάκης | Βίλα Λιχόβνικ

© Johan Hagemeyer

   

Και όμως! Κοντοστάθηκε απότομα και παραξενευμένος, περίμενε λίγο να καταλαγιάσει ο θόρυβος από τα διερχόμενα αυτοκίνητα και ξανάστησε με προσήλωση το αυτί, αφουγκραζόμενος, κατεβάζοντας ταυτόχρονα τον ανασηκωμένο γιακά του πανωφοριού του, για να ακούσει ίσως καλύτερα. Ναι, ήταν τώρα βέβαιος πως ανάμεσα στους ψυχρούς ψιθυρισμούς των φυλλωμάτων που προκαλούσε ο φθινοπωρινός νυχτερινός αγέρας -ο μόνος που άφηναν να περάσει τα τρία πανύψηλα δένδρα με τις οργιώδεις περιπλοκάδες τους, πιστοί και αμετακίνητοι φρουροί μπροστά στην είσοδο- άκουγε προερχόμενο από το εσωτερικό της εγκαταλελειμμένης βίλας τον ήχο ενός πιάνου. 

    Το νεοκλασικό διώροφο αρχοντικό, έξω από το οποίο περνούσε πολύ συχνά τα τελευταία χρόνια, βρισκόταν σε ένα από τα αγαπημένα σημεία της διαδρομής του, σε μια στροφή του κεντρικού δρόμου και σε μια κάπως απόμερη περιοχή. Με λίγα μόλις μέτρα απόσταση από το πεζοδρόμιο και στην ίδια στάθμη, χωρίς ουσιαστικά περίφραξη, άφηνε μια γλυκιά αίσθηση οικειότητας σαν να ενθάρρυνε τον καλοπροαίρετο διερχόμενο διαβάτη να το επισκεφθεί. Όμως για κάθε ενδεχόμενο, ψηλά στο κέντρο του τριγωνικού αετώματος στο οποίο κατέληγε το προστώο με τον συνεχιζόμενο καθ’ ύψος εξώστη, παραμόνευε μια κεφαλή λέοντος με πλούσια χαίτη και με ελαφρά ανοικτό το στόμα σαν απειλητική υπενθύμιση σωφρονισμού. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, στη φθαρμένη βίλα, με τα μεγάλα, ξύλινα, ξεθωριασμένα παντζούρια και τα ρηγματωμένα, καταρρέοντα επιχρίσματα, κατοικούσε ακόμη η γηραιά κυρία, μόνη της, με αποκλειστική συντροφιά τις αμέτρητες γάτες της, η τελευταία ένοικος του αρχοντικού που έκτισε στις αρχές του περασμένου αιώνα ο αυστριακός μηχανικός των περίφημων Μύλων Αλλατίνη.

    Ήταν κάπως περασμένη η ώρα και ο δυνατός αγέρας με το ευπρόσδεκτο κρύο του προχωρημένου φθινοπώρου έμοιαζε τώρα σαν να ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τον μοναχικό άνδρα, μη βρίσκοντας ως φαίνεται από ώρα, εκεί κοντά, άλλον διαθέσιμο περιπατητή, μαυλίζοντάς τον με αυτήν την απαλή, νοσταλγική μελωδία πιάνου. Ο άνθρωπος ενθαρρυμένος από την περιορισμένη κίνηση και τη μυστηριώδη, τριγύρω, απόκοσμη χινοπωρινή ησυχία, πλησίασε, ανέβηκε τα πέντε φιλικά, μαρμάρινα σκαλοπάτια και βρέθηκε μπροστά στη σκαλιστή, βαριά ξύλινη είσοδο με τα ενσωματωμένα μεταλλικά φυτικά μοτίβα.

    Με τη δεύτερη προσπάθεια πείσθηκε πως η πόρτα ήταν πολύ καλά κλειδωμένη και αδύνατον να παραβιαστεί. Τότε κατευθύνθηκε προς την πλαϊνή πρασιά, προχώρησε προφυλακτικά ανάμεσα σε άγρια χόρτα και ξερόκλαδα και έφτασε στο τελευταίο παράθυρο του ισογείου. Τράβηξε με δύναμη τα παντζούρια που φαίνονταν ασφράγιστα, ο ήχος από το τρίξιμο πνίγηκε από το μαρσάρισμα μιας μηχανής του δρόμου και αποκαλύφθηκε το μισάνοικτο παράθυρο. Τώρα πια άκουσε πιο καθαρά το πιάνο και πήδηξε αθόρυβα μέσα, μιμούμενος με καθυστέρηση το ψυχρό σεληνιακό φως που είχε ήδη αστραπιαία εισβάλει  μέσα στο σκοτεινό σπίτι σαν νερό που υπό πίεση γυρεύει διαφυγή, νοτίζοντας ελαφρά τον χώρο με μια ασημένια απόχρωση. Τα γερασμένα, σκονισμένα έπιπλα έτριξαν από χαρά στο άγγιγμα των αχτίδων και ο άντρας στάθηκε καταμεσής αναπνέοντας δύσκολα από τη βαριά ατμόσφαιρα χιλιάδων αναμνήσεων που φτερούγισαν γύρω του όπως περιστέρια που όλα μαζί σηκώνονται τρομαγμένα από το έδαφος, μα πιο πολύ συγκρατημένος από το παράτολμο της ίδια του της αποκοτιάς, να βρεθεί έτσι, στα καλά καθούμενα και τέτοια ώρα, απροστάτευτος μέσα στο εγκαταλελειμμένο σπίτι! Κανείς φυσικά δεν υπήρχε στον χώρο, μα η αέρινη μελωδία του πιάνου ακουγόταν πια ξεκάθαρη και ο άνδρας, στρέφοντας τώρα το βλέμμα προς το επάνω πάτωμα, πλησίασε τα ξύλινα σκαλοπάτια. Εκείνα έτριξαν πονεμένα, δυσοίωνα, στους πρώτους βηματισμούς, μια γάτα πετάχτηκε ξαφνικά και διέφυγε από το μυστικό της άνοιγμα και η μουσική, μαζί με τα βήματα, σταμάτησε απότομα. Ο άνθρωπος κράτησε την αναπνοή του για όσο άντεχε, όπως ο κολυμβητής στα βαθιά, μέχρι που το πιάνο άρχισε και πάλι να παίζει. Τότε, μετά από λίγα ακόμη σκαλοπάτια, αναδύθηκε πια στον επάνω όροφο σαν δύτης που έχει ανακαλύψει και διερευνά μια καταποντισμένη για πάντα στον θαλάσσιο βυθό ρωμαϊκή έπαυλη. Βρέθηκε μπροστά σε μια ευρύχωρη σάλα με τέσσερα περιμετρικά δωμάτια και ενόσω η νοσταλγική μουσική εξακολουθούσε να υφαίνει με ασημένια κλωστή το μισοσκότεινο ύφασμα της νύχτας, περιέφερε το βλέμμα του ολόγυρα και τότε…εκεί…στην άκρη του μεγάλου παραθύρου με τα ανοιγμένα παντζούρια…είδε…το πιάνο! Ήταν κατάμαυρο, επαυξάνοντας το σκότος γύρω του, παλιοκαιρίσιο, με σκαλιστά πόδια και τα σκονισμένα, ασπρόμαυρα πλήκτρα του σαν ξεδοντιασμένη οδοντοστοιχία, καθώς έπεφτε επάνω τους το φως από τον φανοστάτη του δρόμου, ανάμεικτο με τις τρεμουλιαστές σκιές των φυλλωμάτων του γειτονικού δένδρου, έμοιαζαν να κινούνταν από μόνα τους. Ο άνθρωπος πλησίασε και κάθισε με κάποια επισημότητα στο φθαρμένο σκαμπό, που, σαν να ήξερε και να περίμενε υπομονετικά, βρισκόταν ακόμη εκεί, μπροστά στο πιάνο. Ακούμπησε τα δάχτυλα, με αργές κινήσεις σαν μύστης σε ιεροτελεστία, στις σκιές που χόρευαν πάνω στα πλήκτρα. Μια γλυκιά, νοσταλγική, ξεκουρδισμένη μελωδία αντήχησε μέσα στο εγκαταλελειμμένο αρχοντικό, φθάνοντας εξασθενημένη και μυστηριώδης μέχρι έξω στον νυχτερινό δρόμο, ξαφνιάζοντας με ένα στιγμιαίο φθινοπωρινό ρίγος τον μελαγχολικό διαβάτη που, για μια στιγμή, κοντοστάθηκε μέσα στη βραδινή ψύχρα, σφίγγοντας παραξενευμένος τον ανασηκωμένο του γιακά.

 


Ο Γιώργος Μπινιχάκης, Κρητικής καταγωγής, γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 1963. Έφηβος έγραφε ποιήματα, λίγο αργότερα τραγούδια. Παρακολούθησε σε ωδείο τη βασική θεωρία της μουσικής και λίγα μαθήματα κλασικής κιθάρας. Σταδιακά μέσα στα χρόνια, μελέτησε σε βάθος τη μουσική, χωρίς επίσημες σπουδές. Σπούδασε Τοπογράφος Μηχανικός στο Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης. Έχουν κυκλοφορήσει πέντε c.d. με τραγούδια του. Σήμερα εξακολουθεί να ζει στην Θεσσαλονίκη, γράφοντας κυρίως μουσική για το θέατρο και διηγήματα.