Εύα Μουρούτσου | Πέντε λεπτά ακόμη

© Robert Adams

Ένα παιδί κάνει κουτσό στα τετράγωνα του πεζοδρομίου. Οι γυμνές του πατούσες πατούν ευλαβικά στα οριοθετημένα σχήματα. Θυμάμαι τις ακτίνες του ηλίου να με καίνε εκείνη την ημέρα. Ήταν μια από εκείνες τις ακτίνες που μαρτύρησε την παρουσία μου.
«Μαμά, κοίτα ένα νόμισμα! Να το σηκώσω;» ρώτησε με ενθουσιασμό μόλις με εντόπισε.
Μακάρι να είχα φωνή, μα ο μόνος μου ήχος είναι αυτός ο μεταλλικός όταν με πετάνε στους πάγκους, στις τσέπες και στο πάτωμα. Μακάρι να είχα φωνή, να του έλεγα να με σηκώσει, μα μόνο στα βουβά μπορώ να προσεύχομαι για αυτό.
«Είναι βρώμικο παιδί μου, άστο κάτω.» απάντησε η μητέρα πλησιάζοντας.
«Μα δες πως γυαλίζει μαμά…», είπε το παιδί κοιτώντας με, με μάτια γουρλωτά και με χαμόγελο στα χείλη. Δεν θα ήξερε ακόμη αριθμούς, δεν θα είχε αναγνωρίσει την αξία μου, γι’ αυτό επέμενε.
Σήκωσέ με θέλω να φωνάξω, μα αδυνατώ. Πολλοί με θεωρούν τύχη. Τι σημασία έχει που είμαι χάλκινο όταν μιλάμε για τύχη, ε; Κι αν ήμουν ασημένιο ή χρυσό; Πάλι θα ήμουν ένα νόμισμα που βρέθηκε στο πάτωμα και φέρνει τύχη. Σηκώστε με! Σε πόσες τσέπες έχω μπει, σε πόσα πορτοφόλια. Κι εκεί δεν ξεχώριζα από τα υπόλοιπα νομίσματα. Μας είχαν όλους για ψιλά. Κέρματα αναλώσιμα που χαλάνε τα χοντρά.
Ναι είμαι βρώμικο. Μα βρείτε μου χρήμα που να μην είναι. Τουλάχιστον εγώ με την αξία μου δεν έφτανα να εξαγοράσω τίποτε.
Σε πόσα δοχεία έχω βρεθεί. Με δώσανε σαν φιλοδώρημα, μα η αλήθεια ήταν πως ήθελαν να με ξεφορτωθούν. Με έβαλαν στο πορτοφόλι τους μέχρι να με χάσουν, μέχρι να γλιστρήσω τυλιγμένο σε μια απόδειξη και να βρεθώ εδώ μπροστά σας.
«Ένα πεντάλεπτο είναι αγάπη μου, τί να το κάνεις; Άστο σε παρακαλώ!»
Ναι, είμαι ένα πεντάλεπτο ακόμη. Πέντε λεπτά ακόμη. Μα αν ήμουν χρόνος; Πόσοι ασθενείς ξεψύχησαν ζητώντας πέντε λεπτά ακόμη; Πόσοι μαθητές αρίστευσαν όταν τους δόθηκαν πέντε λεπτά ακόμη; Πόσες αγάπες έσβησαν σε πέντε λεπτά του χρόνου, και πόσες άλλες άνθισαν σε πέντε λεπτά ακόμη;
Το παιδί περίμενε να φύγει η μητέρα του και με έπιασε στα ζεστά του χέρια. Το τυχερό μου με αποκάλεσε και με έβαλε στην τσέπη. Πόσο χαίρομαι να είμαι στην τσέπη ενός παιδιού! Να ταλαντώνομαι όσο τρέχει, όσο πετά σε κάθε πήδο. Κι είναι τα παιδιά Ίκαροι με κέρινα φτερά που θέλουν να πετάξουν, μα η ζωή σαν ήλιος τους τα λιώνει και τους γειώνει στο έδαφος, μεταμορφώνοντας τους σε κυνικούς ενήλικες χωρίς ελπίδα. Μα μπορεί να γλιτώσει κι από την θέρμη να μη λιώσει, να μην παραμορφωθεί σε αυτό που λέμε ενήλικα. Γιατί άμα γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα.

 


Η Εύα Μουρούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, με καταγωγή από την Κρήτη και την Πελοπόννησο. Είναι φοιτήτρια στη σχολή Ναυπηγών Μηχανολόγων Μηχανικών του Ε.Μ.Π. Η λατρεία της για τα βιβλία ξεκίνησε από το λύκειο. Μέσα στην καραντίνα τη συντρόφευσαν βιβλία όπως η Σκακιστική Νουβέλα του Τσβάιχ και της φύτεψαν την ανάγκη να γράφει κείμενα ώστε να εξωτερικεύει τους προβληματισμούς. Γι’ αυτό από τον Σεπτέμβρη του 2021 ξεκίνησε να παρακολουθεί σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής.