Γεώργιος Κρεοπώλης | Μεταλλικά σαλάχια

© Lotte Jacobi

“Θέλω να μου αλλάξεις φακούς βλέψης. Δείξε μου νέους τρόπους να αντιληφθώ τα πράγματα, γιατί σιχάθηκα να περιορίζω την όμορφη αυτή αίσθηση σε ό,τι μας διδάξαν ως πραγματικό και λογικό”. 

Δίστασα. Πώς κάνει κανείς τόσο εύκολα το κόσμο να μυρίζει διαφορετικά, να αποκτά αλλιώτικες αποχρώσεις; -αλλιώτικο περιβάλλον-

“Σκέψου τις λαμαρίνες αυτές ως παγωμένα κύματα: η θερμοκρασία του σώματος θα λιώσει τη στέρεη μορφή και σε λίγο θα κολυμπάμε μαζί με ένα μεγάλο κοπάδι μεταλλικών σαλαχιών. Τόσο λεπτή η χειρονομία της κίνησης τους που θα υποσχόσουν ότι κανένα μέταλλο δεν υπήρξε ποτέ του άκαμπτο. Φυσαλίδες οξυγόνου στην ανάδυση, βιαστικά χέρια και αυτιά που πόνεσαν υπό το βάρος του νερού. Η αίσθηση της τραχιάς πλέξης θα στεγνώσει το δέρμα σου και έπειτα θα μας κεράσει η μαμά μου παγωτό βανίλια”. Δεν αντέδρασε, η προσπάθεια μου δεν ήταν αρκετή.  

“Παγωτό βανίλια;”, με ρώτησε. “Προτιμώ ένα μπολ κεράσια τώρα, εκεί πάνω στον αγαπημένο μας μόλο”. 

“Ας έχει. Το ήξερες ότι ο μόλος συνεχίζει στην ευθεία του; Μόνο αν κρατήσεις το κεφάλι σου ψηλά για να ψάχνεις τους αστερισμούς του καλοκαιριού. Μπορείς να το προσπαθήσεις και με το ποδήλατο: και έτσι θα συνεχίζεις να μετακινείσαι μακριά από την ακτή, μέχρι η ζαλάδα της στάσης σου να σε ρίξει κατευθείαν μέσα στο νερό ξανά. Και τότε θα πέσω και ‘γω από πίσω και θα διαγωνισθούμε στο πόσους μετρήσαμε”. 

“Το ξέρεις ότι ούτε σε αυτό θα νικήσεις έτσι; Εκτός αν έχω πεθάνει στα κεράσια από πριν”.

“Χμμμμ, τις δικαιολογίες σου να φας, ζαλισμένη”. Βολεύτηκε καλύτερα με το κεφάλι της στο μπούτι μου, τώρα κοιτούσε ψηλά, πέρα από τη φράντζα μου. 

«Άλλαξε μου τους φακούς βλέψης»…θα σου τραγουδήσω ανήκουστα λόγια και παράλογες σκέψεις. Συνεχίζω:

“Τα όνειρα που φοβόμαστε να εκμυστηρευτούμε φεύγουν από τη δέσμευση της ανθρώπινης δειλίας. Έτσι όπως η ζέστη του καύσωνα ανασηκώνεται από τα μπετά του κέντρου της πόλης. Σαν παιχνιδιάρικες δέσμες ευέλικτου φωτός κυνηγιούνται μεταξύ τους και αφήνονται στη ροή του καυτού αέρα. Δεν έχουν όλα προορισμό ή σκοπό, -ή λογική- άλλωστε γι’ αυτό δεν τολμούν να υποθούν. Αλλά υπάρχουν και κάποια που πηγάζουν από το ηλεκτρικό ρεύμα που μας χτυπάει στη καρδιά. Όνειρα καλοκαιρινού έρωτα και παιδικού ενθουσιασμού. Αυτά βιάζονται να ξεφύγουν από το παιχνίδι και να ψιθυρίσουν αγάπη σε όσα αυτιά ψάχνουν την αντίστοιχη ανταπόκριση στα πρόσωπα που προστατεύουν στη δική τους φαντασία. Αυτό δεν μπορεί να γίνει προφανώς με αληθινά ανθρώπινα λόγια.. Αντ’ αυτού τους γαργαλάν στη πλάτη, τους ανατριχιάζουν τους βραχίονες και κάνουν το στόμα τους να ξινίσει. Αισθήσεις πάνω σε κάτι τόσο γνώριμο για να συνειδητοποιήσουν ότι η ομορφιά είναι ακόμη εκεί, στο ανεξήγητο της απρόβλεπτης αγάπης. Έτσι ακριβώς όπως ένα βιαστικό χαμόγελο πάνω στο πρόσωπο ενός τόσο γνώριμου φίλου μπορεί να συμβάλλει στη συνειδητοποίηση του ίδιου ακριβώς πράγματος”. 

“Πόσα λες να παίζουν κρυφτό τώρα; Να, εδώ κάτω σε αυτά τα σπίτια και τις βεράντες τους: πόσες αιθέριες αναπαραστάσεις εκτοξεύονται σε όλη τη πόλη για να προκαλέσουν αντίδραση στο δέρμα και το στομάχι;”. Σταμάτησε να μιλάει και συνέχισε να κοιτάζει ψηλά, λες και η ματιά της συγκεντρωνόταν σε κάτι τόσο φευγαλέο όπως ένα σημάδι: ένα σημάδι για να την καθησυχάσει ότι ίσως κανείς δε ζει με την άγνοια ότι μία φλύαρη ψυχή παίζει κυνηγητό για χάρη του/της.  

“Ωωω δεν ξέρω. Πάντως εγώ ποτέ δεν θα τα οδηγούσα σε αυτό το σημείο, να νιώθουν την ανάγκη να απαγκιστρωθούν από τον περιορισμό του ανθρώπινου συνειρμού. Αν αγαπούσα κάποια θα της το έλεγα ευθέως…όπως και έκανα”. Τα χείλη μου συνάντησαν ξανά τα δικά της και τα χέρια της τυλίχθηκαν γύρω από το σβέρκο σαν ένδειξη απελπισίας κατά τη διάρκεια πνιγμού. Τόσο σφικτά και όλο πιο κοντά της μέχρι να μου πονέσει η πλάτη από την απότομη καμπύλη. 

“Πες μου κι άλλα”. Φωνή ετοιμόρροπη σαν τη κατασκευή από λαμαρίνες πάνω στην οποία καθόμασταν.

“Πες μου για τον θάνατο. Πες μου τι γίνεται μετά”… 

“Υπάρχει ένα παλιό λεωφορείο που παραπονιέται θορυβωδώς σε κάθε ανωμαλία του δρόμου, έχει λιγοστές θέσεις και πορτοκαλί χρώμα. Οι επιβάτες του ξυπνούν όταν αυτό βρίσκεται μέσα σε ένα μακροσκελές τούνελ, καταφθάνοντας σε ένα στενό δρόμο που θα έλεγες ότι τη μία πνίγεται ανάμεσα στην πυκνή φυλλοβόλα βλάστηση και την άλλη κρέμεται επικίνδυνα από την απότομη κλίση του γκρεμού. Μα σε ένα σημείο της διαδρομής, η βλάστηση διακόπτεται και το μάτι μισοκλείνει στη θέα της πιο ρόδινης ηλιακής βουτιάς. Θέαμα αντάξιο της τελευταίας οπτικής εμπειρίας των επιβατών, μιας και το λεωφορείο μόλις δευτερόλεπτα αργότερα συγκρούεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στους κατακόρυφους βράχους που εμποδίζουν τη συνέχεια της πορείας του. Όλοι οδηγούνται στο Θεό τους, στο μέρος της πεποίθησής τους περί μετά θάνατον ζωής με την ανάμνηση ενός από τα καλύτερα ζωγραφικά θέματα που παρέχει η φύση τόσο απλόχερα”. 

Όταν κλαίει, οι βλεφαρίδες της συγκεντρώνονται σε ζευγάρια, αποκτούν αυτή τη χαρακτηριστική καμπυλότητα και, έτσι όπως συστέλλονται οι τόσοι μύες του προσώπου για το σχηματισμό της θλιβερής έκφρασης, διατηρούν το πάνω μέρος των μάγουλών της πάντοτε νοτισμένο. 

“Φοβάται μόνος του στα λεωφορεία ρε συ, θα είναι μπερδεμένος και τόσο κουρασμένος”. Τα θρύψαλα της φωνής της χαράσσανε λίγο ακόμη την αυτοσυγκράτησή μου. Η μύτη μου είχε μόλις ξεκινήσει να τρέχει για να μην νιώθουν και τα μάτια μου πλέον μοναξιά. 

“Δεν έχει ανάγκη ο μικρός, αγάπη μου. Θα απολαύσει τη διαδρομή και θα βρεθεί εκεί όπου τα παιδιά δεν σταματούν ποτέ -ποτέ- να παίζουν” 

“Κατάφερε να στείλει μηνύματα σε αυτούς που αγαπούσε; Δεν μετρήσαμε ποτέ τους αστερισμούς μαζί και αγαπάει τόσο πολύ τα κεράσια…άλλωστε…έχει ξεχάσει το διαστημόπλοιό του πάνω στο χαλί του δωματίου του. Πες μου εσύ τώρα, πώς θα παίζει αιωνίως χωρίς το διαστημόπλοιό του;» Έσπασε παράφωνα με τον λυγμό της το ισοκρατημα των ηχοχρωματων της πόλης μετά τα μεσάνυχτα.

Αυτό ήταν, λίγος ακόμη πόνος από αυτό το παράσιτο της απώλειας που την έτρωγε εσωτερικά ξέφυγε από το σώμα της. Οι φακοί βλέψης της μπορεί να είχαν αλλάξει για λίγο αλλά το χαστούκι της στεγνής συνειδητοποίησης της στέρησε τη φευγαλέα ανακούφιση και τώρα εκείνη έτρεμε από το κρύο που μαστίγωνε το κορμό της στη μέση του καλοκαιριού. 

Ο μικρός της αδελφός ίσως τώρα να θαύμαζε τη μωβ θάλασσα κάτω από ένα τόσο γοητευτικό καταδυόμενο άστρο και σε λίγα λεπτά θα ζήλευε τη αδελφή της που κατάφερε έστω και για λίγο να κολυμπήσει ανέμελα με θαλάσσια μεταλλική πανίδα.

 


Ο Γεώργιος Κρεοπώλης, κατάγεται από ένα χωριό της Θάσου και την καβάλα, όπου γεννήθηκε το 2002. Σπουδάζει στο τμήμα αρχιτεκτόνων μηχανικών του ΑΠΘ. Ασχολείται από μικρή ηλικία με τη μουσική και τη ζωγραφική και προσφάτως ανακάλυψε την αγάπη του για την αποσπασματική συγγραφή.