Φιλοθέη Αρμενάκη | Δύο ποιήματα

© André Kertész

Πεπάρηθος

Γνωρίζει κανείς που πίνουν τον καφέ τους οι απέλπιδες;
Ξέρει κάποιος κάτι για τις κατηφόρες που παίρνουν στον γυρισμό;
Έτσι σε φλέβες ποτάμια που μπλέχτηκα,
ίσως χρειαστώ αυτή την πληροφορία.
Γιατί τα κρύσταλλα της βιτρίνας που έσπασα μικρός
είναι τώρα στη θάλασσα που κολυμπώ.
Μικρά μικρά γυαλάκια μες το νερό,
δεν τα βλέπω, κι όμως το αίμα τρέχει.

Βρέθηκε η ζωή μου στα σκαλοπάτια της ανατολής,
ακούγοντας όλη τη νύχτα αυτό που τελικά δεν ήταν για να γίνει.
Στο τέλος θα έρθει το φθινόπωρο και τότε τι θα κάνω,
είναι πια πολλές οι προσευχές.
Όσο για τον έρωτα, ναι, τον είδα.
Αυτός δεν ξέρω αν πρόσεξε.
Τον ανέπνεα τα μεσημέρια.
Αρνήθηκε.
Σε παρακαλώ θα πνιγώ.
Και τότε μου γέλασε.
Θεέ μου πώς βρέθηκα να του χρωστάω;

 


Γρεβενά- Κοζάνη

Σε ένα παζάρι πήγα και ήρθα. Όλα τα βρήκα.
Τσίκνα και σκορπισμένα κέρματα, μάζεψα,
κι από πάγκο σε πάγκο γυρνώ, να σε βρω να σου πω,
ότι στα βόρεια μου δώσαν γελώντας  μπουφάν και παντόφλες.
Να πάμε τώρα στις Πρέσπες να αγοράσουμε φασόλια στο σπίτι με τα πολλά παιδιά;
Κάνε μου αυτή τη χάρη.
Αφού ξέρεις καλά πως όσο όσο και διψώντας παζαρεύω σε μένα τον εαυτό μου.
Πάντα για να γυρίσω πίσω με μια σακούλα,
ένα εισιτήριο μονό,
και στη στροφή το λεωφορείο να με πατήσει
κουρασμένη πια απ’ την ανάμνηση της θάλασσας.

 


Η Φιλοθέη Αρμενάκη γεννήθηκε στον Πειραιά το 2000. Σπουδάζει Μηχανολόγος Μηχανικός στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Προσπαθεί να γράφει όσα βλέπει.