Αργύρης Ανδρεαδέλλης | Η γυναίκα που ερωτευτήκαμε

© Dorothy Bohm

Αφήστε με να συστηθώ στα γρήγορα, γιατί θα πρέπει να έχω τελειώσει την ιστορία μου σε πέντε σελίδες το πολύ. Έτσι με πρόσταξαν. Σε άλλους ίσως φαίνονταν πολλές, εμένα μου μοιάζει απίθανο να προλάβω. Έτσι ήμουν από παιδί, της τελευταίας στιγμής, της απιθανότητας, και στο τέλος τα κατάφερνα – με πληγές στα γόνατα, με γουργούρισμα στην αγκαλιά της μάνας μου, με διάβασμα στα διαλείμματα.

Για την παιδική μου ηλικία δεν έχω παράπονο. Ακόμα δεν είχα καταλάβει ποια ήμουν και είχα ταξιδέψει όσο λίγοι ενήλικες. Τα πρώτα μου καλοκαίρια τα πέρασα στις Κυκλάδες, έπαιρνα την άμμο και έφτιαχνα τάχατες τέχνη από πηλό, μορφές που με το ζόρι έμοιαζαν ανθρώπινες. Ύστερα, κοριτσάκι σχηματισμένο πια, πηγαίναμε στην Κρήτη. Έβλεπα τα αγόρια με το άγριο βλέμμα έτοιμα να καβαλήσουν ταύρους για χάρη μου και πρωτοερωτεύτηκα. Η εφηβεία μου γέμισε από μικρασιατικά παράλια· περπατούσα αμέριμνη και χάζευα τεχνίτες και σοφούς. Με πλησίαζαν περαστικοί και μου μιλούσαν σε γλώσσα που καταλάβαινα –οι Θεοί ξέρουν πως– και ένοιωθα μια απ’ αυτούς. Αν περιγράψω όλα μου τα ταξίδια εκείνης της περιόδου δεν θα μιλήσω για τίποτ’ άλλο –για Λίβανο, για Σικελία, για Αίγυπτο– οπότε αφήστε το καλύτερα.

Στην Αθήνα μέστωσα· τρωγόμουν με τον εαυτό μου, τα ξαναβρίσκαμε, έβαζα μπροστάντζα ντόπιους εχθρούς για να συγκροτηθώ και πέρναγαν τα χρόνια σαν αέρας. Μάθαινα· νικούσα, έχανα, γινόμουν ολοένα και πιο δυνατή. Ετοιμαζόμουν για την πρώτη μου νιότη. Μόλις μάζεψα όλα τα εφόδια, έκανα βαλίτσες για Θεσσαλονίκη. Εκεί έπρεπε να με δείτε! Βόλταρα στην παραλία και όλα τα βλέμματα έπεφταν επάνω μου. Κανείς δεν έκανε ούτε προσπάθεια να μου αντισταθεί. Προσπαθώ να θυμηθώ όλες τις κατακτήσεις μου και είναι αδύνατο. Όποιος βρισκόταν στο διάβα μου παραδιδόταν άνευ όρων για ένα άγγιγμά μου.

Τότε πίστεψα πως θα ήταν πάντοτε έτσι, όσα χρόνια κι αν πέρναγαν θα διαφέντευα τον κόσμο. Δεν ήμουν τόσο επιμελής στα μαθήματά μου καθώς φαίνεται, ούτε είχα μάθει από τα σκονισμένα κιτάπια που πρόβλεπαν το μέλλον. Δεν έφταιγε κανείς, μονάχη μου άλλαξα ρότα. Κουράστηκα· για πόσους αιώνες να είσαι στο επίκεντρο; Ήθελα μια παύση, να αφεθώ στα χέρια ενός ρωμαλέου άντρα και να κουρνιάσω ήσυχη.

Από τα πρώιμα ταξίδια μου στη Σικελία το είχα καταλάβει «Ιταλό θα παντρευτείς μια μέρα», ψιθύριζα. Και όταν ήρθε ο Ιταλός με σάρωσε. Ήταν καλός, δε λέω, με άφηνε να κάνω ό,τι ήθελα κι εγώ δεν μπλεκόμουν στις δουλειές του. Είχε και εκείνος το ίδιο κουσούρι με εμένα, μόνο που αυτός έμοιαζε ακούραστος. Τον έβλεπα και έλεγα «ίσως σ’ αυτόν να μην επιδρά η ιστορία». Δεν θέλω να πω ψέματα, ζήλευα, μετά από ένα διάστημα ζήλευα αφόρητα. Μου είχε υποσχεθεί αιώνια αγάπη και εκείνος τσιλιμπούρδιζε με όποια έβρισκε μπροστά του – με ανατολίτισσες, με Γερμανές τουρίστριες, όλες τις κουλτούρες ήθελε να δοκιμάσει.

Ποιος να το περίμενε από μένα… κλείστηκα στον εαυτό μου, έριξα τις ελπίδες μου στην πίστη και άναβα το ένα κερί μετά το άλλο στις προσευχές μου – αν πίστευα βαθιά θα τον συνέτιζα. Τότε ζούσαμε ακόμα στη Ρώμη, μα κατάλαβα πως αν μέναμε εκεί δεν θα συνεχίζαμε για πολύ ακόμα. Κάθε μέρα του ψιθύριζα στ’ αυτί «πάμε να φύγουμε, να κάνουμε νια νέα αρχή, να ανανεωθούμε». Με τα πολλά τον έπεισα να μετακομίσουμε στην Κωνσταντινούπολη. Δεν ήταν η γενέτειρά μου, μα την ένοιωσα οικεία από την πρώτη στιγμή.

Ωραία χρόνια! Θυμήθηκα τα νιάτα μου, θυμήθηκα πως είναι να μεγαλουργείς με τις δικές σου δυνάμεις, ακόμα και αν όλα τα εύσημα τα έπαιρνε ο Ιταλός. Πότε αντιστράφηκαν οι ρόλοι μας, μη με ρωτάτε. Έγινε σιγά σιγά, ύπουλα, αν δεν με ήξερε κανείς θα με έπαιρνε για μέγαιρα. Αλλά εγώ ήθελα να βοηθήσω αυτόν, τη σχέση μας, εμένα –τελευταία εμένα– να βρούμε μαζί τα πατήματά μας και να μας σέβεται ξανά η γειτονία. Αφέθηκε, βολεύτηκε, μου ανάθεσε όλες τις αποφάσεις κι εκείνος καθόταν στον καναπέ ολημερίς να βλέπει ανούσια θεάματα.

Και τότε ήρθε ο άλλος. Μελαμψός, με την ορμή της νιότης, με άγνοια κινδύνου και επιμονή. Διακριτικός δεν ήταν, αλλά ήξερε να διεκδικεί. Πόσες φορές του είπα όχι, πόσες φορές απέκρουσα τις επιθέσεις του… μα επέμενε, και όσο επέμενε, τόσο άρχισα να τον σκέφτομαι, να φαντασιώνομαι μια νύχτα μαζί του, να αφήσω την κλειδωνιά της πύλης ελεύθερη, τάχα από αμέλεια, και να περιμένω με το διάφανο νυχτικό στο κρεβάτι. Για μέρες (ή μήνες ή χρόνια) με πολιορκούσε· έλεγα στον άντρα μου να συνέλθει, να κάνει κάτι μήπως νοιώσω να με διεκδικεί ξανά, μα εκείνος είχε κολλήσει στα καταραμένα μολύβδινα κρασοπότηρα και δεν περνούσε βραδιά που να μην καταλήξει μισολιπόθυμος απ’ το μεθύσι.

Δεν φανταζόμουν την εξέλιξη. Για την ακρίβεια, δεν είχα ασχοληθεί με την εξέλιξη. Ήθελα μονάχα να αισθανθώ ξανά γυναίκα, να αφεθώ στον κατακτητή να με ξεναγήσει σε νέους ατραπούς. Φάνηκε απ’ την αρχή, μα δεν ήθελα να το πιστέψω. Η βία ήταν στο αίμα του, κι αν με συνέπαιρνε στο κρεβάτι, αν με εξίταραν τα πιπέρια και τα μπαχαρικά που πασπάλιζε τον έρωτα, μού ήταν ακατανόητο να συνεχίσει και μέσα στη μέρα.

Η απέχθεια ήρθε πολύ γρήγορα· μάζεψα τα μπογαλάκια μου και έβαλα πλώρη για Αθήνα. Τότε μόνο συνειδητοποίησα τι με περίμενε. Δεν τα σήκωνε αυτά ο νταής, πήρε τα όπλα του και κατέβηκε ως κάτω να με βρει. Φοβήθηκα, δεν θα το κρύψω, φοβήθηκα πως ήρθε το τέλος μου, δεν το είχε σε τίποτα να με σφάξει αν έφερνα αντίσταση. Έπρεπε να περιμένω –για πόσο;– έπρεπε να αφήσω τον χρόνο να περάσει, μέχρι να έχω το κατάλληλο σχέδιο, μέχρι να ωριμάσει η επανάσταση που χρειαζόμουν. Βοήθεια δεν περίμενα από κανένα, όσα είχα καταφέρει στη ζωή μου δεν τα όφειλα σε ξένα χέρια. Μα το καταλάβαινα μέσα μου, μόνο σαν τύχαινε να εκνευρίσει κανέναν πιο δυνατό θα είχα ελπίδα…

Τι να σας λέω για τα χρόνια εκείνα; Μια λέξη μόνο: δύσκολα. Με είχε μόνιμα αγκαζέ και με περίφερε δεξιά και αριστερά σαν τρόπαιο. Καμάρωνε που είχε δίπλα του τη γυναίκα που κάποτε θαύμαζε ο κόσμος όλος. Ζάρωνα, στεκόμουν δίπλα του σαν μαραμένο δειλινό, ώστε να δουν οι πάντες πως με είχε καταντήσει. Τίποτα δεν θα γινόταν με παρακάλια· άρχισα να μαζεύω χρήματα, να τα στέλνω σε έμπιστους στο εξωτερικό, στην Αγγλία, στη Ρωσία, σε όποιον είχα την παραμικρή ελπίδα να βοηθήσει. Και έκανα τους υπολογισμούς μου – σε χαστούκια, σε μαυρισμένα μάτια, σε μελανιές στα χέρια και την πλάτη. Ας είναι, αν ήταν να απελευθερωθώ, τι ήταν λίγες πληγές στο σώμα;

Τέσσερα χρόνια σκλαβιάς πέρασα (ή μήπως τετρακόσια;) και θυμάμαι μία προς μία εκείνες τις ώρες. Σαν ήρθε η στιγμή της επανάστασης είχα τη σιγουριά θηρίου που βρίσκει χαραμάδα στο κλουβί, θα έφτανα στη ζούγκλα ή θα σκοτωνόμουν. Ακόνισα τα νύχια μου, ακόνισα τα σπαθιά μου, ξεμπούκωσα τα καρυοφύλλια μου και ρίχτηκα πάνω του. Γέλασε στην αρχή, έβαλε τα χέρια του μπροστά και περίμενε να κοπάσω. Όταν το πήρε στα σοβαρά ήταν ήδη αργά για εκείνον –ή έτσι νόμιζα– με έσπρωξε απότομα, άρπαξε από τα χέρια μου το στομωμένο τραπεζομάχαιρο και έπιασε να με χτυπάει, να με γδύνει και να με χτυπάει, να με ματώνει και να ερεθίζεται, να βλέπει τη δυσκολία μου να ανασάνω από την πίεση στον λαιμό και να κοντεύει στην κορύφωση, να φτύνει και να βγάζει άναρθρες κραυγές, να θέλει να με αλλοιώσει, να θέλει γενίτσαρους από μένα μετά από άλλη μια φρικώδη συνουσία.

Ο πολιτσμάνος κατέγραφε απαθής το γεγονός ως αυτόπτης μάρτυρας. Όταν έκρινε πως κινδύνευα να αφήσω την τελευταία μου πνοή, επενέβη. Τότε ούρλιαξε «εντάξει, πάρτε την λοιπόν, μπελάς ήταν για μένα όλα τα χρόνια», αν και το γνωρίζαμε κι οι δυο, αν δεν είχα καλέσει εξουσία ανώτερή του δεν θα με άφηνε ποτέ. Αλλά είχε δίκιο· ήμουν μπελάς, και θα είμαι ξανά για όποιον τολμήσει και σκεφτεί να με υποτάξει στο μέλλον.

Σήμερα γιορτάζω δυο χρόνια λευτεριάς – ή κάτι παραπάνω. Στις γιορτές οφείλεις να έχεις καλή διάθεση, όμως εγώ συλλογίζομαι πως πέρασαν τα ελεύθερα χρόνια και η θλίψη δε λέει να ξεκολλήσει. Τα έβαζα με τον εαυτό μου, φρένιαζα δίχως λόγο, μια παράνοια φώλιασε στα σωθικά μου και άρχισα να πληγώνω μεθοδικά το σώμα μου. Το δεξί χέρι κρατούσε λεπίδι και χαράκωνε τον αριστερό μηρό, το άφηνε κάτω για μια στιγμή και το αριστερό χέρι το σήκωνε με τη σειρά του και έκοβε την απέναντι μεριά όπου έβρισκε, στον καρπό, στην κοιλιά, στη λεκάνη. Κάθε τόσο περαστικοί επενέβαιναν, μου άρπαζαν το χέρι με το όπλο, το πονούσαν ώσπου να τ’ αφήσει και το παρέδιδαν στο άλλο, λες και η άλλη μεριά θα φερόταν σοφότερα.

Στο χάλι που βρισκόμουν δεν κατάφερνα να σταθώ στα πόδια μου. Ζήτησα βοήθεια, ηθική υποστήριξη, δανεικά, και μου τα πρόσφεραν, με ένα μονάχα όρο, να ρουφάνε το αίμα μου μέχρι να στερέψει. Ε και; Τι το ήθελα το αίμα στην κατάστασή μου; Άλλωστε το έχυνα μέρα τη μέρα στις λάσπες των βουνών από μόνη μου.

Αφήστε τα αυτά· τώρα είμαι καλά, έτσι μου λένε, έτσι λέω κι εγώ στον καθρέφτη μου κάθε πρωί. Άρχισαν πάλι να με φλερτάρουν στον δρόμο! Όχι σε κάθε βήμα, όπως στα νιάτα μου, αλλά έχω τις επιτυχίες μου όσο να πεις. Ξέρω τι σκέφτονται οι επίδοξοι μνηστήρες, «θα ρίξω στο κρεβάτι μου ένα ζωντανό μύθο, έναν στραπατσαρισμένο, αλλά ακόμα ζωντανό μύθο» κι ελπίζουν το σκοτάδι στο δωμάτιο του πόθου να κρύψει τα πρόωρα γηρατειά.

Μου αρκεί· έχω το έναυσμα για τη νέα επανάσταση. Θα συγκροτηθώ, τέρμα τα χάπια που έπαιρνα από φόβο μην φουντώσουν οι αυτοκαταστροφικές τάσεις, τέρμα τα δανεικά. Θα σταθώ στα πόδια μου σαν άνθρωπος ζωντανός, οι νεκροζώντανες κραυγές θα πάψουν να στοιχειώνουν τα οράματά μου και θα βγω λαμπερή στον κόσμο να με θαυμάσουν στο φως – γηραιά, σοφή, όμορφη.

Ακόμα να συστηθώ και πέρασα τις σελίδες που μου έθεσαν ως όρο. Μα τέτοιους εγκλωβισμούς δεν τους σηκώνω πλέον. Ας ξεφύγω λιγάκι, ας γράψω τρεις γραμμές εκτός περιθωρίου, ωχ αδερφέ, δεν τρέχει τίποτα… Τα μελαχρινά μου πάθη με χαρακτήριζαν ανέκαθεν, όχι η ξανθιά δομή. Έτσι με ερωτευτήκατε, μην το ξεχνάτε –παιδιά, εραστές, πατεράδες– για εσάς θα είμαι πάντα η Ελλάδα.