Σοφία Πολίτου-Βερβέρη | Ο ταχυδρόμος και ο ντελιβεράς

© Νικόλας Περδικάρης

Ο ταχυδρόμος και ο ντελιβεράς συναντήθηκαν πρώτη φορά έξω από τα πέτρινα τείχη της πολυπληθούς πόλης. Άμαθοι και οι δύο της αφθονίας, απόρησαν που τώρα ένιωθαν ζεστά και οικεία σε αυτόν το πετροβολημένο από τους Κύκλωπες τόπο.
Οσμίζοντας ο ένας τα λιβάνια στα ρούχα του άλλου, άρχισαν τις ερωτήσεις.
-Κι εσύ εδώ;
-Κι εγώ. Κι εσύ;
-Ναι.
-Πώς έγινε;
-Ήταν στην πρώτη χαρά της ημέρας. Μία εβδομάδα πριν πάρω την άδεια για τον γάμο μου. Ήταν οι πρώτοι φάκελοι. Ήταν το πρώτο αυτοκίνητο. Οι καιροί έδειχναν ανέμελοι. Το αυτοκίνητο βιαζόταν μέσα στα στενά. Το αυτοκίνητο δεν ξέρει να διαβάζει εκείνα τα καρφωμένα σήματα στις γωνίες των δρόμων. Κι εσύ;
-Ήταν στην τελευταία βόλτα της νύχτας. Δύο χρόνια που είχα τελειώσει το σχολείο. Μία τελευταία παραγγελία για τους έγκλειστους. Να ήταν το τελευταίο αυτοκίνητο; Οι καιροί ήταν απελπιστικοί. Το αυτοκίνητο βιαζόταν μέσα στα στενά. Το αυτοκίνητο δεν ξέρει να διαβάζει εκείνα τα καρφωμένα σήματα στις γωνίες των δρόμων.
Διασταυρώθηκαν τα μάτια τους τα γυάλινα.
Γέλασαν και τα μαλλιά τους σαν να μάκρυναν λίγο για να τα παρασύρει απαλά το υπόκωφο κύμα του μικρού αέρα.
Κάθε φορά μετά που συναντιούνταν κάτω από τον ανατολικό προμαχώνα, ο ένας κοιτούσε μην έρχεται εχθρός, μην έρχονται οι Αργείοι, την ώρα που ο άλλος μάζευε λίγα αγριολούλουδα. Κι ας ήξεραν πως ο πληθυσμός τούτης της πόλης δεν εξορίζεται.
Πώς κλειδώνεις τον θάνατο σε νερά που κυλούν;