Συχνά οι λέξεις πισωπατούν μπρος στην ορμή της βιωμένης εμπειρίας.
Χρειαζόταν μια απόσταση πριν την οριστική απόδραση. Είχε αναζητήσει ένα ολιγοέξοδο πρόγραμμα άσκησης σε απόκεντρη συνοικία και το είχε βρει. Τρίτες και Πέμπτες στις 19:00 μμ. Ασκήσεις ορθοσωμίας και διατάσεις σε μπάρα για ερασιτέχνες. Σήμερα ήταν η πρώτη μέρα. Σε αυτές τις δραστηριότητες πήγαινε μόνη ꞏοι φίλες ήταν επιφυλακτικές απέναντι σε κάθε νέο περιβάλλον που τους πρότεινε.
Έφτασε στο κοινοτικό κέντρο με μικρή καθυστέρηση και βρήκε την πόρτα της αίθουσας Α-4 κλειστή. Χτύπησε διακριτικά, άνοιξε και αμέσως δίστασε, καθώς καμιά εικοσαριά κεφάλια στράφηκαν να ελέγξουν από κορυφής μέχρις ονύχων την απρόσμενη εισβολέα. Ψέλλισε ένα συγγνώμη, μάλλον έκανα κάποιο λάθος, και έκλεισε μαλακά μπροστά της την πόρτα. Η ομάδα απέπνεε μια αίσθηση σέκτας, σκέφτηκε, δεν έχω τη διάθεση να δώσω πάλι λογαριασμό.
Ωστόσο, είχε φτάσει με κάποιο κόπο μέχρι εδώ, σ’ αυτό το απρόσμενα ευρύχωρο και φωτεινό κτήριο, όπου σπασμένοι ψίθυροι έδιναν την εντύπωση εργατικού μελισσιού με πολλαπλά προγράμματα σε εξέλιξη. Αποφάσισε να το περιδιαβεί και να διαβάσει τα χλωμά ταμπελάκια στο πλάι της κάσας. Περπατώντας, έφτασε γρήγορα στο αριστερό άκρο του διαδρόμου-προθάλαμου. Μια άνετη σκάλα δύο κλάδων οδηγούσε προς το κάτω επίπεδο. Μυρωδιά βανίλιας της άνοιγε την όρεξη. Χωρίς δεύτερη σκέψη, πήρε να κατεβαίνει. Η υποφωτισμένη μαρμάρινη σκάλα εξελίχθηκε γρήγορα σε μια φαρδιά πέτρινη ραμπόσκαλα και αμέσως μετά σε μια συνεχή σπειροειδή ράμπα με μαλακή κλίση γύρω από ένα φαρδύ φανάρι. Πρώτο κουδούνι. Κάπου εκεί, άρχισε να παρατηρεί καλύτερα τον χώρο γύρω της, παρά να στοχεύει να φτάσει στα επινοημένα εργαστήρια της κάτω στάθμης. Το περίεργο ήταν ότι δεν την ξένιζε τίποτα, ούτε καν το κατά τόπους θαμπό και αβέβαιο φως -την καλούσε μάλιστα – ειδικά αυτό. Η ράμπα ήταν ένας εσωτερικός κατηφορικός δρόμος που, λόγω της σπειροειδούς του εκδίπλωσης, είχε και απαλή εγκάρσια κλίση. Στην εξωτερική της πλευρά, τον κυλινδρικό χώρο όριζε ένας αδρά θραπιναρισμένος τοίχος από σκυρόδεμα σε απόχρωση φυσικού σπάγκου, σε αντίστιξη προς την ώριμη ώχρα του ξηρού πατητού κεραμάλευρου του δάπεδου. Αυτό να ήταν που έτριζε τώρα ανεπαίσθητα στο βήμα της; Προς το φανάρι, δέσποζαν επιβλητικοί κίονες αυξομειούμενης διατομής -αποτελούμενοι από συμπαγή, εμφανή, χοντροκόκκινα τούβλα- οι οποίοι εξελίσσονταν στην οροφή σε συγκλονιστικής οικοδομικής τέχνης μανιτάρια. Δεύτερο κουδούνι. Ανάμεσά τους ψηλόλιγνα κλαδάκια γεμάτα βλαστούς αποτολμούσαν μια θαρραλέα καταβύθιση. Τα ορθογωνικά τούβλα παρακολουθούσαν με κανονικό βηματισμό μετατόπισης και σε ελικοειδή διάταξη την καμπύλη διατομή και την αυξομείωση της διαμέτρου του κάθε κίονα, καθιστώντας την επιφάνειά του ένα κτισμένο υφαντό έγχρωμων πλίνθων. Την έντονη εντύπωση χειροτεχνήματος ενέτεινε η διαφοροποίηση στην απόχρωση της μάζας τους, αποτέλεσμα τυχαίας τοπικής πύκνωσης της πρόσμιξης λεπτόκοκκων ψηφίδων αδρανών στο χαρμάνι της πρώτης ύλης. Στο χάδι της, οι επιφάνειες ήταν θερμές. Ζωγράφισε στο μυαλό της γλέντια με σινάφια τεχνιτών.
Η κατάβαση συνεχιζόταν χωρίς αναφορά σε οικεία μεγέθη ορόφων, καθώς η ράμπα έρεε γενναιόδωρα προς τα κάτω, περιστρεφόμενη γύρω από ένα όλο και πλατύτερο εσωτερικό κενό, το οποίο σε μια τελευταία στροφή αποκάλυψε στο βυθό του, ότι επρόκειτο για έναν ασκεπή υπαίθριο χώρο με χαμηλά κτήρια και πυκνή βλάστηση στις αυλές. Κουδούνι τρίτο. Στο άπλετο φυσικό φως χόρευαν κόκκοι ινδικού λουλακί, σαν απολέπιση μιας για την ώρα αόρατης ουράνιας δοράς. Μακρινοί ήχοι καλοκουρδισμένων σαντουριών κελάρυζαν στη σιωπή.
Ένιωθε βέβαια ότι είχε διεισδύσει σε ένα άβατο αλλά η γενική εντύπωση ήταν ενθαρρυντικά φωτεινή, γαλήνια και φιλόξενη. Η αυλαία είχε σηκωθεί. Συνέχισε με τη λαίμαργη περιέργεια δεινής εξερευνήτριας.
Πράγματι, η παράδοξη σήραγγα κατέληγε σε μια οχυρωμένη στα έγκατα του κτηρίου γειτονιά ολόκληρη, με λιλιπούτειες διαστάσεις κτισμάτων και αυλών, μαρμαρωμένης σε μια καμπή του χρόνου. Οι σωλήνες των σπιτιών ήταν εξωτερικοί, αλειφωτοί, επισμαλτωμένοι δηλαδή πηλοσωλήνες, από αυτούς που ήξερε ως τώρα μόνο από μάντρες με προϊόντα κατεδάφισης. Τα εξαρτήματα στα κουφώματα έδειχναν όλα γύφτικα – μάσκουλα, κοντεμίρια και ζεμπερέκια άριστης ποιότητας αλλά κυρίως πονετικά συντηρημένα.
Σε κάθε βήμα αιωρούνταν μια αίσθηση παρουσίας, θροΐσματα, λαχανιάσματα, χτύποι και σουρσίματα, μαζί και φίνες μυρωδιές αλλά, εκτός από ένα ζωηρό κυνηγόσκυλο που ήδη απομακρυνόταν, δεν την είχε ακόμα συναντήσει κανείς. Σ’ ένα παράθυρο μόνο τραβήχτηκε μια ξέθωρη κουρτίνα και αποκάλυψε στο εσωτερικό μια ταραγμένη γυναίκα να βάζει κομπρέσες σ’ ένα ξεθεωμένο παλληκαρόπουλο και ξανά η ενοχή της εισβολής.
Η περιδιάβαση την έφτασε σ’ ένα κεντρικό πλάτωμα από όπου θα έπρεπε να αρχίσει να ξανανεβαίνει, είτε παίρνοντας τον ίδιο δρόμο προς τα πίσω, είτε διαλέγοντας το απέναντι βοτσαλωτό σοκάκι που χανόταν στρίβοντας πίσω από ένα φουρνάρικο. Από εκεί πετάχτηκε ένας πολύ γερασμένος έφηβος, ένας μαθουσάλας με ορμή δεκαεξάρη, δάγκωσε βιαστικά τις τελευταίες μπουκιές μιας πίτας, αδιαφόρησε για το στόλισμα που άφησαν στο δασωμένο γένι του, άρπαξε ένα παρατημένο λασποσάνιδο και επιδόθηκε στο να ξαναοργανώνει τον χώρο της δουλειάς του, ένα χθαμαλό σκαμνί κι έναν κουβά μπροστά στον κροκί εξωτερικό τοίχο, όπου είχε αποκαλυφθεί μια αδιάκριτα λευκή τρύπα στον σοβά.
Επισκευάζετε το κάθε τι με περισσή φροντίδα στη συνοικία σας, του απευθύνθηκε. Α, είπε αυτός κεφάτα, το χτίσιμο ενός σπιτιού δεν είναι παρά ένα μετέωρο ορόσημο στον χρόνο – πεισμωμένος εκείνος αδιαφορεί και επιμένει να κυλάει ∙ η ανακαίνιση αντίθετα αποτελεί μιαν ολική επανεκκίνηση! Την άφησε να το σκέφτεται. Μια πορτοκαλί γάτα προσγειώθηκε με ταλάντωση δίπλα του στο σκαμνί.
Πόσο παλιό είναι λοιπόν το μέρος εδώ, άκουσε τη φωνή της να ρωτά λίγο μετά. Τι να λέμε, της απάντησε, ο χρόνος βρίσκεται σε συνεχή ροή, είναι συγχρόνως και παλιός και νέος, εξαρτάται από που τον κοιτάς. Τίναξε τη λάσπη απ’ το μυστρί πίσω στον κουβά. Κανείς τους δεν έδειξε να αντιλαμβάνεται την προσωρινή αιώρηση. Άλλοι κοιτούν από υψίπεδα γηρατειών κι άλλοι από κοιλάδες της νιότης, συνέχισε, ανασηκώνοντας το φρύδι με μια διάθεση σαγήνευσης. Κατέβηκε από το σκαμνί όπου είχε σκαρφαλώσει και ξαναμπήκε φουριόζικα στο φούρνο. Κι έτσι όπως άνοιξε την πόρτα, σάλπαρε έξω μια ευωδιά ξανθοψημένου σησαμιού και χουχούλισε απέναντι ένα τζάμι.
Η ανάβαση ήταν πολύ πιο σύντομη, μόνο για λίγο καθυστέρησε, καθώς χώθηκε σε καναδυό χλωρές αυλές και χάθηκε ανάμεσα στα μηλοπράσινα και τα τσαγαλιά. Μπροστά σε κάθε αυλόπορτα παρατήρησε και από μια γλαστρούλα, γεμάτη μονόχρωμες γυαλένιες γκαζές, αλλού διάφανες, αλλού πράσινες, άλικες ή θαλασσιές, σαν οι ντόπιοι να ανήκαν σε ομάδες ή κοινότητες, ανάλογες των δήμων των Βυζαντινών ή των φατριών της Ρώμης*. Η γάτα την ακολουθούσε αλλάζοντας τα χρώματα του πέλους της με μελετημένο κάθε φορά κατάλληλο χασμουρητό. Την ονόμασε αμφίσημα Aura (Ώρα). Σε μια μπαλκονόπορτα, νόμισε πως καθρεφτίστηκαν στιγμιαία τα κολπωμένα πανιά ενός ιστιοφόρου. Σε μια επόμενη, ένα λαμπρό ουράνιο τόξο βούτηξε σε ατάραχα απέναντι νερά.
Τελικά δεν βγήκε πάνω ποτέ, έτσι που ουδέποτε σιγουρεύτηκε αν αυτός ο τόπος υπήρχε. Άλλωστε, αυτό που μέτραγε ήταν ότι μπορούσε να τον αφηγηθεί. Και ότι με τόση περιπλάνηση, σκηνή τη σκηνή, το πρόγραμμα της άσκησης αποδείχθηκε μια χαρά επιτυχές.
Όσο για την απόδραση, αυτή είχε μπει από μόνη της στις ράγες. Ο χρόνος μπορούσε να περιμένει την επόμενη αναχώρηση.
(αποχρώσες υπεκφυγές κυριολεξίας, 2oς 2021)
* Λευκό για το χιόνι του Χειμώνα. Πράσινο για τη χλόη της Άνοιξης. Κόκκινο για τη ζέστη του καλοκαιριού και γαλάζιο ή βένετο για την καταχνιά του Φθινοπώρου