Μιρέλλα Μπούτζα | Το γλυπτό

© Νικόλας Περδικάρης

Το στήσανε στην κεντρική πλατεία. Οι περαστικοί κοίταζαν με περιέργεια.

«Τί είναι αυτό; Καινούριο συντριβάνι;»

«Γέμισαν την πόλη».

«Ωραίο είναι».

«Άσχημο είναι».

«Άλλη δουλειά δεν έχουν;»

Δεν ήταν συντριβάνι. Ένα γλυπτό ήταν, από καλλιτέχνη που κέρδισε σε διαγωνισμό. Με τον διαγωνισμό κέρδισε και μια περίοπτη θέση, σε κεντρικό σημείο της πόλης, για το δημιούργημά του.

Το δημοσίευσαν και οι εφημερίδες. Στη μεγαλύτερη σε κυκλοφορία τοπική εφημερίδα είχε και μια συνέντευξη του καλλιτέχνη, καθώς επίσης και του ίδιου του δημάρχου. Ο τελευταίος μίλησε και για άλλα έργα τέχνης που σιγά σιγά θα στόλιζαν πλατείες και πεζόδρομους. «Δικαιούμαστε μια όμορφη πόλη». Αυτό άλλωστε ήταν και το σλόγκαν στις εκλογές.

«Σπουδαίος ο δήμαρχος».

«Και ο δημιουργός;»

«Κι αυτός, σπουδαίος θα ’ναι».

Το γλυπτό έστεκε ολοκαίνουριο. Οι κάτοικοι το σχολίαζαν. Σε άλλους μάλλον  άρεσε. Σε άλλους μάλλον όχι. Σε κάποιους σίγουρα όχι γιατί του πέταξαν μπογιές. Ο Δήμος έβαλε και το καθάρισαν. Οι οικολόγοι έστησαν διαμαρτυρία. Όσο πιο πολλά γλυπτά στήνονται, τόσα λιγότερα δέντρα φυτεύονται. Μάζεψαν κόσμο. Η είδηση καλύφθηκε από το τοπικό κανάλι.

Ο κόσμος μουρμούριζε.

«Μα τί συμβολίζει;»

«Δε σου μοιάζει με αβγό;»

Ο κόσμος περνούσε κοντά του. Στεκόταν μπροστά του. Έτρεχε δίπλα του. Παρέες έδιναν ραντεβού εκεί. Οικογένειες έβγαζαν φωτογραφίες. Μια αδέσποτη σκυλίτσα γέννησε τα κουτάβια της στη βάση του γλυπτού, μέσα στην περίφραξη.

Η βροχή το έβρεχε. Το χιόνι το κάλυπτε. Ο ήλιος το φώτιζε. Οι εποχές άλλαζαν. Ο χρόνος περνούσε. Οι νεότεροι το προσπερνούσαν χωρίς να δίνουν σημασία. Έγινε αναπόφευκτα μέρος της πόλης.

Ώσπου, αποφάσισαν να το μετακινήσουν. Ο Δήμος ανακοίνωσε πως θα ήταν καλύτερα να τοποθετηθεί δίπλα στο νέο μουσείο.

Κάποιοι ξαφνιάστηκαν. Κάποιοι θεώρησαν ότι ήταν αναμενόμενο. Άλλοι αδιαφόρησαν. Μερικοί το βρήκαν καλή ιδέα. Υπήρξαν κι αυτοί που επιχειρηματολόγησαν υπέρ μιας γενικότερης αναμόρφωσης των δημόσιων χώρων. Ο δήμαρχος υποσχέθηκε ότι θα το εξετάσει. «Η πόλη για τους πολίτες». Ήταν άλλωστε  και το σύνθημα στις εκλογές.

Υπήρξε κινητικότητα. Ο κόσμος σχολίαζε. Το τοπικό κανάλι κάλυψε το θέμα με εκτενές ρεπορτάζ. Οι οικολόγοι διαμαρτυρήθηκαν γιατί τα γλυπτά σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να παίρνουν τη θέση των δέντρων που θα μπορούσαν να φυτευτούν. Άγνωστοι πέταξαν μπογιές στους τοίχους του καινούριου μουσείου.

Ο καιρός περνούσε. Οι άνθρωποι προσπερνούσαν. Μερικοί έριχναν ματιές στο γλυπτό. Μάλλον τους άρεσε. Ή μάλλον όχι.

«Τι θέλει να πει ο καλλιτέχνης;»

«Δε μοιάζει με μανιτάρι;»

«Ποιος το έφτιαξε;»

«Σπουδαίος θα ’ναι ».

Οι εποχές άλλαζαν. Η ζωή έτρεχε. Το γλυπτό έστεκε.

Οι κάτοικοι της πόλης το κοιτούσαν και απορούσαν. Το κοιτούσαν και θαύμαζαν. Κάποιοι ούτε που το πρόσεχαν.

Ο χρόνος κυλούσε. Το γλυπτό παρέμενε. Τα χρόνια έφυγαν. Ξεχάστηκε.