Θεοδώρα Βαγιώτη | Δύο ποιήματα

© Albert Renger-Patzsch

Cantus firmus

 Ι

[Λόγος]

Συμφορά που μας βρήκε
καημένε μου σύντροφε με το γέρικο άλογο
τι τα θες
κάτω απ’ την πανοπλία μου
στήθος σφριγηλό
μαστός γαλακτοφόρος
κι όλο χάρη το βήμα μου
πρόστυχο, και δεν το βλέπεις
καθώς μου ψέλνεις ύμνους νικηφόρους
για τη μεγάλη ποίηση∙
εσύ, που έχεις την πείρα της πλοκής
τον στίχο γράψε ως εκεί που
ανατέλλει ο αστέρας της Αμαζόνας
και με το πρώτο κρύο του χειμώνα
ρίξε έναν διασκελισμό πάνω απ’ όλα τα ποτάμια
που με ξεδίψασαν
γιατί έρχεται καιρός
που θα πέσω ηττημένη στη γκιόστρα
πρώτη φορά από σπουδαίο ιππότη
και όπως θα κυλήσει το αίμα μου
μέσα από το ψυχρό μέταλλο
φανέρωση θα γίνει
και να το θήλυ
τ’ όνομά μου
«στον θάνατο νικιέται
αυτή που εξαπάτησε τις δίκαιες κρίσεις θα πουν»
και εσύ από ντροπή θα στρέφεις το βλέμμα

που κάποτε με θεώρησες ποιητή σπουδαίο


ΙΙ

[Τραγούδι]

Στο γέρικο άλογο βαρύς σύντροφος κι αναβάτης,
μετράς με νίκες μάταια τους στίχους της απάτης
μα δεν κατέχεις γνώση μου των ήλιο των ματιών μου
πως μες στο γκρίζο μέταλλο βροντάει ο παλμός μου
που κρύβω στήθος σφριγηλό μαστό γαλακτοφόρο
το άσεμνο το βήμα μου σε δρόμο νικηφόρο
όσον σπουδαία ποιήματα μου φύλαξες τροφή μου
να ξαποσταίνω κάποτε την άγουρη φωνή μου∙

ψάλλε τις νίκες τις παλιές το τώρα μη λυπάσαι
έχεις την πείρα της πλοκής τον στίχο σου θυμάσαι
απ’ τα ριζά του αστερισμού ξέστηθης Αμαζόνας
ως τα ποτάμια τα βαθιά νερό της ανεμώνας
διασκελισμό και σταυρωτή το κέφι σου τραγούδι
γράψε τη νύχτα που ‘σβησε του Ωρίωνα λουλούδι

γιατί ήρθε η ώρα και η στιγμή που λυγερή θα πέσω
στην γκιόστρα τη θανατική με ιππότη θα χορέψω
κι από την πανοπλία μου το θήλυ τ’ όνομά μου
να δείξω με την ήττα μου την όμορφη θωριά μου
«στον θάνατο ας νικηθεί η δολερή γυναίκα
που πίστεις εξαπάτησε και αντρικές συνήθειες»
και εσύ το χώμα θα κοιτάς μπροστά σε άλλους δέκα

π’ άντρας δεν ήμουνα ποτέ στα λόγια και στις ρίμες