Χριστόδουλος Ράδος | Η φωτογραφία

© Γεωργία Τσόκου

Αχ, εκείνο το παλτό. Μικρός σαν ήμουν, ένιωθα τέτοιο δέος απέναντί του. Η επιβλητική του όψη, οι αυστηρές γωνίες του, το σκληρό του ύφασμα αλλά και η ζεστή συντροφιά του. Πλέον, δεν μπορώ να φανταστώ μεγαλύτερη παρηγοριά για έναν στρατιώτη πέρα από το παλτό. Ίσως και την φωτογραφία κάποιας κοπελιάς που έχει πεθυμήσει. Εκεί κάπου, μέσα στον σκονισμένο θάνατο, το μοναχικό κρύο, την συντροφική αλληλεγγύη πολεμιστή προς πολεμιστή, που αλίμονο αν υπάρχει και πέρα από τις ταινίες, εκεί που ο φόβος τρυπά κόκκαλα, βυθίζει μνήμες στο απέραντο ποτέ του «θα κάνω», η ζεστασιά του παλτού δίνει την τελευταία ανάμνηση στοργής, ανάπαυσης του μυαλού.
Για χάρη αυτού του παλτού έμαθα να σκαρώνω ιστορίες στο μυαλό μου. Μάλλον, ποτέ δεν έμαθα. Και όχι για χάρη του. Με την αφορμή του. Γιατί πάντα ήξερα πώς να το κάνω. Μου έβγαινε τελείως φυσικά. Άργησα βέβαια να μάθω να τις αποτυπώνω αλλά από πάντα ήμουνα καλός στο να τις χτίζω. Και πώς βρέθηκε στα χέρια μου τούτη η φωτογραφία; Μου την έστειλε το παρελθόν, συστημένη, τώρα που μεγάλωσα και έγινα ευαίσθητος απέναντι στον φόβο του μέλλοντος.
Πατέρα δεν γνώρισα. Όπως όλα τα παιδιά, ήλπιζα πως κάποτε θα τον γνωρίσω. Στην αρχή, γυρνούσα σπίτι από την γειτονιά όπου έπαιζα και ρώταγα τη μάνα μου «Μαμά, που είναι ο άντρας σου;». Τον πρώτο καιρό ήταν απλά ο άντρας της. Αργότερα που μου εξήγησαν λίγο μεγαλύτερα παιδιά πως ο άντρας της μάνας μου ήταν και πατέρας μου, κόντεψα να λιποθυμήσω εκεί επιτόπου. Γύρισα τρέχοντας σπίτι, μπήκα κλαίγοντας μέσα, έφτασα στην πόρτα της κουζίνας. Μόλις αντιλήφθηκε η μάνα την παρουσία μου από τα βαριά, επιδεικτικά μου ρουθουνίσματα, στην προσπάθειά μου να της δείξω τον θυμό μου, άρχισα να ωρύομαι «Δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ!» και «Που έχεις κρύψει τον μπαμπά μου;».
Δεν άντεξα πολύ να της κρατάω μούτρα. Μόλις δα το ίδιο μεσημέρι, τώρα που θυμάμαι καλύτερα, έβαλα για λίγο στην άκρη την οργή μου. Ήταν που το σπίτι μοσχοβόλαγε τα γεμιστά που τόσο λαχταρούσα από μικρός. Το αγαπημένο μου φαγητό. Τώρα που μεγάλωσα, υποψιάζομαι πως μάλλον επίτηδες τα μαγείρεψε εκείνη τη μέρα, αφ’ ότου κατάλαβε τί είχα. Προσπάθησα να της κρατήσω κακία και με κάθε ευκαιρία να της το δείχνω, μα δεν μου ήταν εύκολο. Ανέκαθεν ήμουν κακός στο να θυμώνω στους άλλους.

Από εκείνη τη μέρα, άρχισα να φτιάχνω σενάρια στο μυαλό μου. Πρώτα, πίστευα ότι ο πατέρας μου ήταν μέγας αρχιτέκτονας και κάθε που είχε λίγη μονάχα όρεξη, κάθε που δεν βαριόταν, έχτιζε κάθε θαυμαστό κτήριο που είχα ως τότε αντικρύσει. Μάλιστα! Τρανός αρχιτέκτονας. Ύστερα μια μέρα, ήρθε ο γιατρός στο σπίτι κι εγώ δεν ήμουνα καθόλου καλά, υπέφερα. Και μου έδωσε μια αντιβίωση και αμέσως έγινα πάλι περδίκι. Τον θαύμασα τόσο αυτόν τον άνθρωπο, που τα κτήρια έπαψαν πια να έχουν σημασία για μένα. Ο άνθρωπος με έσωσε από τον πόνο. Με το που ξεστράτισε από το σπίτι μας κιόλας, ξεκίνησα με αδύναμη και τραχιά φωνή αλλά με βλέμμα γεμάτο ενθουσιασμό και πονηριά «Μαμά, ο γιατρός είναι ο μπαμπάς μου έτσι;». Αυτές και άλλες πόσες ιστορίες σκάρωσα με το μυαλό μου. Και κάθε που έβλεπα πόσο λαμπρός ήτανε σ’ αυτό που έκανε, σκεφτόμουν πόσο θα ‘θελα κι εγώ να του μοιάσω.
Και να’ σου κείνη την άλλη μέρα, κατεβάζει η μάνα από το πατάρι το αμπέχονο της φωτογραφίας. Και τα μάτια μου έλαμπαν. Σα να έβλεπα το πρόσωπό του, το ψηλό του κορμί, το γυμνασμένο, με τους φαρδιούς ώμους, το στιβαρό, και ένα σπαθί στο χέρι. Είχε πάει στον πόλεμο λοιπόν. Και ποιος ξέρει πόσα κεφάλια θέρισε με το ολόχρυσο σπαθί του. Όλα αυτά στη θέση της κρεμάστρας που το κράταγε όρθιο. Έτσι τον φαντάστηκα τότε. Της έπρηξα τα συκώτια της μάνας να μου εξηγήσει ποιανού ήταν το αμπέχονο, μα κουβέντα δεν της ξέφευγε. Σκεφτόμουν ότι δεν μπορούσε ούτε κατά διάνοια να με ξεγελάσει. Δικό του ήταν! Και μετά απ’ όλα, η φωτογραφία τούτη.
Ύστερα απ’ τη φωτογραφία, το παλτό το κρέμασε σε μια κρεμάστρα κάπου βαθιά σε κάποια ντουλάπα μαζί με άλλα παλιά ξεχασμένα ρούχα. Και το ξέρω γιατί δεν το άφηνα από τα μάτια μου. Είχα διαρκώς το νου μου εκεί. Και όποτε αυτή το έσερνε κάπου, να’ σου κι εγώ από πίσω σαν άλλος ντετέκτιβ του εξαφανισμένου πατέρα. Το αμπέχονο πέρασε χρόνια κλεισμένο εκεί μέσα. Από τότε που βολεύτηκε, μέχρι λίγο μετά την κηδεία της μάνας που χρειάστηκε να καθαρίσω το πατρικό μου για να το πουλήσω.
Ταυτόχρονα, εκείνη την περίοδο μπαινόβγαιναν αρκετοί άντρες στο σπίτι. Και μετά την αποκάλυψη του πατέρα-παλτού, που στεκόταν ανήμπορος να επιβάλλει την τάξη, ένιωσα χρέος μου να δείξω την ενόχλησή μου. Στην αρχή, σταμάτησα να χαιρετάω και να στραβομουτσουνιάζω. Διάφορες φάτσες άφηναν το σπίτι όταν εγώ γυρνούσα από το σχολείο. Δεν φάνηκε αυτή μου η δυσφορία να επηρεάζει κανέναν. Αποφάσισα να προχωρήσω στο εναλλακτικό πλάνο. Έτσι, μια μέρα δε γύρισα στο σπίτι μετά το σχολείο. Σκέφτηκα ότι θα ανησυχήσουν. Όπως και έγινε. Αλλά μάλλον δεν ήταν αυτός ο σωστός τρόπος. Με βρήκαν δύο αστυνομικοί να ταΐζω κάτι πάπιες με το κολατσιό μου στη λιμνούλα στο πάρκο δίπλα από το σχολείο. Τη λαχτάρισα τη μάνα μου. Πρέπει να το παρατράβηξα, σκεφτόμουν. Δε μπόρεσα ποτέ να της μιλήσω ευθέως για το πρόβλημά μου. Ντρεπόμουν. Τί ήθελαν όλοι εκείνοι οι άντρες στο σπίτι; Πλέον ξέρω αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα μάθετε κι εσείς!
Αναφορά στο μπαμπά έδινα ανελλιπώς. Και αργότερα που βαρέθηκα να μην παίρνω κάποια απόκριση, σταμάτησα να τον απασχολώ με τέτοια ζητήματα. Υπέθεσα ότι θα τα είχαν λύσει μεταξύ τους. Δεν σταμάτησα όμως να πηγαίνω και να κάθομαι, να του κρατάω παρέα εκεί στη ντουλάπα που περνούσε τόσες ώρες μοναχός του.
Μέχρι εκείνη την αποφράδα μέρα. Τη μέρα που ωρίμασα τόσο ξαφνικά. Ψάχνοντας κάποιο συρτάρι, έπεσε ξανά στα χέρια μου, μετά από καιρό, μια φωτογραφία του παππού από τον πόλεμο. Την είχα ξαναδεί. Αλλά δεν την είχα προσέξει ποτέ. Και να’ σου και το παλτό. Το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που μπορεί και να άλλαξαν θέση τα κύτταρα του εγκεφάλου μου, να διευθετήθηκαν εκ νέου.
Δεν το κρύβω πως δυσαρεστήθηκα με αυτή την ανακάλυψη. Ναι, ο παππούς μου είχε πάει στον πόλεμο. Το παλτό ήταν το μόνο που απόμεινε απ’ αυτόν και επέστρεψε πίσω μόνο το περιτύλιγμα. Και ίσως άμα ζούσε να ήταν ήρωας πολέμου. Θα έπρεπε να νιώσω πολύ περήφανος, έτσι μου είπε η μάνα μόλις ανίχνευσε την απογοήτευσή μου στον αέρα που με περιτριγύριζε. Αλλά να, βλέπεις, δεν ήταν ο πατέρας μου.