Νικήτας Δεσποτίδης | Αντικατοπτρισμός

© Arnaud Claass

Είναι πήχτρα σκοτάδι, και έχει χαλάσει η μεγάλη σκάλα στα φώτα μου, και παράλληλα νυστάζω. Παρ’ όλα αυτά, οδηγώ γρήγορα. Ξέρω τον δρόμο.

Έχει αέρα και έχω ανάψει τη θέρμανση. Ακολουθώ την άσπρη γραμμή και ξέρω πως στην άκρη του δρόμου η μπάρα είναι σάπια και από κάτω τα μαύρα βράχια και τα κύματα. Ακολουθώ την άσπρη γραμμή, ευλαβικά. Δεν ακούω μουσική. Ποτέ δεν ακούω μουσική όταν οδηγώ.

Αφήνω το αυτοκίνητο στο πλάτωμα, κοιτάω κάτω και βλέπω το μπλε φωτάκι αναμμένο. Ωραία. Αν είχα φτάσει ως εδώ για να μην είναι κανείς, θα με εξόργιζε. Σπρώχνω το συρματόπλεγμα και κατεβαίνω το μονοπάτι που έχουν χαράξει οι γίδες. Έχει πλάτος μισό μέτρο και είναι γεμάτο φρύγανα και αγκάθια. Έπρεπε να φοράω πιο χοντρές κάλτσες. Τέλος πάντων, μετά από λίγο φτάνω.

Άμα δεν είχε φεγγάρι θα είχα χαθεί πάντως. Τα μέρη εκεί είναι ύπουλα· πριν να το καταλάβεις χάνεις τα μονοπάτια, περιπλανιέσαι και βγαίνεις στους γκρεμούς. Το τελευταίο πράγμα που ακούς είναι ο ήχος της πέτρας που ξεκολλάει. Όμως είχε φεγγάρι, και οι κορυφές των κυμάτων γυάλιζαν και είχα και το μικρό φως να με οδηγεί.

Ο κόλπος είναι μικρός, η κακοκαιρία δεν κόβει σχεδόν καθόλου. Μέχρι να φτάσω στην πόρτα, τα ρούχα μου είχαν βραχεί και είχα ξυλιάσει. Δυο φορές πήγα να γλιστρήσω· άκλαυτος θα πήγαινα. Όταν πνίγεσαι μέσα στη νύχτα, γρήγορα χάνεις την αίσθηση του πάνω και του κάτω. Δε ξέρεις προς τα πού πρέπει να βγεις, είναι παντού ένα κρύο, ήσυχο σκοτάδι. Κάποιοι νομίζουν πως βλέπουν το φεγγάρι σε έναν βράχο, και κολυμπάνε κατ’ ευθείαν προς την άβυσσο. Έτσι μου έχουν πει.

Μου ανοίγει ένας κοντός με άσπρο πουκάμισο. Πριν μπω, βλέπω πως μέσα στη μπλε λάμπα ζευγαρώνουν δυο μύγες. Το σπίτι είναι παλιά αγροικία, την χρησιμοποιούσε ένας γέρος και ξεχειμώνιαζε εδώ. Πάνε πέντε χρόνια που έγινε κατάληψη. Δυο φορές ήρθανε κάτι ξένοι κληρονόμοι να τους διώξουν. Την δεύτερη ο ένας γύρισε χωρίς αυτί, τους πέρασε.

Εγώ, βέβαια, είχα έρθει εκεί για δουλειά. Βρίσκω τον πιο μοναχικό τύπο και τον πλησιάζω. Του προτείνω ποτό, αρνείται και τον παρατάω μόνο. Κάθομαι στο τραπέζι που παίζουν ζάρια τρεις καλοντυμένοι, στουπιά από το μεθύσι. Τους κλέβω εύκολα, φωνάζω το νούμερο που κέρδισα για να το ακούσουν όλοι. Και τα ξοδεύω όλα σε κεράσματα, δεν ασχολούμαι με μικροδουλειές.

Ο μικρός με κοιτάει με το στόμα ανοιχτό και σκέφτομαι τις μύγες στη λάμπα. Πάω και του μιλάω, τώρα το θέλει το ποτό του. Έχω μάθει, πως βρήκε σε μια πλαγιά μια ξεχασμένη εκκλησία -συμβαίνουν κάτι τέτοια στην περιοχή, περνάνε τα χρόνια, πέφτει ο ασβέστης τους, γίνονται ένα με το τοπίο και κανείς δεν περπατάει πια στις ερημιές. Την βρήκε και μάζεψε δυο εικόνες και -ακόμη καλύτερο- ακάνθους από ένα κορινθιακό κιονόκρανο σπασμένο. Ο ανόητος, δεν είχε ιδέα τι να τα κάνει. Προσπάθησε να πλησιάσει κάτι τουρίστες, που τρόμαξαν και κάλεσαν την αστυνομία. Και η ιστορία θα είχε τελειώσει εκεί, με τον βλάκα στην φυλακή και τα ευρήματα καταχωνιασμένα σε κάποια αποθήκη μουσείου, αν δεν υπήρχε ο καλός μου ο σύνδεσμος ο υπαστυνόμος.

«Κοιτάξτε να δείτε κύριε, νομίζω πως δεν δυσκολεύεστε να δείτε ότι είμαι η μοναδική αξιόπιστη επιλογή που έχετε. Και σας διαβεβαιώ· κανείς δε θα σας δώσει παραπάνω από όσα, δίχως φειδώ, επειδή θαυμάζω τις αρχαιότητες, σας προσφέρω». Ο τύπος με πίστεψε σχεδόν αμέσως.

«Πότε μπορώ να τα δω;»

Με κοίταξε αθώα και μου είπε «Τώρα, εδώ. Τα κουβαλώ πάντα μαζί μου». Μου έδειξε με το δάχτυλο στην διπλανή καρέκλα μια μεγάλη τσάντα.

Πήγαμε κάπου παράμερα και του έδωσα τα πέντε χαρτονομίσματα. Έπειτα χαιρέτησα τους κυρίους, και βγήκαμε έξω. Είχε κοπάσει ο αέρας, ακουγόταν μόνο η θάλασσα που φούσκωνε στους βράχους και τα τριζόνια. Κάτω από το φως της μπλε λάμπας και του φεγγαριού έβγαλε από την τσάντα ένα μεγάλο θραύσμα. Ήταν υπέροχο, ένα λεπτοφτιαγμένο φύλλο και από πάνω του η έλικα. Το μάρμαρο έλαμψε μέσα στη νύχτα. Άπλωσα το χέρι μου, για να το πάρω.

Τότε, δεν ξέρω τι τον έπιασε τον μικρό. Ίσως τον τρόμαξαν τα μάτια μου που γυάλιζαν, το ειρωνικό μου χαμόγελο, το βήμα που έκανα. Και έβαλε το μάρμαρο κάτω από τη μασχάλη του που λύγισε απ’ το βάρος και μέτρησε πίσω τα χαρτονομίσματά μου και τα έριξε στο χώμα.

Θυμήθηκα το δρόμο που είχα κάνει, τα αγκάθια. Χίμηξα πάνω του για να τού το πάρω και εκείνος το σήκωσε ψηλά στον ουρανό. Όμως εγώ του τράβηξα το χέρι, και το χέρι του λύγισε, και τα δάχτυλα δεν άντεξαν στο βάρος και υποχώρησαν. Και ο άκανθος γλίστρησε και τον είδα να πέφτει με κρότο μες στο νερό. Ο άλλος με κοίταξε με οργή και πριν προλάβω να τον αρπάξω έπεσε μέσα στην θάλασσα.

Πέρασαν τρία λεπτά μέχρι να το παραδεχτώ ότι είχε πνιγεί. Δεν είχε ελπίδα, με τέτοιον καιρό και μέσα στη νύχτα. Έβαλα το χέρι μου μέσα στην τσάντα. Αλλά τρία τέτοια, πανέμορφα θραύσματα και δυο εικόνες. Σήκωσα την τσάντα και ξεκίνησα να φύγω, αλλά πρώτα κοίταξα το νερό. Ανάμεσα στους αφρούς, βαθιά, μέσα στο ατέλειωτο σκοτάδι, είδα το άσπρο φεγγάρι σφηνωμένο σε ένα βράχο. Πέρασαν δυο στιγμές ιλίγγου και ναυτίας μέχρι να καταλάβω ότι έβλεπα την μαρμάρινη έλικα.

Ανέβηκα σιγά σιγά την ανηφόρα, σκίζοντας στα αγκάθια τα πόδια μου. Και μπήκα στο αυτοκίνητο, οδηγώντας αργά, στροφή τη στροφή. Χωρίς μουσική, με τον φόβου του γκρεμού και της σάπιας μπάρας. Ακολουθώντας ευλαβικά τη λευκή γραμμή.

* * *


Ο Νικήτας Δεσποτίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000. Η λογοτεχνία για εκείνον υπήρξε ανάγκη από πολύ μικρή ηλικία, γεγονός που τον ώθησε στον κόσμο των γραμμάτων. Σπουδάζει φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Λογοτεχνικά θέματα που τον συγκινούν είναι ο φόβος για το μέλλον, οι χαμένες ευκαιρίες και η εμμονή στο ασφαλές και εξωραϊσμένο παρελθόν.