Πουπερμίνα (ΜηχανικόΜολύβι) | Επτά φεγγάρια μετά

Artphoto by Cristina Coral

  Έχουν περάσει ήδη επτά φεγγάρια μετά το τέταρτο κύμα. Κάθε που έσβηνε κι ένα, έβαφε μαύρο έναν καθρέφτη. Ευτυχώς κι είχε ξεμπερδέψει τώρα μ’ αυτούς. Να μην χρειάζεται να έρχεται αντιμέτωπη μ’ εκείνη την αλαφιασμένη όψη απέναντι. Ωστόσο το πάλευε ακόμα με τη φυσική της κατάσταση. Είχε πια μπουχτίσει να περπατάει μόνο πέρα δώθε και ήδη δοκίμαζε μήπως και καταφέρει ν’ ανεβαίνει σε τοίχους και οροφή. Αν δεν την ξεγελάει η μνήμη της, ίσως κάποτε να είχε παραγγείλει ανοξείδωτους γάντζους και ιμάντες να έρθουν με την επόμενη από αέρος παράδοση. Ή μήπως το είχε μόνο σκεφτεί να – και τότε ήταν που έλαβε την ειδοποίηση υπερχρέωσης. Έτσι δοκίμαζε δίχως – εδώ και μέρες. Σε μια απ’ τις πτώσεις είχε χτυπήσει άσχημα τον αγκώνα της.

  Από καιρό έκαψε το ένα μετά το άλλο τα περιττά έπιπλα, ν’ ανοίξει ο χώρος. Να μπορεί να σχεδιάζει με το κάρβουνο στους τοίχους μορφές. Είχε παρατηρήσει, ότι άρχιζαν να της μιλούν περίπου στο  δεκαήμερο της εποίκισης του τοίχου της. Κάθε τόσο προσέθετε και μια διαφορετική. Να, προχτές τον περιπατητή με τη ράβδο! Τη θέλησε να μοιάζει με γκλίτσα, τέτοια που έπαιρναν κοντά οι πατεράδες για τα φίδια, στην εξοχή. Δεν της βγήκε κι έμεινε μια μουτζούρα στο ύψος του πόμολου, ογδόντα ένα εκατοστά πιο δεξιά. Κι ο περιπατητής μουγγός. Πριν μέρες έκαψε και το  τσέλο. Αρκετά κανάκεψε την ταστιέρα του, αυτό αμέτοχο στην κατάσταση την πλημμύριζε ήχους, που ο πλούτος τους δεν έβρισκε χώρο στα κλειστά όρια της ζήσης της. Το τιμώρησε. Άδειασε άλλωστε τελείως εκείνο το δωμάτιο και σκαρφάλωνε τώρα τέρμα πάνω στη σωλήνα του καλοριφέρ, να αγναντέψει. Στα δύο μέτρα κι ογδόντα δύο εκατοστά. Τραβούσε και τις κουρτίνες, να χαζεύει τα μικρά θερμοκήπια στα μπαλκόνια, δύο μέτρα και σαράντα επί ένα μέτρο και είκοσι, απέναντι. Κι εκείνη καλλιεργούσε κάποια στοιχειώδη για τροφή, ωστόσο σε πέντε μόνο γλάστρες, Φ39.

  Τις νύχτες δοκίμαζε να κοιμάται στις ντουλάπες, ώστε να βγαίνει –έξω- το πρωί. Εκεί μέσα, με μαζεμένα τα πόδια στη κοιλιά, ένιωθε την παρουσία του Α. Μια φορά δοκίμασε και το κάτω συρτάρι της σιφονιέρας. Εκείνος δεν ήρθε. Ίσως μιαν άλλη φορά να -. Μήκος ένα μέτρο και δεκαπέντε εκατοστά, πλάτος μισό μέτρο. Μπαταρισμένο τουλάχιστον δώδεκα πόντους μπροστά κι ας ήταν τώρα δέκα κιλά ελαφρύτερη. Ξεγελούσε το κορμί, να νομίζει ότι πονάει από το άβολο στρίμωγμα κι όχι απ’ τη μοναξιά του. Για κάτι μισάωρα τον έπαιρνε αβέβαια, μέχρι που ξανάκουγε από κάτω τους γόους πεινασμένων τσακαλιών. Δεν χόρταινε ύπνο εδώ και μήνες. Παραφύλαγε μήπως ξαναπερνούσαν από κάτω κυνηγημένα εκείνα τα μπουλούκια των νεαρών παιδιών που προσπαθούσαν να ξεσηκώσουν τους λουφασμένους. Να πήγαινε κι αυτή. Ίσως μόνο τα παιδιά να -. Είχαν ωστόσο πολλές βδομάδες να φανούν, το πόσες, από δική της αμέλεια, δεν είχε καταμετρηθεί. Μήπως μήνες.

  Τα μεσημέρια πελεκούσε με θραπίνα τις λείες επιφάνειες να γίνουν αδρές. Να μη πατινάρει ο Levid-27 με τα σόγια του. Όταν άρχιζε ο εγκλεισμός να την στενεύει αφόρητα, ξήλωνε κι από μια πλήρη πλευρά σοβατεπί. Είχε υπολογίσει, ότι στο σύνολο της επιφάνειας του σπιτιού θα κέρδιζε εξήντα ένα τρέχοντα μέτρα επί ένα εκατοστό του μέτρου – πάνω από μισό τετραγωνικό ζωτικό χώρο-. Οι υπολογισμοί εξυπηρετούσαν τον καθημερινό ρυθμό. Δούλευε έτσι το μυαλό, ώστε να -. Κατά τα άλλα αλωνίζουν στις σκέψεις της ακατάπαυστα και ασύντακτα τα ηχηρά μηνύματα απ’ τις πυκνά τοποθετημένες  ντουντούκες στους στύλους ηλεκτροφωτισμού, δεκαεφτά οι στύλοι εντός οπτικού πεδίου,  πενταπλάσιοι σήμερα οι θάνατοι, τέσσερα τα προκριθέντα ματαεμβόλια για την τελική φάση κατοχύρωσης της παγκόσμιας πατέντας, χθες τριπλασιάστηκαν τα κρούσματα, τουλάχιστον πέντε γλάστρες με τα χρειώδη, οι ταφές πλέον αδύνατες λόγω μόλυνσης του ογδόντα τοις εκατό των εδαφών, επταπλασιάστηκαν οι καύσεις, κέρδος μισό τετραγωνικό, οι στάχτες απορρίπτονται σε αναλογία ένα προς είκοσι έξι  στις αμμουδιές. Ήδη πριν επτά μήνες κι εννιά μέρες ανακοινώθηκε, πως ήταν πολύ αργά πια για να -. Αριθμοί.

  Ανατριχίλα κι ας μη φυσάει καθόλου. Μετά το δεύτερο κύμα επιδημιολογικού δείκτη Ρω μηδέν μεγαλύτερο του δώδεκα οι πολίτες χωρίστηκαν μέσα σε μια βδομάδα τελείως συγκυριακά, αν κι επιβεβλημένα,  σε δύο ομάδες, εκείνους που αποσύρθηκαν -αφήνοντας σε μια νύχτα τα πάντα πίσω τους- σε μικρές, αραιές κοινότητες με αυτοσχέδια καταλύματα σε αγρούς και δάση και  στους άλλους που παρέμειναν στα παλιά μεγάλα πολεοδομικά συγκροτήματα. Εδώ είχε επιβληθεί υποχρεωτικός εξοπλισμός όλων των –πλέον αποκλειστικά ατομικών- δωματίων με νιπτήρα-σκάφη και ειδικά δοχεία υγρού σαπουνιού, που ενεργοποιούσαν σειρήνα με φωτεινό σινιάλο στην κύρια όψη, αν τύχαινε να μείνουν αδειανά. Μεγάλο ρεζίλεμα. Μπορούσε να οδηγήσει και σε πογκρόμ. Η είσοδος στα κτήρια παρέμενε κλειστή για σαρανταπέντε λεπτά μετά την χρήση της από τον/την προηγούμενο/-η κι ας κυκλοφορούσαν όλοι άπαξ ανά δεκαήμερο, αλφαβητικά, μουμιοποιημένοι σε πλαστικές φασκιές από κορυφής μέχρις ονύχων. Δεν επιτρεπόταν τα ενιαία μπαλκόνια, κι όσοι διέθεταν, είχαν υποχρεωθεί σε τοπική καθαίρεση του ενδιάμεσου τμήματος, ώστε κάθε δωμάτιο να έχει το αποκλειστικά δικό του. Κατ’ εξαίρεση επιτρεπόταν και το δίδυμο κτιστό διαχωριστικό με ενδιάμεσο κενό μήκους κατ’ ελάχιστο ένα μέτρο και σαράντα πέντε εκατοστά. Μεικτό άραγε ή καθαρό; Μήπως αξονικά. Αρχικά απέτυχε, γιατί στους χαμηλούς ορόφους σκαρφάλωναν άστεγοι. Εν τω μεταξύ είχαν επιζήσει ελάχιστοι κι απ’ αυτούς.

  Αυτή ωστόσο είχε μείνει μόνη στο αρχικό διαμέρισμα -είχε προλάβει κι είχε φυγαδεύσει σε ασφαλέστερο περιβάλλον ακόμα και το σκυλί-, τρία δωμάτια, κουζίνα, λουτρό και χολάκι εισόδου. Εξήντα έξι τετραγωνικά μέτρα και εβδομήντα οκτώ τετραγωνικά εκατοστά. Αν είχαν παραμείνει κι άλλοι συγκάτοικοι, θα έπρεπε πρώτον, να έχουν ξηλώσει την είσοδο και να αφήσουν το χολ ανοικτό, ως συνέχεια του διαδρόμου του ανά ημίωρο αυτοαπολυμαινόμενου κλιμακοστάσιου. Δεύτερον, να εγκαταστήσουν στην κουζίνα και το λουτρό σύστημα ελέγχου πρόσβασης, ώστε να απενεργοποιείται η κλειδαριά μόνον στον επιτρεπτό χρόνο μετά τον αυτόματο ψεκασμό απολύμανσης, σε συνέχεια της επίσκεψης του χρήστη που είχε μόλις προηγηθεί. Και τρίτον, να εξοπλίσουν με συσκευή ηχητικού σήματος τις πόρτες εισόδου στις υποχρεωτικά διαρκώς μανταλωμένες ατομικές κάμαρες. Κι ο καθένας να έχει στη διάθεσή του για ξήλωμα πολύ λιγότερα τρέχοντα μέτρα σοβατεπί. Μπορεί να ξεχνάει κάτι τέταρτον, μπορεί και όχι. Ήξερε πως ήταν καταγεγραμμένη στον κατάλογο των καταχραστών ατομικών δωματίων κι αργά ή γρήγορα θα της επέβαλαν συγκάτοικο. Θα ταμπουρωνόταν στο καθιστικό, είχε ήδη εγκαταστήσει στη δίφυλλη συρόμενη μια καλή κλειδαριά. Ο νιπτήρας του έκανε ανέκαθεν το πιο τρυφερό γουργουρητό.

  Περίμενε γράμμα. Όταν αργούσε έδενε μια ζώνη και κρεμιόταν αργά το απόγευμα απ’ το μπαλκόνι της περιμένοντας μήπως φτάσει το πρωί. Την ίδια ήδη νύχτα μούδιαζε. Μαζεύονταν τότε ανακούρκουδα στη γωνία του στηθαίου και πέτρωνε σα γρύπας. Η ώρα περνούσε κάπως ευκολότερα. Το συνήθισε να στέκεται εκεί ασάλευτη και να στοχάζεται την πολυκατοικία, μιαν εκκλησιά ταμένη στην Παναγιά Καταφυγή. Καμιά φορά άκουγε να θροΐζουν τα φτερά του παλικαριού στον τρίτο. Έβγαινε κι αυτός καραούλι στο κιγκλίδωμα, αλλά δε μπορούσε με τίποτα να βολέψει τα φτερά του. Δεν την είχε ποτέ αντιληφθεί. Άναβε στη σκέψη της κεριά και τα στερέωνε κάθε τριάντα εκατοστά στην κουπαστή. Ήταν τυχερή, όταν επικρατούσε νηνεμία, τα κεριά φώτιζαν την εξασθενημένη μνήμη της. Κάθε φορά που ερχόταν μια δεκαοχτούρα στα μαλλιά της και τη λέρωνε, θυμόταν πως, αν έφτανε γράμμα, ίσως να έπρεπε να απαντήσει και κουρασμένα αναρωτιόταν, άραγε, θα ήταν πια ποτέ ξανά μπορετό να απαγκυλωθεί;

  Πόσο το ‘θελε τώρα να θυμηθεί αύριο να ξαναμετρήσει κάτω στο ρείθρο εκείνα τα δειλά άγρια λουλουδάκια! Τις προάλλες τα βρήκε, όσο μπορούσε να διακρίνει από ψηλά, θαρρεί, τέσσερα. Κι ίσως αν ξεκουνιόταν, να τους ρίξει και μερικές σταγόνες νερό. Έτσι, για να –.

 

***


Η Πουπερμίνα (Μηχανικό Μολύβι) γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο του Μονάχου και ασκεί έκτοτε μάχιμα την αρχιτεκτονική στην Ελλάδα.  Από μικρή παίζει σκιτσάροντας και γράφοντας με μαύρα και χρωματιστά μολύβια, μέχρι που ανακάλυψε το μηχανικό και συνέχισε μ’ αυτό. Πιο συστηματικά γράφει από το 2011.
Είναι συντάκτρια και εικαστική επιμελήτρια του ιστολογίου “Μηχανικό Μολύβι – αμήχανες ιστορίες διά δικτύου https://technischerbleistift.blogspot.com/, όπου αναρτά αποκλειστικά δικά της κείμενα και στίχους. Συμμετοχές της έχουν δημοσιευθεί σε ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά και ιστολόγια, μεταξύ των οποίων τα*: *τοβιβλίο.net, Φρέαρ, Με ανοιχτά βιβλία, Diastixo και Bibliothèque.