Θεοδώρα Βαγιώτη | 25η Ιουνίου

© Lee Friedlander

Στη διασταύρωση που βλέπει το εφηβικό μου παράθυρο
πηγαινοέρχονται μουτζούρηδες με τα χέρια στις τσέπες
χτυπώντας γαλλικά κλειδιά και κατσαβίδια
μία μπάντα ολάκερη στον ρυθμό των συνεργείων
που ξεφυσά κάθε τόσο επτά όγδοα
αντρικών χαιρετισμών και πρόστυχων λόγων
κι η μάνα μου με στέλνει πότε – πότε
στο μπακάλικο του Τσάρλι
που θα πεθάνει του χρόνου τέτοια μέρα από καρδιά
πάνω στην ταμειακή μηχανή
και όπως κουβαλώ τα άδεια μπουκάλια μπίρας
μία κατσαρίδα αθάνατη
θα βγει από το στόμιο <του Άδη>
θα περπατήσει στο χέρι μου μέχρι τον ώμο
κι ύστερα απ’ τον κορμό μου ως την άσφαλτο
θα τρέξει στον υπόνομο
Διοπτεύσεως και Θέρους γωνία
μα τα υπολόγισα καλά
δεν θα προλάβει ούτε το μέτρο να τελειώσει
πριν ξεκινήσουν τα επόμενα επτά όγδοα
το ζωύφιο θα απαλλαχτεί από τον νόστο του
κι οι μηχανουργοί δε θα προφτάσουν να πουν ούτε καύλα ούτε μωρό
τόσο γρήγορα θα πετάξει και η ψυχή του Τσάρλι
το πνεύμα του μικρότερο από έντομο
μια πικρή μυρωδιά γράσου στο πεντάγραμμο