Μηνύματα από ένα μετα-αποκαλυπτικό μέλλον | 61ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης – Τμήμα “Prophecies from another world: Sci-fi και Cli-fi (1950-1990)”

Γράφει ο Ελευθέριος Μακεδόνας

Σε εποχές Αποκάλυψης, είναι η λογική η τάση μας να προσπαθούμε να φανταστούμε τη θέση μας στις μετα-αποκαλυπτικές καταστάσεις που ενδεχομένως θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε σύντομα. Κυρίως όμως, είναι λογικό – και αναγκαίο – να στοχαστούμε γύρω από τους λόγους για τους οποίους έχουμε φτάσει να ατενίζουμε αυτούς τους μετα-αποκαλυπτικούς κόσμους ως τόσο πιθανά και κοντινά μας σενάρια. Σχολιάζουμε κριτικά τρεις από τις ταινίες τού ιδιαίτερα επίκαιρου κι ενδιαφέροντος αφιερώματος του φετινού 61ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στις ταινίες ‘Sci-fi’ και ‘Cli-fi’ τής περιόδου 1950-1990, με τη βεβαιότητα, ότι σίγουρα κάτι έχουν να μας πουν για την τρέχουσα κατάστασή μας και το άμεσο μέλλον μας.

 

Κιν-τζα-τζα! [Киндзадза!] (1986) – Georgiy Daneliya (Σοβιετική Ένωση)

 

Ο Βλαντίμιρ ζει κι εργάζεται στη Μόσχα ως εργοδηγός στον κατασκευαστικό τομέα. Κάποιο απόγευμα, μετά τη δουλειά, επιστρέφει κουρασμένος και χωρίς πολλή διάθεση στο σπίτι του. Δεν προλαβαίνει να καθίσει κι η γυναίκα του τον στέλνει πάλι έξω να αγοράσει μακαρόνια. Σηκώνεται απρόθυμα και βγαίνει στον δρόμο. Εκεί συναντά τον άγνωστό του ακόμη Γκεντεβάν, έναν Γεωργιανό έφηβο που κρατάει στα χέρια του ένα βιολί. Ο Γκεντεβάν ζητάει τη βοήθειά του με έναν ρακένδυτο ηλικιωμένο κύριο, ο οποίος φαίνεται πως δεν στέκει και πολύ καλά στα μυαλά του: ισχυρίζεται ότι είναι ένας εξωγήινος. Με πολύ ευγενικό ύφος, ο ηλικιωμένος τούς ρωτάει εάν γνωρίζουν σε ποια αστρονομική ‘τεντούρα’ βρίσκεται ο πλανήτης στον οποίο βρίσκεται, ώστε να προσανατολιστεί και να μπορέσει να επιστρέψει στον δικό του. Τους δείχνει μάλιστα μία περίεργη μικρο-συσκευή που κρατάει στα χέρια του, με διάφορα κουμπιά πάνω της. Υποτίθεται, ότι μ’ αυτή μπορεί και πραγματοποιεί τα δια-γαλαξιακά του ταξίδια. Ο Βλαντίμιρ, θεωρώντας πως σίγουρα πρόκειται για κάποιον τρελό, πατάει το ένα από τα κουμπιά τής συσκευής, γελώντας ειρωνικά. Στο επόμενο δευτερόλεπτο, αυτός κι ο Γκεντεβάν έχουν διακτινιστεί στα πέρατα του σύμπαντος, στον πλανήτη τού ρακένδυτου κυρίου.

Πρόκειται για τον πλανήτη Πλιουκ, του γαλαξία ‘Κιν-τζα-τζα’. Γύρω τους, μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, υπάρχει μόνο έρημος. Σύντομα θα έρθουν σ’ επαφή με δύο από τους κατοίκους τού αφιλόξενου πλανήτη: ο Μπι κι ο Ουέφ προσγειώνονται μπροστά τους με το ιπτάμενο όχημά τους, που μοιάζει με ένα παρωχημένης τεχνολογίας, ημικατεστραμμένο διαστημόπλοιο (‘πέπελατς’ όπως το λένε οι ίδιοι στη διάλεκτό τους). Οι δύο ανθρωπόμορφοι εξωγήινοι είναι κι αυτοί ρακένδυτοι και ταλαιπωρημένοι, σαν τον αξιολύπητο γεράκο που είχαν συναντήσει στη Γη ο Βλαντίμιρ κι ο Γκεντεβάν.

Η γλώσσα που μιλάνε οι κάτοικοι του Πλιουκ αποτελείται από μία και μόνο λέξη: ‘κου’. Όταν οι εξωγήινοι τσατίζονται ή δεν τους αρέσει κάτι, παραλλάσσουν απλά το ‘κου’ σε ‘κιου’. Κατά παράδοξο τρόπο, ωστόσο, γρήγορα θα αποδειχτεί, ότι οι φαινομενικά πρωτόγονοι και απολίτιστοι αυτοί εξωγήινοι μπορούν και διαβάζουν τη σκέψη τού συνομιλητή τους τηλεπαθητικά κι ότι, μάλιστα, μιλάνε και άπταιστα Ρωσικά!

Μέσα από μία καταιγιστική διαδοχή σπαρταριστών επεισοδίων, τα οποία παραπέμπουν στον παράλογο, γκροτέσκο και ενίοτε τρομώδη κόσμο ενός Μπέκετ ή ενός Κάφκα, ο Βλαντίμιρ κι ο Γκεντεβάν θα πάρουν σύντομα μία πικρή γεύση από τους νόμους που κυβερνούν τον πλανήτη Πλιουκ. Εδώ και πολύ καιρό – πιθανότατα λόγω ενός πυρηνικού πολέμου ή κάποιας άλλης μεγάλης καταστροφής, για την οποία δεν μας δίνονται παραπάνω λεπτομέρειες, αλλά μπορούμε να εικάσουμε ότι προκλήθηκε από την απερισκεψία και τα πρωτόγονα ήθη των Πλιουκιανών – ο πλανήτης έχει πια ερημοποιηθεί. Το νερό των ωκεανών που υπήρχαν κάποτε, έχει μετατραπεί σε ‘λουτς’ – καύσιμο, στη γλώσσα των εξωγήινων. Νερό δεν υπάρχει πλέον πουθενά. Οι εξωγήινοι αναγκάζονται να μετατρέπουν το ‘λουτς’ και πάλι σε νερό, μέσω μίας ειδικής χημικής επεξεργασίας. Η τρομερή αυτή έλλειψη νερού έχει δημιουργήσει έντονες ταξικές διαφορές και στρωματοποιήσεις στην κοινωνία: υπάρχουν οι ισχυροί – όσοι με τη δύναμη της βίας και της εξουσίας έχουν καταφέρει να επιβληθούν στους υπόλοιπους και ελέγχουν μεταξύ άλλων την παρασκευή και την πώληση του δυσεύρετου νερού στις μάζες – κι η συντριπτική πλειοψηφία των άπορων και των αδύνατων, οι οποίοι είναι αναγκασμένοι να δηλώνουν απόλυτη υποταγή στους πρώτους και να τους πληρώνουν από τους πενιχρότατους πόρους τους, το νερό, καθώς και οποιοδήποτε άλλο είδος πρώτης ανάγκης που είναι απαραίτητο για την επιβίωσή τους. Φυσικά, κι η μετατροπή τού λουτς σε νερό γίνεται μέσω της καταναγκαστικής εργασίας των φτωχών μαζών, σε μεγάλες μονάδες μαζικής παραγωγής που θυμίζουν στρατόπεδο συγκέντρωσης, υπό την απειλή τού μαστίγιου και υπό το άγρυπνο βλέμμα των ‘έτσιλοπ’, των βάρβαρων αστυνομικών που υπηρετούν την άρχουσα τάξη και το κατεστημένο.

Στον Πλιουκ, βασικός νόμος είναι ο νόμος του χρήματος και της ανταλλαγής. Από τα ούτως ή άλλως ελάχιστα και κακής ποιότητας μπιχλιμπίδια που κυκλοφορούν στην αγορά, ακόμη λιγότερα μπορεί κανείς να αγοράσει με την απόλυτη σπανιότητα δουλειάς και χρήματος που επικρατεί. Η αγορά κρατείται από οπλισμένες συμμορίες, απέναντι στις οποίες η μάζα είναι εντελώς ανυπεράσπιστη. Ο μόνος τρόπος να κερδίσει λίγες πενταροδεκάρες ο κοινός εξωγήινος, αυτός που δεν ανήκει σε κάποια συμμορία ή προνομιούχα τάξη, είναι να τραγουδήσει και να χορέψει μέσα από ένα κλουβί, εξευτελίζοντας τον εαυτό του, τα ιδιαίτερα κακόφωνα κι αντιαισθητικά τραγούδια με τα οποία ενθουσιάζονται οι πιο εύποροι κάτοικοι τού Πλιουκ. Μετά το τέλος τού τραγουδιού, το κοινό πλησιάζει, κλωτσάει, βρίζει και χλευάζει τους θλιβερούς ‘καλλιτέχνες’, καθώς τους πετάει στην άμμο λίγα ακόμη πιο θλιβερά φραγκοδίφραγκα.

Η κοινωνία τού Πλιουκ είναι βαθιά ταξική και ρατσιστική. Χωρίζεται σε δύο μόνο κατηγορίες κατοίκων: τους ‘Τσάτλαν’ και τους ‘Πατσάκ’. Το μόνο κριτήριο διαφοροποίησής τους είναι η φωτεινή ένδειξη που θα εμφανίσει μία περίεργη συσκευή χειρός: όταν κανείς σημαδεύει μ’ αυτήν έναν Τσατλιανό, η συσκευή παράγει πορτοκαλί φως. Όταν σημαδεύει έναν Πατσάκ, παράγεται πράσινο φως. Το αυθαίρετο αυτό – για τα ανθρώπινα κριτήρια του Βλαντίμιρ και  του Γκεντεβάν – κριτήριο, είναι ωστόσο άκρως σημαντικό για την κουλτούρα των κατοίκων τού Πλιουκ. Κάθε Πατσάκ πρέπει απαραιτήτως, ως υποδεέστερος που είναι, να υποκλίνεται κάνοντας αστείες γκριμάτσες και χειρονομίες, όποτε εμφανίζεται μπροστά του ένας Τσάτλαν. Εάν ο Τσάτλαν τού το ζητήσει, οφείλει να του τραγουδήσει και να τον διασκεδάσει με κάθε δυνατό τρόπο. Όλοι οι Πατσάκ πρέπει να φοράνε στη μύτη τους ένα γελοίο κουδουνάκι, το ‘τσακ’.

Ο Βλαντίμιρ επιμένει να υποτιμά και να χλευάζει αυτούς τους αυθαίρετους κι αρχαϊκούς νόμους, προκαλώντας επανειλημμένα τον φόβο και τον τρόμο στους δύο εξωγήινους συνοδοιπόρους του. Ήδη από την αρχή, με δεσποτικό ύφος, απαιτεί να τον φέρουν σε επαφή με την… πρεσβεία τής Γης στον Πλιουκ. Θα αργήσει πολύ μέχρι να αλλάξει την υπεροπτική του στάση απέναντι στους δύο βάρβαρους κι υπανάπτυκτους, όπως τους αντιμετωπίζει, εξωγήινους (ένα καυστικό σχόλιο για τον υπεροπτικό ρωσικό ιμπεριαλισμό κι εθνικισμό έναντι των υπόλοιπων πολυάριθμων φυλών κι εθνοτήτων τής πρώην Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και γενικότερα, κατά του ‘λευκού’, Δυτικού πολιτισμού μας, μέρος του οποίου σίγουρα αποτελεί παραδοσιακά και η Ρωσία);

Αργά ή γρήγορα πάντως, ο θείος Βόβα – έτσι φωνάζουν ο Γκεντεβάν κι οι εξωγήινοι τον Βλαντίμιρ στην ταινία – θα καταλάβει, ότι έστω κι απρόθυμα ή πιέζοντας τον εαυτό του να παίξει θέατρο, θα πρέπει να σεβαστεί αυτούς τους παράλογους νόμους, εάν θέλει να επιβιώσει στον Πλιουκ και να πετύχει τον βασικό του στόχο: να επιστρέψει πίσω στη Γη. Όσο πρωτόγονοι και γελοίοι κι αν του φαίνονται οι νόμοι, τα ήθη και τα έθιμα των Τσάτλαν, η μη τήρησή τους μπορεί να επιφέρει μεγάλα προβλήματα στον παραβάτη, ακόμη και τον θάνατο. Τον νόμο εδώ τον επιβάλλουν οι ιδιαίτερα βίαιοι κι αδίστακτοι έτσιλοπ (η λέξη αστυνομία στα ρωσικά, αντεστραμμένη). Σε συνδυασμό με τις συμμορίες, καθιστούν τον πλανήτη, όχι απλά έναν εντελώς παράλογο και γελοίο πλανήτη, αλλά κι ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο μέρος για να ζει κανείς.

Χρήμα υπάρχει στον Πλιουκ, – το ‘τσακλ’,– ωστόσο, οι περισσότερες συναλλαγές υπακούν σε ένα είδος πρωτόγονης ανταλλακτικής οικονομίας. Οι κάτοικοι βρίσκονται ανά πάσα στιγμή σ’ ένα αδιάκοπο αλισβερίσι, προκειμένου να εξασφαλίσει ο καθένας τους τα πιο άχρηστα – τουλάχιστον για τα μάτια των γήινων – μπιχλιμπίδια. Για το οτιδήποτε πρέπει να πληρώσεις στον Πλιουκ. Εάν δεν έχεις χρήματα ή έστω οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να έχει κάποια ανταλλακτική αξία, είσαι καταδικασμένος στην ένδεια ή στον θάνατο. Κανένας οίκτος δεν υπάρχει για κανέναν στον Πλιουκ, ειδικά αν αυτός ανήκει στις φτωχές μάζες και στους Πατσάκ. Όλος ο πλούτος κι η χλιδή ανήκει μόνο στα μέλη των συμμοριών, στους πλούσιους Τσάτλαν τού κατεστημένου και στα τσιράκια τους, τους έτσιλοπ.

Δύο είναι όμως τα πράγματα που είναι πραγματικά περιζήτητα στον Πλιουκ: η ‘γκραβιτσάπα’ – ένα βασικό εξάρτημα, χωρίς το οποίο δεν μπορεί να πετάξει το πέπελατς – και, πρωτίστως, τα ‘κετσέ’, τα κοινά σε ‘μάς σπίρτα! Οι Πλιουκιανοί είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα για να εξασφαλίσουν την οσοδήποτε μικρή ποσότητα πυρίτιδας που έχει πάνω του κάθε σπίρτο. Ο θείος ‘Βόβα’ τυχαίνει να έχει μαζί του δύο κουτιά σπίρτα από τη Γη και, με επίκεντρο τα σπίρτα αυτά, θα εκτυλιχθούν σπαρταριστές σκηνές καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, καθώς ο θείος ‘Βόβα’ προσπαθεί να εκβιάσει τους Πλουκιανούς συντρόφους του να τον βοηθήσουν να επιστρέψει στη Γη.

Στο τέλος, ο Βλαντίμιρ κι ο Γκεντεβάν θα αποφασίσουν να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Ασκώντας τη δική τους, γήινη βία, κατά των μάλλον ανίσχυρων τελικά Πλουκιανών και χρησιμοποιώντας τη διόλου ευκαταφρόνητη για τα γήινα δεδομένα τεχνολογία των τελευταίων, θα τα καταφέρουν να επιστρέψουν στη Γη. Η κόλαση τής βαθιά ταξικής, ρατσιστικής, βίαιης, φιλοχρήματης, άκρως ιδιοτελούς, δουλοπρεπούς, αναίσθητης, και τελικά βάρβαρης κι εφιαλτικής κοινωνίας τού Πλιουκ, είναι επιτέλους παρελθόν. Χάρη στη δυνατότητα που έχει η συσκευή διακτίνισης των Πλουκιανών να σε μεταφέρει πίσω στον χρόνο, ο θείος Βόβα κι ο Γκεντεβάν επιστρέφουν χρονικά λίγο πριν από τη μοιραία συνάντησή τους με τον γέρο εξωγήινο. Αυτήν τη φορά όμως, ο γέρος δεν εμφανίζεται. Εμφανίζεται όμως ο Γκεντεβάν. Ο Βλαντίμιρ τον βλέπει και, σαν σε όνειρο, τον αναγνωρίζει. Τελικά, δεν επρόκειτο απλά για ένα κακό όνειρο, αλλά ίσως για ένα καθ’ όλα υπαρκτό ταξίδι των δυο τους στο μέλλον, σ’ έναν άγνωστο, μακρινό κι απόλυτα αφιλόξενο πλανήτη. Ή μήπως ήταν απλά ένα ταξίδι στο μέλλον, στον – αγνώριστο μετά την καταστροφή – πλανήτη Γη; Αν το καλοεξετάσει κανείς, οι διαφορές τής ζωής στον Πλιουκ με ό,τι αναγνωρίζουμε ως τη δική μας ζωή μας στον πλανήτη Γη, δεν είναι και τόσο τραγικές!

Τρία χρόνια μετά το γύρισμα της ταινίας, είχε ήδη αρχίσει η κατάρρευση του γνωστού κόσμου για τους κατοίκους τού πρώην Ανατολικού μπλοκ και της ίδιας της Σοβιετικής Ένωσης. Η μετα-σοβιετική Ρωσία, από τα όσα έχουμε ακούσει και μάθει έκτοτε, δεν φαίνεται να διέφερε ή να διαφέρει και πολύ από την κατάσταση που μας περιέγραψε ο Daneliya για τον Πλιουκ. Χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια, ότι και ο λεγόμενος Δυτικός κόσμος τα πήγε – ή τα πηγαίνει – πολύ καλύτερα. Τριάντα πέντε σχεδόν χρόνια μετά την ταινία, η ανθρωπότητα κι ο κόσμος αντιμετωπίζουν, περισσότερο από ποτέ στην ιστορία τους, τον κίνδυνο μίας ολικής καταστροφής, αντίστοιχης με αυτήν που κατέστρεψε και τον Πλιουκ. Μέχρι τότε, οι άνθρωποι, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, θα εξακολουθήσουν να είναι το ίδιο βίαιοι, εξουσιαστικοί, φιλάργυροι, ρατσιστές, εκμεταλλευτές, αναίσθητοι και κτηνώδεις με τους Πλιουκιανούς, άσχετα από το εάν το συνειδητοποιούν ή αν είναι διατεθειμένοι να το παραδεχτούν. Και η αγάπη – αυτή που τελικά φάνηκε να νιώθει στο τέλος, έστω κι αδιόρατα, ο θείος Βόβα για τους δύστυχους Πλουκιανούς συνταξιδιώτες του, παρά την ανυποχώρητη εχθρότητα και βλακεία τους – συνεχίζει μέχρι και σήμερα να είναι απλώς ένα ‘σενάριο επιστημονικής φαντασίας’ για εμάς τους Γήινους.