Ένα κείμενο εμπνευσμένο από την Αγριόπαπια του Henrik Ibsen απευθυνόμενο σ’ όσους ακόμη δεν ξυπνούν, δειλούς, αναπαυμένους. Αφιερωμένο σ’ όσους το τόλμησαν.
“[…] γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, και ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς”. (Ιωαν. Κεφ. Η΄ στ’ 32.)
I
-Μου είπαν σήμερα πως δεν ωφελεί να ακούν οι άνθρωποι πάντα την αλήθεια. Κι εγώ αντιστάθηκα και είπα πως ναι! Πρέπει να την ακούν. Γνώριζα βέβαια πως οι άνθρωποι αδυνατούν να την ακούσουν, όσο κι αν μέσα μου ήξερα πως ήταν επιτακτικό. Συχνά αυτό το αίσθημα, μιας υπερβατικής αυτοδικίας που τρέφεται από τον ακράδαντο εγωισμό και την αποστροφή μου για τους άλλους, έρχεται κι’ αγκιστρώνεται με ορμή στον λογισμό του νου μου. Μία ορμή ίδια με εκείνου που επρόκειτο να πνιγεί και απλώνει το χέρι του, ως τελευταία ελπίδα σωτηρίας. Είναι λοιπόν ορμή ασθενική που όμως λάμπει κάτι ύστατες στιγμές που η αδικία κατακλύζει τον πυρήνα των ιδεών και μεταβάλλεται σε απόπειρα να αποδοθεί δικαιοσύνη. Και εκεί έρχεται πληγωμένη και κατατρεγμένη η αλήθεια, να αναπαυθεί διστακτικά σε εκείνη την ανάσα προς εξέλιξη. Πόσο ασφαλές θα ήταν να μην νιώθουμε. Καμία αίσθηση να μην μας άγγιζε ποτέ. Οι άνθρωποι να μην αγκιστρώνονταν από συναισθηματικούς δεσμούς που περιβρέχουν τα σοκάκια της ψυχής ,και να ακύρωναν λοιπόν έτσι εφιαλτικά ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια της ύπαρξής τους. Μα καθ’ όλου εφιαλτικό δεν θα’ ταν αν εξ’ αρχής ήμασταν άπονη μάζα, σωματική ψυχή χωρίς ανάγκες. Τι εύκολα που θα γλίστραγε τότε η αλήθεια μεταξύ των ανθρώπων. Και πόσο πιο εύκολη ζωή, ανώδυνη, θα’ ταν αυτή που ειλικρινώς στηρίχθηκε στην αλήθεια. Μα τι θλιβερό.. Οι άνθρωποι ακόμη δεν τολμούν να ταραχθεί η ήσυχη επιφάνεια των νερών τους. Οι άνθρωποι ακόμη δεν τολμούν. Δεν είναι ακόμη έτοιμοι για μία τραγωδία που αποκαλύπτει μυστήρια τέρατα και πτυχές εαυτών, ακόμη κι αν αυτή άνοιγε την αυλαία. Τι φοβερό! Γι΄ αυτούς ο νέος αυτός κατακλυσμός είναι αφανισμός κι’ όχι εκκαθάριση για καλλιέργεια νέων μορφών ζωής πιο ανυψωμένων. Κρατήθηκαν από αισθήματα ευγενικά και μικροηρωισμούς και έδωσαν ανένδοτη ταυτότητα στο είναι τους. Μα πώς να γνώριζαν πως θα΄ταν πραγματική παρηγοριά αυτή η αλήθεια. Και θα έλυνε τα μυστήρια που μόνο το ψέμα ξέρει να γεννά.
II
Απόψε, κρέμεται αισθαντικά με ίχνη κρυφής απειλής η αποκάλυψη μίας αρχέγονης ρίζας. Βλέπω την άκρη και προσεχτικά, με ορμή που εξαλείφει την ντροπή δίνοντας θέση σε σπασμωδικά τραντάγματα που μόνο η ψυχή γνωρίζει να ημερεύει, αρχίζω να τραβώ αυτήν την προεξοχή συνειδητότητας. Και αυτή, με ήχο σταθερό πάλλεται και ελικοειδώς ελίσσεται σχεδόν ειρηνικά, λες και συγκέντρωσε στο σώμα της την ολοκληρωμένη γνώση λες και όλη η σοφία περιπτύχθηκε κάθε κύτταρο της ρίζας. Και έτσι όπως η πρωτόγονη συνείδηση ξετυλίγεται εκστατικά εμπρός μου, τα μάτια μου γέμισαν φως. Δίχως ν’ αντέχει η καρδιά να εξαπολύσει αντίσταση, δίχως τη δύναμη για άμυνα εγωισμού, είδα με δέος την διαχρονικότητα της ύπαρξης. Και εκείνο που περίτεχνα την κάλυπτε, ιμάτιο στολισμένο με βελούδο, αυτό που σχεδόν στοργικά την απάλλασσε από κάθε κοινή θέα, το ψέμα, εμβρόντητο ,σκισμένο καταμεσής στο χώμα. Γυμνή η ύπαρξη, εκτεθειμένη σε κινδύνους. Η αλήθεια, η αιώνια επιταγή, θιασώτης της ανθρώπινης ζωής, θριαμβικά στενάζει.
Μα η κραυγή της αντηχεί κενή, σε κόσμο από γυμνές υπάρξεις, και η μοναδικότητα τυφλή και η διαφύλαξη της εσωτερικότητας κατακρεουργημένη. Και να, έτσι κι εγώ ανθρώπινος νους, σώμα φθαρτό, εκτεθειμένος στα πλήγματα του εγώ μου, κοιτώ με πόνο το φορτίο της συνειδητοποίησης που κλήθηκα να σηκώσω. Κοιτώ με πίκρα την ασημαντότητα της επιτυχίας μου, που με μηδαμινότητα κατέστρεψα το ψέμα. Κοιτώ τα συντρίμμια μιας ζωής καταδικασμένης εξ’ αρχής στην ευτέλεια της επικαλυμμένης αλήθειας. Πέφτω στα γόνατα και τρεκλίζοντας αγγίζω τα θραύσματα ανθρώπινων ιδανικών, ονείρων, υποσχέσεων, προσδοκιών και χαϊδεύω τρυφερά τη μάταιη στήριξη τους σε αναμεμιγμένα με αλήθειες ψέματα, ψέματα απαραίτητα. Και πέφτω, κυλώ και χύνω τα δάκρυα μιας ηττημένης οργής για όλα αυτά που νομίσαμε πως ήταν ξεκάθαρα ενώ ήταν θολά, για καθετί που λαθεμένα πιστέψαμε πως ήταν εκεί για να μας σώσει.
Η Αρσινόη Τρύφωνος γεννήθηκε το 2001 και είναι φοιτήτρια της νομικής σχολής του ΑΠΘ. Η καταγραφή σκέψεων και ιδεών, ως μορφή έκφρασης και παρηγοριάς, αποτελεί για εκείνη μέχρι σήμερα καταφύγιο μέσα σε μία χαώδη ανθρωπότητα.