Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης | Rip It Up #4

Only Poetry isn’t Shit / Άλαμουτ

Για τον Νίκο Καρούζο / Reprise

[Συνομιλία μου με τον ποιητή Μιχάλη Παπαδόπουλο, το 2015]


Ίκαρε, είχες με τον Νίκο Καρούζο μια πολύ στενή προσωπική σχέση, θα τολμούσα να πω μια σχέση αγάπης ανάμεσα σε φίλους αλλά και ανάμεσα σε ποιητές. Πώς είναι λοιπόν να μιλάς, αλλά και να γράφεις —γιατί έχεις γράψει αρκετά — για κάποιον που αγάπησες, χωρίς να αποτείνεσαι σ’ αυτόν; Ή, μήπως, πάντοτε, ένας λόγος για κάποιον που αγαπήσαμε, αποτελεί μια έμμεση απεύθυνση σ’ αυτόν, μέσω του οποίου τον καλούμε να έρθει εδώ, που είναι απών;

Η ποίηση, Μιχάλη, είναι ένας διάλογος με τους πεθαμένους που ο ποιητης τον προσφέρει δωρεάν στους ζωντανούς. Και στους αγέννητους. Όταν μιλάω για τον Καρούζο, όταν γράφω για τον Καρούζο, είναι σαν να κουβεντιάζω ξανά μαζί του, σαν να είμαστε πάλι στο Flower, στο Everyday, στου Λώρα, στην Κρεαταγορά, στο σπίτι του, στο υπόγειο υπερώο όπως το έλεγε, στην οδό Σούτσου. Ναι, λοιπόν, το να μιλάω και να γράφω για τον Καρούζο είναι σαν να συνεχίζω να μιλάω μαζί του, και σαν να ανάβω ένα κεράκι στην τόσο ζωντανή μνήμη του. 

Πού και πώς θα τοποθετούσες τον Καρούζο στα ορόσημα της ελληνικής γραμματείας;

Έχω, κάπως τολμηρά είναι η αλήθεια, γράψει κάποτε: Σολωμός, Καρούζος, Λάγιος — αυτή είναι η γραμμή. Χρειάζονται εκατοντάδες σελίδες και άπειρες ώρες συζήτησης για να εξηγηθεί πλήρως μια τέτοια ακαριαία απόφανση, αλλά ας μου επιτραπεί να επιμείνω: Σολωμός, Καρούζος, Λάγιος — αυτή είναι η γραμμή.

Ο Καρούζος αυτοσυστήνεται, συχνά, μέσα από τους στίχους του, άλλοτε ως «χερουβείμ αρουραίος», άλλοτε ως «φυγάς θεόθεν και αλήτης» κ.λπ. Θεωρείς ότι αυτή η επαναληπτική χρήση του πρώτου προσώπου παρέχει το στοιχείο μιας φορτισμένης υπαρξιακής αμεσότητας, που μαζί με τη γλωσσική του στράτευση, συγκροτούν τη σηματογραφία της ποιητικής του; 

Το πρώτο πρόσωπο στην ποίηση του Καρούζου είναι ένα ευγενικό τρίτο ενικό ή ένα, επίσης ευγενικό, πρώτο πληθυντικό. Ο Καρούζος προσφέρει αφειδώς το εγώ του σ᾽ εμάς, στην ανθρωπότητα. Όταν λέει εγώ, ο Καρούζος λέει κάτι που φωτίζει ποιοι είμαστε, όλοι μας. Δεν το λέει να για ξεχωρίσει, πρόκειται όντως για μια φορτισμένη υπαρξιακή αμεσότητα, όπως τόσο ωραία το λες,

Ο ίδιος αυτοπροσδιοριζόταν ως ένας «αναρχικός των συμβόλων». Χωρά, νομίζεις, ο ποιητικός του ογκόλιθος μέσα σ’ αυτές τις δύο λέξεις;

Τίποτα, μα τίποτα, δεν χωράει σε δύο λέξεις. Πόσο μάλλον, ο Καρούζος, το έργο και ο βίος του Καρούζου. Προτιμώ να πιστεύω πάντως ότι η άλλη αυτοπροσωπογραφία είναι πιο πιστή, αυτή που λέει: Είμαι των άστρων ο σκύλος.

Η προσωπική σχέση μαζί του, πώς και πόσο καθόρισε τη συνομιλία σου με την ποίηση και το έργο του; 

Σε ανυπολόγιστο βαθμό. Και το καταλαβαίνω ακόμα καλύτερα, και περισσότερο, τώρα, ένα τέταρτο του αιώνα από τον θάνατό του. Το να κάνεις άδολη και καθημερινή παρέα με έναν ποιητή είναι σαν να επισκέπτεσαι τακτικά το εργαστήριό του, εκεί όπου φτιάχνονται τα ποιήματα. Βλέπεις τα υλικά, βλέπεις την αγωνία —και η δημιουργία, η ποίηση, είναι πάντοτε αγωνία, κι ας το κρύβουμε—, βλέπεις το πώς οργανώνεται μια κοσμοθεωρία, πώς συγκροτείται, μέρα με τη μέρα, και νύχτα με τη νύχτα, μια πολύτιμη φιλοσοφική/αισθητική/ηθική υπόσταση.

Ο Καρούζος, πνεύμα ανήσυχο και ανυπόταχτο, τα πήγαινε πάντοτε άσχημα με τις εξουσίες. Δεν τον χώνευαν και δεν τις χώνευε. Αυτός είναι ο λόγος, κατά τη γνώμη σου, που η ποίησή του είναι, ίσως έως και σήμερα, δυσκολοχώνευτη για το στομάχι της κατεστημένης κριτικής;  

Κανένας δημιουργός δεν τα πάει καλά με τις εξουσίες. Ούτε άλλωστε οι εξουσίες με τον δημιουργό. Οι δημιουργοί αναγκάζονται να ελίσσονται όλη την ώρα προκειμένου να εξασφαλίζουν ακόμα και την ανάσα τους. Αλλιώς, πάνε σαν το σκυλί στ᾽ αμπέλι. Δεν ξέρω αν είναι δυσκολοχώνευτη για το στομάχι της κατεστημένης κριτικής η ποίηση του Καρούζου, ξέρω όμως ότι, απεναντίας, ολοένα και πιο πολλά ανήσυχα πνεύματα πίνουν νερό στο όνομα του Καρούζου και της προσφοράς του, τον ανακαλύπτουν και τον εγκολπώνται. Κι αυτό έχει σημασία. Να πω κιόλας, παρεμπιπτόντως, ότι θεωρώ τον Καρούζο έναν πελώριο φιλόσοφο που μας δώρισε μια σημαντική πολύπτυχη κοσμοθεωρία με όχημα την ποίησή του.

Πρόσφατα, κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος, υπό τον τίτλο Οιδίπους Τυραννούμενος και άλλα ποιήματα, μια έκδοση με τα αδημοσίευτα ποιήματά του, αλλά και τις  πρώτες του συλλογές. Θεωρείς ότι η ιστορία με το «χαμένο γράμμα» της ποίησης του Καρούζου έχει περατωθεί ή μένουν να γραφούν ακόμη κάποια κεφάλαια; 

Δεν το ξέρω αυτό, πάντα βρίσκονται ποιήματα και κείμενα εδώ κι εκεί, προσφάτως είδα ένα ποίημα/σημείωμα που έχει γράψει ο Νίκος για τον Σίμο Τσαπνίδη, τον θρυλικό Σίμο τον Υπαρξιστή, το οποίο δεν έχει ενταχθεί στον τόμο Οιδίπους Τυραννούμενος. Κάπου θα πρέπει να υπάρχουν επιστολές του Νίκου, σημειώματα, προσχέδια. Μου είχε μιλήσει για μια μετάφραση του Μια Εποχή στην Κόλαση του Ρεμπώ που είχε κάποτε επιχειρήσει. Εύχομαι με όλο μου το είναι να βρεθεί και να δημοσιευτεί και η μετάφραση αυτή, ή έστω το προσχέδιό της, και ό,τι άλλο υλικό υπάρχει σκόρπιο και καταχωνιασμένο.

Είναι γνωστό, πως ο Καρούζος είχε ξεκινήσει να γράφει ένα μυθιστόρημα με τίτλο Η Γερμανική Σκιά. Μπορείς να πεις κάποια πράγματα για τις «τύχες» αυτής της απόπειρας;

Όχι, Μιχάλη μου, δεν μπορώ. Ξέρω όσα έχει πει ο ίδιος ο Καρούζος γι᾽ αυτό. Ας πω τούτο: είναι πάντα τρομερά ενδιαφέροντα τα πεζογραφήματα των ποιητών. Και δεν ξεχνώ πόσοι έξοχοι πεζογράφοι διακόνησαν και την ποίηση: από τον Γιώργο Ιωάννου και τον Κώστα Ταχτσή μέχρι τον Ευγένιο Αρανίτση, ο οποίος επιστρέφει οριστικά στην ποίηση, εδώ και είκοσι χρόνια. Είναι κρίμα το ότι δεν έχουμε κάποια σπαράγματα έστω από τη Γερμανική Σκιά. Όπως είναι κρίμα το ότι δεν έχουμε δείγματα από το μυθιστόρημα που έλεγε ότι έγραφε ο άλλος αγαπημένος φίλος ποιητής, ο Τάσος Δενέγρης, με τον συναρπαστικό τίτλο Ο Ρασκόλνικοφ στην Κυψέλη.

Σ’ ένα κείμενό του ο Ευγένιος Αρανίτσης αποκαλύπτει ότι ο Καρούζος τού είχε εκμυστηρευτεί, όχι πολύ πριν από τον θάνατό του, ότι προσανατολιζόταν προς ένα διαφορετικό στυλ γραφής, που δεν είχε καμμίαν απολύτως σχέση με τις τροπικότητες της γραφής του. Τι θα μπορούσε να ειπωθεί γι’ αυτήν τη «στροφή», ας το πούμε έτσι, που δεν σημειώθηκε ποτέ;

Μόνο να εικάσω μπορώ. Η Νεολιθική Νυχτωδία στην Κρονστάνδη είναι μια μεγαλειωδης σύνθεση, δημιούργημα πολλών εσωτερικών συγκρούσεων. Ο Καρούζος μπόρεσε με τη Νυχτωδία να συνθέσει την Waste Land της μετανεωτερικής εποχής. Μπόρεσε να μιλήσει, συνταιριάζοντας σπαράγματα, για την ήττα του μεγαλείου, αλλά και για το μεγαλείο της ήττας. Μπόρεσε να προαναγγείλει μια ποίηση που θα είναι βαθιά ριζωμένη στην Ιστορία, που θα συμπονάει τον ηττημένο και θα δοξάζει τα ανιδιοτελή, έστω απονενοημένα, εγχειρήματα. Πιστεύω, λοιπόν, ή μάλλον εικάζω, ότι πήγαινε προς τα εκεί ο Νίκος. Προς το να οργανώσει εντός του, και εν συνεχεία να συνθέσει, ορισμένα εκτενή ποιήματα που θα πάσχιζαν να καταπιαστούν με ορισμένα μεγάλα θέματα των καιρών μας.

Καταλήγοντας, τι εκόμισεν στην τέχνη, κατά τη γνώμη σου, αλλά και στη ζωή σου, ο Νίκος Καρούζος;

Η προσφορά του Καρούζου στην τέχνη τεράστια, ανυπολόγιστη. Πρόκειται για μιαν ανεκτίμητη δωρεά. Στη ζωή μου, το ίδιο. Μου έμαθε, πάνω απ᾽ όλα, να είμαι με τη μεριά του χρόνου, να καταπιάνομαι διαρκώς με τον χρόνο, να ζω έντονα το κύλισμα του χρόνου. Ο ίδιος έλεγε, Είμαι άρχοντας στον χρόνο. Άρχοντας! Παρότι ζούσε σε ένα υπογειάκι, σ᾽ ένα καμαράκι φτωχικό, σ᾽ ένα κουβούκλιο, ο ίδιος ήταν Άρχοντας στο Υπόγειο Υπερώο, ήταν Υπέροχος Οικοδεσπότης στο Μέλαθρο του Χρόνου. Και σκέψου, εδώ και ένα τέταρτο του αιώνα, και παραπάνω, αλλά τόσο σαφές έγινε από το 1990 και δώθε, μια ολόκληρη κοινωνία πασχίζει, εγώ θα έλεγα: αυτοκαταστροφικά κι ας μην το συνειδητοποιεί, να γυρίσει την πλάτη στο Μέλαθρο του Χρόνου, και να δουλεύει να δουλεύει να δουλεύει να δουλεύει, και να αποφεύγει σαν λεπρούς όσους διαθέτουν χρόνο, όσους δωρίζουν χρόνο στον εαυτό τους και τους άλλους. Και τώρα, τώρα που βιαίως τραβήχτηκε το χαλί κάτω από τα πόδια των φτωχών που νόμιζαν ότι είναι πλούσιοι επειδή έβγαζαν, ξέρω κι εγώ, τρεις, τέσσερις χιλιάδες ευρώ το μήνα, θα δούμε ποιοι θα επιστρέψουν στο Μέλαθρο του Χρόνου, και ποιοι μείνουν στην Παράγκα του Ταχύπλοου Νεοπλουτισμού.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Ερωτευμένη Κυψέλη, 01.08.2020

Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.