Ώρα 14:23. Εν αναμονή κυκλικού δρομολογίου.
Στο φουαγέ των μπλε λεωφορείων, τριάντα τέσσερις φιλόδοξοι επιβάτες ερίζουν για την κάλυψη εικοσιοκτώ θέσεων καθημένων. Ανάμεσά τους υπερήλικοι φοιτητές, αμούστακα γερόντια και άνεργοι όλων των ειδικοτήτων.
Κάτω από τη διαφημιστική σκιά του μεταλλικού σκέπαστρου, ένα τσούρμο κουλούρια δελεάζουν τα ρουθούνια των παρευρισκομένων, αναζητώντας τον μεγιστάνα επιβάτη με το κέρμα των πενήντα λεπτών στον πάτο του πορτοφολιού. Παρά την έντονη μυρωδιά δαγκωμένου σουσαμιού, τα πορτοφόλια των περισσοτέρων υποψηφίων παραμένουν καθηλωμένα στις τσέπες τους.
Παραπλεύρως, στο κίτρινο κιόσκι, οι λαθραναγνώστες δρουν ανενόχλητοι, λεηλατώντας πρωτοσέλιδες ειδήσεις. Ο θυμόσοφος περιπτεράς, έχοντας πλάτη τις φρεσκοαπλωμένες απογευματινές εφημερίδες, μετρά αμέριμνος απώλειες.
Ώρα 14:38. Το πολυπόθητο όχημα ακινητοποιεί τα φθαρμένα του ελαστικά στην οδό Ακαδημίας. Τα βλέμματα σκληραίνουν. Το όνειρο μιας ξεκούραστης διαδρομής ορθώνει το ανάστημά του στον εφιάλτη της χειρολαβής. Οι πόρτες ανοίγουν. Το γερασμένο τροχοφόρο καταπίνει αχόρταγα ανθρώπινες φιγούρες. Το δεξί πόδι του οδηγού φλερτάρει με το γκάζι. Στην μπροστινή είσοδο, ο μοναδικός εκπρόσωπος δεύτερης γενιάς επιβατών σκύβει προς το μέρος του. Περνάει από Δονούσα;, τον ρωτά με άπταιστη λογική. Η επόμενη στάση, απαντά ο οδηγός. Η επόμενη στάση, αναμασά ένας εκ των εικοσιοκτώ επιτυχόντων. Αρκεί μία στάση για να γίνεις επιβάτης;