Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης | Δεύτερη Φάση / Work in Progress #44

Debord / Αρχείο Κορέκτ

Πολεμώντας τη Μελαγχολία, Ι

Jamais plus nous ne boirons si jeunes

Μελαγχολία σημαίνει βαθιά αίσθηση της αδυσώπητης παρέλευσης του χρόνου, και ο χρόνος είναι πλέον ο μόνος δυνάστης που αναγνωρίζουν όσοι διατείνονται πως αγαπούν την ελευθερία. Δημιουργική μελαγχολία είναι η στιγμή, με την έννοια του Hegel, καταπολέμησης αυτού του δυνάστη, άρσης της άτεγκτης παρέλευσης των δευτερολέπτων. Ο Ανδρέας Μπρετόν μιλούσε για το τραγούδι που ξεγελάει τον χρόνο~ έτσι ήθελε, και ορθά για την εποχή του, να βλέπει την ποίηση. Κι ακόμα, έλεγε, και τα λόγια αυτά είναι χαραγμένα για πάντα στο μυαλό μας, όπως και στην επιτάφια πλάκα του, ότι πάντοτε αναζητούσε το χρυσάφι του χρόνου. Ο Ομάρ Καγιάμ και ο Ουίλιαμ Σαίξπηρ αισθάνθηκαν έντονα την παντοδυναμία του χρόνου και επινόησαν πάνσοφους, επικίνδυνα απολαυστικούς και απολαυστικά επικίνδυνους, τρόπους εναντίωσης στην κλεψύδρα που αδειάζει ολοένα. Τους ξέρουμε πια: πιοτό, παράτολμη ποίηση, περίσσιο πάθος, περιβόητες παρέες.

Όλα αυτά τα «π», που τόσο γεμίζουν το δοχείο της λύσσας για ζωή, ο ακραιφνέστερος απόγονός τους, κάποιος που τους επινόησε –σύμφωνα με τον Μπόρχες επινοούμε τους προγόνους μας– μπόρεσε να τα συνοψίσει σε δύο άλλες λέξεις: «Πολύβουο Παρίσι». Ήταν ο Γκι Ντεμπόρ, και ήταν αυτός που με μια δυναμική, όσο και μεθοδική, αντιστροφή όλων, μα όλων, των έως την εποχή του δεδομένων, θέλησε και πέτυχε να μετατρέψει τη μελαγχολία σε έναν εξωγενή παράγοντα δυστυχίας, θέλησε και πέτυχε να την πολεμήσει με τα ίδια της τα μέσα, θέλησε και πέτυχε να καταστήσει δυναμική την δημιουργική μελαγχολία.

Οδηγώντας την Ποίηση, με «π» κεφαλαίο, στις πλέον ακραίες δυνατότητες, εκφάνσεις και εκφράσεις της, ανήγαγε το Παρίσι σε κέντρο του κόσμου, και συνάμα τον ίδιο του τον εαυτό σε κέντρο του Παρισιού. Δεν πρόκειται για αλαζονεία, μήτε καν για μιαν αρνητική αλαζονεία, για ένα είδος λυτρωτικής υπεροψίας, αλλά για μια συστηματική απόπειρα επαναφοράς του ποιητικού προτάγματος της άρσης του χρόνου, της άρσης της μελαγχολίας, και για μια εξίσου συστηματική επαναφορά στο ιστορικό προσκήνιο, και κάτω από συνθήκες εξαιρετικά αντίξοες (και ακριβώς γι’ αυτό ενδεχομένως ευνοϊκές για ένα τόσο εμπρηστικό εγχείρημα), του ανεπίσημου, αλλά πολλαχώς και πολλαπλώς, διατυπωμένου προγράμματος των πρώτων πρωτοποριών που εξερράγησαν στις αρχές του 20ού αιώνα, σε συνδυασμό με το πρόγραμμα υπέρβασης της φιλοσοφίας που είχε εξαγγείλει η διαλεκτική του Hegel.

Μια φράση, ακριβώς του Ανδρέα Μπρετόν και των υπερρεαλιστών, πήρε και αντέστρεψε κρίσιμα ο Ντεμπόρ όταν συνόψισε την προσφορά του στα ελεύθερα πνεύματα των καιρών του. Ο Μπρετόν μιλούσε για την Ποίηση στην Υπηρεσία της Επανάστασης. Ο Ντεμπόρ, αναμφίβολα πιο μελαγχολικός, καθότι, όπως ο ίδιος επέμενε, δεν ήταν λογοτέχνης μήτε φιλόσοφος αλλά στρατηγός, προτίμησε να τεθεί η Επανάσταση στην Υπηρεσία της Ποίησης. Πρόκειται για μια προσφορά που ήδη έχει αρχίσει να αναγνωρίζεται ως η σημαντικότερη στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα.

Ο Ντεμπόρ εξέλαβε την Μελαγχολία του Παρισιού, όπως την είχε ποιητικά εκφράσει ο Μπωντλαίρ, ως το θέατρο των επιχειρήσεων του πολέμου που άρχισε να διεξάγει εναντίον του χρόνου. Ήταν η πόλη η πιο ελεύθερη, λέει, το μέρος όπου ήταν χίλιες φορές καλύτερα να ζεις εκεί φτωχός παρά οπουδήποτε αλλού πλούσιος, τα είκοσι διαμερίσματα που δεν κοιμόντουσαν ποτέ όλα μαζί την ίδια ώρα κι επέτρεπαν έτσι στην κραιπάλη ν’ αλλάζει γειτονιά τρεις φορές κάθε βράδυ, ο κήπος της όμορφης ηδονής, το άλσος της ηδονικής ομορφιάς όπου τα δέντρα δεν είχαν πεθάνει από ασφυξία και τα αστέρια δεν είχαν σβήσει από την πρόοδο της αλλοτρίωσης. Ήταν το Καφενείο της Χαμένης Νιότης.

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Ερωτευμένη Αντιμελαγχολική Κυψέλη, 25.06.2020

Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.