Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης | Δεύτερη Φάση / Work in Progress #7

Παπαρούνες

Έβδομη Ώρα / Οδός Σύρου / Πίνοντας στην Αίγινα

Τι εξαίσια που είναι να δουλεύει κανείς τώρα με τις βροχές της Αίγινας. Τρελαίνουμαι από χαρά νοιώθοντας γερό το κεφάλι και το χέρι μου και δουλεύω με μια νηφάλια μέθη που μου δίνει ο δροσερός αυτός φθινοπωρινός θεός

[Νίκος Καζαντζάκης, 1927]

Με εντυπωσιάζει η φράση «πάει γυρεύοντας», για την οποία ξέρω τα πάντα. [Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, 1957 – Όπως αυτολεξεί παρατίθεται στο έργο «Τάξη και Αναρχία» του Ευγένιου Αρανίτση]

Το μεγαλοφυές στην Αίγινα, και άκου καλά τι θα σου πω, είπε ο Μάνος Γιαννόπουλος στον ταπεινό σας ανταποκριτή από αλλοτινούς καιρούς, τρυπώντας τη μαύρη ελιά με την ασημένια οδοντογλυφίδα, δώρο-φετίχ του τζέντλεμαν Ευτύχιου Μαραγκάκη προς τον αιωνίως και αενάως καταπιανόμενο με το να ρουφάει και να πιπιλάει τα δόντια του Άγγελο Διονυσόπουλο, δώρο όμως που κατέληξε μια νύχτα σπαρμένη μάγια στην κομβιοδόχη ενός σακακιού από εκλεκτό κασμίρι που φορούσε εκείνη τη σπαρμένη μάγια, αλλά και θάματα, νύχτα ο Μάνος Γιαννόπουλος, ο οποίος για λόγους που είναι μάλλον ανεπίτρεπτο να εξηγηθούν δεν φόρεσε το εν λόγω σακάκι ούτε λεπτό την επόμενη δεκαετία, με αποτέλεσμα η ασημένια οδοντογλυφίδα, ύστερα από δεκαετή ακούσια χρησικτησία, να γίνει νομίμως δική του –

Το μεγαλοφυές, λέγω, δεν είναι τα μανάβικα-βάρκες, έκλαμψη ιδιοφυΐας το δίχως άλλο, ωστόσο όχι, δεν είναι αυτό το μεγαλοφυές στην Αίγινα, Ίκαρε, έλεγε ο Μάνος Γιαννόπουλος στον ταπεινό σας ανταποκριτή, ο οποίος ταπεινός σας ανταποκριτής νοερώς συνέδεε τις στραφταλιστές μυτίτσες τού ενός αστεριού με αυτές του άλλου σ’ εκείνο τον μεταμεσονύκτιο λικνιζόμενο ουρανό του έτους χίλια εννιακόσια ογδόντα επτά, και σχημάτιζε, με ένα δίκτυο αστερογραμμών και ένα πλέγμα, έναν κάναβο από ασημογάλαζα ουράνια νήματα, την σαν ολόγραμμα εικόνα της μεγαλειώδους Μαίριλυν Μονρόε τη στιγμή που διαβάζει, καθισμένη θεσπέσια σε έναν γύρο παιδικής χαράς με μπλε και κόκκινους μεταλλικούς σωλήνες, τη δεμένη έκδοση του Ulysses –

Άκου με, λοιπόν, να επιμένει ο Γιαννόπουλος, και να πασχίζει να τον ακούσει τώρα ο ταπεινός σας ανταποκριτής, και λέμε να πασχίζει διότι, όπως είπαμε, ο ταπεινός σας ανταποκριτής έβλεπε μάλλον Μαίριλυν παρά Μάνο εκείνη τη στιγμή, όχι, όχι την στιγμή, επί ώρα πολλή, οφείλουμε να πούμε, ο ταπεινός σας ανταποκριτής έστρεφε το βλέμμα προς τα άνω και ζωγράφιζε στον ουρανό τη μία Μαίριλυν μετά την άλλη –

Εγώ διατείνομαι, συνέχισε απτόητος ο Γιαννόπουλος, ότι το μεγαλοφυές στην Αίγινα είναι –

Τα χταπόδια, όπως κρέμονται, σε πάνε πίσω χίλια χρόνια, χάνεσαι στον χρόνο, χώνεσαι σε αχαρτογράφητα εικοσιτετράωρα, χύνεσαι σε ωκεανούς (αρχίζει να παραληρεί εκστασιασμένος ο ταπεινός σας ανταποκριτής) –

Ούζου! (καρατομεί εν τη γενέσει του το παραλήρημα του ταπεινού σας ανταποκριτή ο Γιαννόπουλος). Ωκεανούς ούζου!

Την επόμενη (και κρίσιμη) ημέρα, στις δύο το μεσημέρι, ο Γιαννόπουλος και ο ταπεινός σας ανταποκριτής πίνουν το πρωινό τους ούζο στη σκιά μιας φιστικιάς. Η Αίγινα ανοίγεται στη διαύγεια. Το σπίτι του Μόραλη, φάρος ημέρας. Όσο κι αν πίνουν, δεν ξεχνούν. Η σοβαρότης δεσπόζει και διατηρεί την πρωτοκαθεδρία και είναι των λογισμών τους η Κυρά και τους μαλώνει όταν κάνουν ζαβολιές, και η Αίγινα δεν είναι απλώς αναζητώντας τον χαμένο χρόνο και τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα και τετρακόσια χτυπήματα και κατσαριδάκι αγάπη μου και μάι-φάνυ-βαλεντάιν και ηλεκτρολεττρισμός και όλο-ούζο-ούζο-ούζο-το-βαρέθηκα-φέρτε-μου-ένα-ουισκάκι-που-το-ορέχτηκα, όχι, η Αίγινα είναι προσήλωσις, είναι έργο η Αίγινα, είναι το καθήκον τους, σκοπός και νόημα ζωής για την τρέχουσα δεκαετία, ήτοι για τη Δεκαετία του Ογδόντα, τόσο του Γιαννόπουλου όσο και του ταπεινού σας ανταποκριτή. Ο Καζαντζάκης αποσύρεται και μονάζει εδώ ακριβώς, σε τούτο το άγιο και ποτισμένο με ούζο αιγινίτικο χώμα και πιάνει χαρτιά και στυλογράφο και γράφει ιδεοψυχαναγκαστικώς αλλά μεγαλοφυώς το Αρρωστούργημα. Τριάντα τρεις χιλιάδες τριακόσιοι τριάντα τρεις στίχοι, δεκαεπτασύλλαβοι, πλήρεις, μεστοί, ποτισμένοι με γλωσσοπλασιακό υπερηλεκτρολεττρισμό και καταβυθισμένοι άπαντες στους υποβρύχιους ουρανούς, έλεγεν το Άλλο Πνεύμα, ο Πεντζίκης. Το 1927, αυτό.

Και τριάντα χρόνια μετά, το 1957, όπως ο λόγιος Γιαννόπουλος ανακαλύπτει, όλα συνδέονται, ο Τσε με τον Φιδέλ και τον Ραούλ αρχίζουνε το Αντάρτικο στη Σιέρα Μαέστρα και ο Αργεντινός Οδοντίατρος έχει στο σακίδιο πούρα, ρούμι, σουγιά, σταυρό, στυλογράφο, σημειωματάριο κι ένα φρέσκο αντίτυπο της Οδύσσειας στα αγγλικά που του είχε δωρίσει ο μεταφραστής, ο Κίμων Φράιερ, λίγο προτού εκδοθεί το μεγαλύτερο έπος του Λευκού Γένους από τους Simon & Schuster. Σε πλεξιγκλάς, η «Αναπαράσταση των μαχών στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα το 1957», το περιλάλητο έργο του Μιχάλη Χατζηγεωργίου, αποτελούμενο από ένα τεμαχισμένο coffee table, σκαλισμένο με κατσαβίδι ώστε να εικονιστούν οι οροσειρές, με κολλημένα επιμελώς πλαστικά στρατιωτάκια και χαραγμένη την αποσβολωτικά δυναμική ιαχή του Κομαντάντε «Θα κατέβουμε στην κοιλάδα, και μετά βλέπουμε!».

Ο Γιαννόπουλος και ο ταπεινός σας ανταποκριτής επιχειρούν επιτυχώς την ολοκλήρωση του ΠΠΠΠ (Πρώτου Παγκόσμιου Πανηλεκτρολεττριστικού Πονήματος), ήτοι την από καιρό μεθοδικά οργανωμένη 1) κατάκρυψη της καζαντζακικής Οδύσσειας και 2) εγκατάσταση της «Αναπαράστασης των Μαχών» στο σπίτι, το οποίο, εξήντα χρόνια πριν, είχε φιλοξενήσει τον Συγγραφέα της Οδύσσειας που τόσο καταλυτικά ενέπνευσε, τριάντα χρόνια μετά την εν λόγω φιλοξενία και τριάντα χρόνια πριν από την επιτυχή ολοκλήρωση του ΠΠΠΠ, τον Κομαντάντε. Η μάχη της μνήμης ενάντια στη λήθη είναι πρώτιστο καθήκον μας, γράφουν στο Ημερολόγιό τους ο Γιαννόπουλος και ο ταπεινός σας ανταποκριτής. Ανά τριάντα χρόνια ερχόμαστε! Ξαναήρθαμε το 2017! Θα ξανάρθουμε το 2047! Βγάλε άκρη!

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης
Αδούλωτη Κυψέλη, 12.05.2020

Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης (Απρίλιος 1960) είναι συγγραφέας και σιτυασιονιστής.