Ιωάννης Λαδάκης | Είναι μέρα

© Alexey Titarenko

Είναι μέρα. Μία από κείνες τις μέρες που θα άνοιγες την αγκαλιά σου και θα
ξεχύνονταν από μέσα η γλύκα όλου του κόσμου, τα ζουμιά κάθε λογής μυρωδιάς,
αποσταγμένης στο μοναδικό σου άγγιγμα. Είναι μέρα, ακόμα μια μέρα από κείνες που
φαντάζομαι ότι είσαι εδώ και σ’ αγγίζω.

Φουσκώνει ο αέρας και παίρνει τις σκέψεις μου μακριά. Είναι η γύρη τους που θα
κάτσει σαν σκόνη ή σαν ενοχλητική παρωδία στο βλέμμα του κρυψίνους και θα τον
ανησυχήσουν. Εσύ μην ανησυχείς, είσαι μια για πάντα μακριά. Δεν σε θυμάμαι, κι
όμως, να, σ’ αγγίζω και σήμερα, ακόμα και στη φαντασία μου.

Πετούν τα πινέλα των σύννεφων και βάφουν μαβιά τα παραθύρια μου. Η συντροφιά
μου, περνώντας κάτω από το μπαλκόνι μου, τραγουδά το αγαπημένο σου τραγούδι και
χαζογελά. Χαμογελώ και τους αφήνω να διασκεδάσουν, ενώ ετοιμάζω τα πράγματα για
το μεγάλο προς την παραζάλη και την απομόνωση ταξίδι.

Κι έπειτα, οι λέξεις είναι τα μόνα χρώματα που βλέπω στον κόσμο. Είσαι κι εσύ μια
χαμένη λέξη, κάπου στους διαδρόμους του μυαλού. Σ’ αποζητώ σαν να ήσουν μια
περασμένη νοσταλγία ή ένα αυριανό σ’ αγαπώ. Σ’ αποζητώ γιατί ποτέ δεν κατάφερα να
σ’ έχω.

Σταματάει ο χρόνος. Περαστικός από μπροστά του, ο άνθρωπος παρατηρεί κάποια ίχνη
από τη δράση του και λυγά από τα γέλια. Κρίμα. Φορτώνεται σ’ ένα από τα βαγόνια του
συστήματος και ταχιά γυρνά στη θέση που προορίστηκε γι’ αυτόν. Κρίμα. Αυτά τα ίχνη
σαν βλέπουν άλλοι, βαλαντώνουν πασκίζοντας να καταλάβουν τη ζωή τους.

Σταματάει τον χορό του ο χώρος. Γίνομαι μάζα.Γίνεσαι ίνδαλμα. Σ’ ακολουθώ
έχοντας δέσει με τα μεταξωτά σου εσώρουχα τα μάτια μου και βουλώνοντας τ’ αυτιά
μου με τους αναστεναγμούς σου. Σύντομα θα σε γευτώ. Όπως σύντομα θ’ απολαύσω
όλη τη ζωή, συσσωρευμένη σε μια στιγμή και σ’ ένα σώμα… το δικό σου.

Ακούγοντας ήχους της πατρίδας, αναριγά η ψυχή της πολιτείας και μουρμουρά το
όνομά σου. Χιλιάδες άνθρωποι με κεριά στα χέρια αναθυμούνται τα παλιά τους
τελετουργικά, ενώ χλευάζοντας άλλοι παρακολουθούν τραβώντας φάλτσες δοξαριές.
Χάνουμε τη γη, καθώς ο πυρήνας της μας απορροφά.

Ακούγοντας ήχους του μέλλοντος, φορτώνονται οι σφαίρες με ελπίδα και κουράγιο,
ρίχνονται στη μάχη. Σφαίρα κι ο άνθρωπος, σφαίρα και η ψυχή που χάνεται, σφαίρες οι
σωροί των απωλειών. Τα τζάμια ραγίζουν. Σε μέρες απώλειας τα προϊόντα ακόμα
προσπαθούν να πωληθούν ξεπερνώντας κάθε ωράριο.

Κείνεςείναι οι μαρμαρένιες κολόνες που ορκίζονται την επιστροφή τους. Λικνίζονται
σαν να τις ζωντάνεψε εκ νέου η Αφροδίτη, κούκλες ηδονής, σάπια φρούτα στα πανέρια
της εποχής. Η εποχή υπόσχεται. Όλοι υπόσχονται. Κουράζομαι. Σταματώ εδώ μια
αφήγηση δίχως υποσχέσεις, παρά μόνο μια κραυγή. Το συναίσθημα μου θα γλιτώσει και
θα λυτρωθεί. Κι αυτό το ορκίζομαι.

 


Ο Ιωάννης Λαδάκης γεννήθηκε το 1992 στην Πτολεμαΐδα. Έχει ήδη να επιδείξει δύο εκδοτικές απόπειρες: τη βραβευμένη από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών νουβέλα του «Τα ίχνη της καταχνιάς» (2015) και το μυθιστόρημα «Απομόνωση» που εκδόθηκε από τις εκδόσεις ΠΗΓΗ τον Ιούλιο του 2019. Και τα δύο κείμενα κινούνται στα όρια μεταξύ φιλοσοφικής εξιστόρησης – αφήγησης και δυστοπίας.