Γιώργος Καφετζής | Το Πάρτυ

Από την ταινία, Το πάρτυ.

Στον Πίτερ Σέλλερς, τον Λουκιανό
και τον Λουί,

 

Καλώ το ασανσέρ. Το ασανσέρ έρχεται. Εγώ μπαίνω.

Αναπνοή ανακούφισης. Εδώ μέσα δεν έχει φασαρία. Όταν δεν μένεις μόνος, μαθαίνεις να ρουφάς με όλες τις αισθήσεις κάτι τέτοια tête-à-tête με τις σκέψεις. Κεκλεισμένων των θυρών, ανελκυστήρα ή μη, ο Σαρτρ χαμογελάει.

Δεν διαλέγω όροφο. Μέχρι να σβήσει το φως, κοιτάζομαι στον καθρέφτη. Κοιτάζω μεσ’ τον καθρέφτη. Έχει γυάλινα μάτια, θλιμμένα. “Κρίμα…” , σκέφτομαι. “Όχι πάλι…” , σκέφτεται. Το φως σβήνει.

Περιμένω να με καλέσουν, αν και ευτυχώς δεν έχω σήμα. Έτσι που περιμένω ακίνητος, νομίζω πως εγώ και το ασανσέρ γινόμαστε ένα. Όχι κάτι ανώτερο, καινούριο ή διαφορετικό. Το ασανσέρ με καταπίνει. Το ασανσέρ το καταπίνω εγώ. Γίνομαι ασανσέρ, στη θέση του ασανσέρ. Ναι.  Όπου με καλέσουν, θα πάω. Και τώρα που το σκέφτομαι, και στο μέλλον που θα το γράψω, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, είμαι ασανσέρ. Πάντοτε. Όπου με καλούν. Πηγαίνω.

Όπως και τώρα, κάθε τώρα είμαι ο κύριος Ισόγειος. Δεν έχω ωραία θέα, αλλά πιστεύω πως είμαι απολύτως αναγκαίος. Πάντοτε εκεί, άκριτα και αβίαστα, να γειώνω τους κεραυνούς στις ζωές των άλλων. Και κάθε όποτε δεν λειτουργώ όπως περιμένουν, ένας μάστορας, απόφοιτος σχολής ή περήφανα αυτοδίδακτος, πιστεύουν πως μπορεί να με φτιάξει. Και αν όποτε χαλάσω ανεπανόρθωτα και δεν είμαι πλέον χρηστικός, και όπως συμβαίνει και σε αντίστοιχες περιπτώσεις ανθρώπων, θα με αντικαταστήσουν. Σαν θάλαμο βέβαια, γιατί από μέσα είμαι κούφιος. Κάτι κούφιο, κάτι που δεν υπήρξε εξαρχής, πώς το αντικαθιστάς;

Τέλος πάντων, νομίζω πως σας κούρασα. Όταν κάθομαι πολύ ώρα ακάλεστος, απουσία ερεθισμάτων προς δραστηριοποίηση των αισθήσεων, γίνομαι και εγώ Κρίνος. Λιγότερο έξυπνος και περισσότερο αφανής από αυτόν. Ένας Κρίνος μέσος όρος, όπως αρέσει στη μέλλουσα γυναίκα μου να με αποκαλεί τα τελευταία χρόνια. Τριάντα οχτώ στον αριθμό. Τριάντα οχτώ χρόνια γάμου. Χρόνια χαράς. Χρόνια που για αυτή δεν είμαι ασανσέρ, κούφιο από μέσα.

Εγώ, παντρεμένος και χαρούμενος. Ποιος να μου το έλεγε τότε! Εγώ που πάντοτε έλεγα πως δεν θα παντρευτώ ποτέ. Όχι πως δεν ήθελα, παιδιά δεν ήθελα. Απλά ήταν που ήμουν δύσκολος σαν άνθρωπος, με παράξενες απόψεις και επιλογές. Βέβαια όλοι λίγο πολύ αυτό πιστεύουμε για εαυτόν, αλλά δεν ξέρω για εσάς, εγώ πάντως πολλές φορές δεν με άντεχα. Δεν άντεχα που δεν ήμουν κούφιος από μέσα. Δεν μου άρεσα, αλλά με θαύμαζα. Σαν άλλος πραγματικός Νάρκισσος, που δεν έπεσε στο νερό, αλλά αναδύθηκε από αυτό. Σαν μία άλλη Αφροδίτη.

Όλα ξεκίνησαν να αλλάζουν όταν γνώρισα τη μέλλουσα γυναίκα μου. Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι τη γνώρισα σε αυτό το πάρτυ. Στο πάρτυ υπ’αριθμόν απροσδιόριστον. Έχω χάσει πια το μέτρημα, ποιον ενδιαφέρουν αυτές οι πληροφορίες; Τη γνώρισα σε αυτό το πάρτυ, που όπως και σε κάθε πάρτυ πριν από αυτό και σε κάθε πάρτυ μετά από αυτό, δεν ήθελα να πάω. Σιχαίνομαι τα πάρτυ. Δεν συμβαίνει τίποτα, γιατί συμβαίνουν τα ίδια. Στο διηνεκές του χρόνου. Κατ’ επανάληψη. Αναντάν παπαντάν.

Γι’ αυτό κάθομαι στο ασανσέρ, ακίνητος, χωρίς φως. Μουσική ακούγεται στο κεφάλι μου και θυμάμαι πως ανατρίχιαζε όλη η τάξη από ένα ολίσθημα της χειρός, μια άγαρμπη κίνηση της κιμωλίας εναντίον του πίνακα ενώπιον των μαθητών. Μοιραζόμασταν όλοι μαζί αυτήν την ανατριχίλα, ήταν από τις πρώτες ιεροτελεστίες που θα ζούσαμε. Το τότε και στο τώρα. Κιμωλία και πίνακας. Κιμωλία και τέκνο.

Δεν θέλω να πάω στο πάρτυ γιατί ξέρω από πριν τι θα γίνει. Θα πάω όμως, γιατί δεν έχω εναλλακτική, δεν μπορώ να αποφεύγω τους κεραυνούς των άλλων. Δεν θα σκάσω, γιατί μου υποσχέθηκα πριν δύο ώρες πως από αύριο θα αλλάξω. Κάθε σήμερα αυτό μου υπόσχομαι και κάθε αύριο δεν αλλάζω. Αλλάζει όμως αυτό, όχι υπόσταση, μα όνομα. Και κάθε εφτά μέρες ξαναέρχεται. Αγχώνομαι, γιατί τα ξανασκέφτομαι αυτά; Από αύριο όντως θα αλλάξω, αυτήν τη φορά θα το κάνω σωστά. Θα πάψω να καταστρέφομαι, θα πάψω να είμαι ο κύριος Ισόγειος. Μου το υποσχέθηκα πριν δύο ώρες, μπροστά σε έναν άλλο καθρέφτη, με εξίσου γυάλινα μάτια, εξίσου θλιμμένα. Αποφασισμένα μάτια, τρομακτικά μάτια, θανάσιμα βαρετά μάτια. Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής και παπάρια μάντολες. Όλα αυτά πριν δω τα μάτια της μέλλουσας γυναίκας μου. Θα χρειαζόντουσαν δύο ολόκληρες ώρες ακόμα για να συμβεί αυτό, αλλά θα κρατούσε μέχρι να πεθάνω. Σε κάποιους ανθρώπους, ναι, τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής τους. Σε αυτούς να χαμογελάτε δίχως δεύτερη σκέψη.

 Από αύριο θα αλλάξω.

Ανοίγω λίγο την πόρτα του ασανσέρ. Ανάβει το φως. Διαλέγω όροφο. Κουδούνι. Οι πρώτες αγκαλιές, θα ακολουθήσουν αμέτρητες απόψε. Πίνω το πρώτο ποτήρι από το αγαπημένο μου ποτό. Σε τσούζει λίγο σε κάθε γουλιά και σε μεγάλες ποσότητες κάνει την ανάσα σου να ζέχνει. Αυτή είναι η γοητεία του, σε καταστρέφει κάθε στιγμή. Δεν σε αφήνει να ξεχνάς ποιος είσαι, γουλιά με τη γουλιά καθώς σβήνεις και αναγεννάσαι, την ίδια στιγμή, μπροστά σου, μπροστά σε όλους. Είναι η εντιμότερη όλων των παραστάσεων, παρασκηνιακών ή μη.

Ο Σαρτρ πλέον δεν χαμογελά. Χαμογελώ εγώ και χαμογελάτε όλοι. Είμαι βαθύτατα ευγνώμων που πολλοί από σας έχετε βρεθεί στη ζωή μου. Ως διά μαγείας, ίδιο με τον τίτλο του βιβλίου εκείνης της συγγραφέως. Βιβλίο που έπρεπε να διαβάσουμε όλοι ανεξαιρέτως γιατί θα ερχόταν στο σχολείο μας αυτοπροσώπως, στην πέμπτη ή την έκτη δημοτικού. Και αν θέλαμε, θα μπορούσαμε να της κάνουμε και ερωτήσεις.

Τρελαίνομαι να κάνω ερωτήσεις. Άνθρωπος που με γοητεύει, αν και δεν τη γνωρίζω προσωπικά, μου απαντάει “..εμπνέομαι από το φως..”. Για μένα, αν και δεν το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή, το πάρτυ μόλις ξεκινούσε. Παράξενο, της χαμογελώ διάπλατα από ειλικρινή περιέργεια. Βλέπετε, εγώ πάντα εμπνέομαι από το σκοτάδι. Και αν δεν το έχω, το φτιάχνω. Για αυτό από αύριο θα αλλάξω. Δεν την αφήνω να μου εξηγήσει πως το εννοεί, θέλω να μου κινεί την περιέργεια και όχι να μου δίνει απαντήσεις. Οι ερωτήσεις είναι πάντοτε σημαντικότερες των όποιων επεξηγήσεων. Σκέφτομαι πως θέλω να μείνει μέχρι το τέλος της βραδιάς, λίγο πριν ξημερώσει και τότε θα την αγκαλιάσω. Παρακινούμενος από ειλικρινή περιέργεια – θέλω να δω τι γίνεται όταν ενώνεται το φως με το σκοτάδι, την μόνη ώρα που ενώνεται το φως με το σκοτάδι, και έρχεται το αύριο, το αύριο στο οποίο θα αλλάξω, ένα συγκεκριμένο αύριο. Στο δικό της αύριο, έχει γενέθλια.

Άνθρωπος που έχω να συναναστραφώ δύο χρόνια έχει σήμερα τα δικά της γενέθλια. Η πρώτη μου φίλη, το πρώτο μου φιλί. Στην αναίσθητη ηλικία των τριών, ένα “Θέλεις να φιληθούμε; Το κάνουν συνέχεια οι μεγάλοι και έχω την περιέργεια να δω πως είναι” , αρκεί. Δεν καταλάβαμε τότε τι και γιατί τους αρέσει, αν τους αρέσει. Δεν καταλάβαμε ότι χάσαμε το σημαντικότερο όλων. Η διαδικασία που οδηγεί στο πρώτο φιλί είναι πάντοτε σημαντικότερη των όποιων επακόλουθων. Της χρωστάω πολλά, αν και στα δώδεκα έτρεχε πιο γρήγορα από μένα και με νευρίαζε, πώς γίνεται ένα κορίτσι να είναι γρηγορότερο από ένα αγόρι; Της χρωστάω πολλά. Όταν θα γράψω το ομώνυμο του κειμένου τραγούδι μου, το όνομά της θα είναι σίγουρα σε κάποιο στίχο. Θα την περιμένω, την ώρα που δεν θα την περιμένει κανείς. Πάλι σε κάποιο πάρτυ, με διαμελισμένα, καυλωμένα σώματα και ιδρώτα αλκοόλ. Της χρωστάω χρόνια πολλά, αλλά μου έχουν τελειώσει οι ορέξεις για φιλιά.

Άνθρωπος ενδιαφέρων και απλοϊκός, ένας ιδιότυπος Ζορμπάς, περισσότερο έξυπνος και λιγότερο αφανής. Τον λατρεύω, και ας μην το εκφράζω ποτέ ή έστω σωστά. Ένας από τους ήλιους μου. Ακόμα και όταν μακριά, τον βλέπω. “Πάντα ήθελα να έχω έναν τέτοιο φίλο!” , μου είπε σε μια μεθυσμένη μπάρα, σε ένα ομολογουμένως μουντό μπαρ με πολύχρωμα σφηνάκια και μεγάλες μπύρες. Αυτά του τα λόγια δεν θέλω να τα ξεχάσω, δεν μου αρέσει να ξεχνώ. Και ξέρω πως με τόσα αύριο που θα ξημερώνουν, οι αναμνήσεις μου θα θολώνουν όλο και περισσότερο, μέχρι να αδυνατώ ακόμα και τα βασικά να σκεφτώ. Άνοια παράνοια. Δεν το θέλω αυτό, δεν θέλω τέτοια αύριο. Γιορτάζουμε, έστω παράκαιρα, και τα δικά του γενέθλια. Όταν απόψε θα φύγω, λίγο πριν ξημερώσει, πολύ μετά το τέλος του πάρτυ, ψάχνοντας να αγκαλιάσω τον ήλιο άλλου συστήματος,  άθελά μου θα του δείξω πως ίσως δεν είμαι κούφιος, πως ίσως δεν είμαι ο κύριος Ισόγειος. Για τις συγγνώμες που δεν θα του πω ποτέ, και για όλες τις υπέροχες στιγμές που θα ζήσω μαζί του. Στην υγειά του.

Στην υγειά όλων σας. 

 Έχω ήδη πιει πολύ. Και ακόμα δεν έχω γνωρίσει τη μέλλουσα γυναίκα μου. Δεν την έχω καν προσέξει. Το πάρτυ παίρνει φωτιά, τα γεννητικά σας όργανα ζεσταίνουν την καρδιά μου. Είστε όλοι καυλωμένοι και καυλωμένες. Ψάχνω μια συζήτηση. Σε κάθε πάρτυ. Αυτήν τη μία. Βαριέμαι να πίνω για να γελώ, δεν έχω ανάγκη πλέον. Είμαι ένας καθόλα ξενέρωτος, επιφανειακός άνθρωπος. Για να νιώθω ζωντανός, χρειάζομαι ενδιαφέροντα και συγκινήσεις. Ειλικρινά, έχουν αρχίσει να μου τελειώνουν και αυτά. Και όσο τελειώνουν, τόσο ψάχνω. Και όσο ψάχνω, τόσο δε βρίσκω. Και όσο δε βρίσκω, τόσο αγχώνομαι. Ο Νίτσε και η ευτυχία. Κιμωλία. Πλέον δεν αγχώνομαι, γιατί αύριο, ξέρετε, θα αλλάξω. Μέχρι να ξημερώσει όμως το αύριο, μέχρι να μη μείνει άνθρωπος και να βρεθώ να τρώω μπουγάτσες μόνος μου από διάφορους φούρνους αυτής της πόλης που ζέχνει χειρότερα από το στόμα ανθρώπου που έχει πιει το αγαπημένο του ποτό, το οποίο τελείωσε κάποια στιγμή, το οποίο γεγονός τον φρίκαρε και άρχισε να πίνει ό,τι του κάτσει, μέχρι τότε, θα ψάχνω αυτή τη μία συζήτηση.

Αυτή τη συζήτηση που τόσο απεγνωσμένα ψάχνω απόψε, την έκανα. Δεκατρείς ημέρες πριν, στο ίδιο μουντό μπαρ εγώ, στο Ύψιλον αυτή. Δεν είχα ιδέα ποια είναι, και δεν ήξερε ότι μιλάει μαζί μου. Εγώ απλά έπρεπε να την πείσω να βρεθεί με το φίλο μου. Αυτή η συζήτηση ήταν που έψαχνα εκείνη τη μέρα, εκείνη η συζήτηση είναι που μου επέτρεψε, δεκατρείς ημέρες αργότερα, να γνωρίσω τη μέλλουσα γυναίκα μου. Τη φίλη της.

Να πηγαίνεις σε πάρτυ.

Δεν την είχα καν προσέξει. Δεν έμαθα ποτέ το όνομά της. Δεν μου άρεσε καν ερωτικά, αν και πανέμορφη. Και όσα και αν γράψω για αυτήν, πάντα κάτι θα ξεχάσω. Αυτό μισώ. Θέλω να σταματήσουν οι επόμενες μέτριες εμπειρίες να ξεθωριάζουν τις έντονες και τις ενδιαφέρουσες. Ήθελα να γράψω ό,τι έζησα με σένα, απόψε αλλά και τα επόμενα τριάντα οκτώ χρόνια, και τελικά δεν θα γράψω τίποτα. Η αποτύπωση στο χαρτί, ο θάνατος του όποιου συναισθηματισμού. Το ξεθώριασμα στο μυαλό, ο θάνατος του όποιου εαυτού. Δεν θέλω να πεθάνεις στο χαρτί. Θέλω να σε θυμάμαι για πάντα. Σαν όντως να σε γνώρισα. Σαν όντως να υπήρξες σε αυτό το αναθεματισμένο πάρτυ. Σαν όντως να είχα έρθει και εγώ…

Διάλεξα λάθος όροφο.

Δεν άνοιξα ποτέ την πόρτα του ασανσέρ για να ανάψει το φως. Με τα δάχτυλά μου ψηλάφισα τα κουμπιά, και διάλεξα το ψηλότερο. Ο κύριος Ισόγειος στο μακρύτερό του ταξίδι. Όταν δυσλειτουργείς, πόσο γρήγορα μπορείς να φτάσεις από την κορυφή στο έδαφος; Για πρώτη και μοναδική φορά, γειώνω τον δικό μου κεραυνό, εμένα τον ίδιο. Αστραπιαία.

Αύριο δεν θα αλλάξω. Αύριο θα με αλλάξουν.

Η βλάβη πλέον είναι εμφανής και ανεπανόρθωτη.

Ποτέ μου δεν θεωρήθηκα χαζό παιδί. Αν και ένιωθα ανέκαθεν, εξ ου και το αρχικό αντί επωνύμου. Κάθε Σάββατο βράδυ θα παίρνω λάθος αποφάσεις. Θα μιλώ με λάθος ανθρώπους, θα επιλέγω ασυνείδητα τη μιζέρια της θνητότητας αντί της ευτυχίας. Οι λάθος άνθρωποι. Γιατί είναι Σάββατο βράδυ. Σιγματροπικά Σάββατα, μη διαθέσιμες Κυριακές. Μη διαθέσιμες ζωές.

Αυτό δεν είναι ένα γράμμα που θέλω να διαβάσετε. Είναι ανίατα βαρετό και άρρυθμο, εν αντιθέσει με τις μουσικές μου. Δεν ήθελα να διαβάσετε μέχρι το τέλος του. Δεν είναι ένα κείμενο, μια προσπάθεια να μη ξεχάσω το οτιδήποτε συνέβη σε αυτό το πάρτυ. Είναι το σημείωμα αυτοχειρίας, το οποίο θα θαφτεί με τις μουσικές του Όλαφουρ Άρναλντς.

Είναι οι σκέψεις που έκανα μόνος, σε μια σάλα χορού με φώτα νέον. Με μια κούπα καφέ γεμάτη κόκκινο, στυφό κρασί. Το αίμα μου, στο στόμα μου. Τόσους ορόφους θα πέσω. Όλη μου τη ζωή πέφτω, ίδιος κασκαντέρ. Και όλη μου τη ζωή αναδύομαι, σαν άλλος Νάρκισσος, από το ίδιο μουχλιασμένο νερό. Ζέχνω πατόκορφα, αλλά είμαι ζωντανός.

Και απίστευτα μόνος.

                                                                                                                                                              Κ.Β.

* * *


Ο Γιώργος Καφετζής γεννήθηκε και μεγάλωσε επιεικώς. Αρνούμενος πεισματικά εις εαυτόν να αγγαρεύει λέξεις για τις απαραίτητες συστάσεις, συνήθως εκθέτει το περιορισμένο του βίου του με εκτενή αναφορά στις ραδιοφωνικές του εκπομπές και τις νευροεπιστήμες.