Μπέλλης Μαράς | Έτσι

© Lee Friedlander

Κι ερωτοτροπώ πάνω της με μια μανία…λύσσα αφρίζουν τα ένστικτα μου κι απλώνονται από τις άκρες των δαχτύλων της μέχρι και τα αδιέξοδα των μαλλιών της. Την περιτυλίγω, όλη με το βλέμμα μου, είμαι λίγος για να την χαϊδέψω παντού ταυτόχρονα, ενώ τα μάτια μου… ναι, αυτά μπορούν! Η μυρωδιά της γνώριμη σαν το παλιό ζυμωτό ψωμί, που άχνιζε, που μας γυρνά πάλι παιδιά· καθισμένα με το εσώρουχο σε μια καρέκλα που ποτέ πάτωμα δεν φτάσαμε, που με τα δυό μας χέρια χώνουμε όλη τη ψίχα στο στόμα μας, έτσι γιατί απολαμβάνουμε την μαλακή υφή, μια ηδονική αναπλήρωση της παγωμένης μας σεξουαλικότητας. Κάτω από το πλαστικό τραπεζομάντηλο, τα πόδια μας μας δυο εκκρεμή που συγκρούονται και ξανά απομακρύνονται, βαρύτητα και η αντίδραση δεν τ’ αφήνει ακίνητα. Παίζουν αυθόρμητα μα καλυμμένα, αφημένα στην αγκαλιά του προστατευμένου οικογενειακού τραπεζιού. Κι εμείς κάνουμε έρωτα, χρόνια μετά,  ζεστό ψωμί το δέρμα της στα χείλια μου, λαιμοί μπλεγμένοι σαν πλεξούδα να πηγαινοέρχονται, πλάι μου στο ολόλευκο σεντόνι τεντώνεται απογυμνωμένο, ανέκφραστο, το υποσυνείδητό μου.

Μας κοιτά, αγγίζεται και μετά…χάνεται, βουτά. Πρόλαβα για μια στιγμή μοναχά να το δω. Περίμενε απ’ ότι φαίνεται να ρθει κι η σειρά του, άρπαξε προς στιγμή το μυαλό, το πέταξε πίσω και χάθηκε. Τ’ ονειρεύομαι χωρίς εικόνες και χωρίς πρόσωπα να χαϊδεύει άλλα κορμιά,  να διπλώνεται και να γίνεται ένα με ξένες σάρκες, το νοιώθω μέσα μου να πάλλεται ήρεμα και πάλι χάνεται. Σώματα που του αποτυπώνονται καθημερινά και τα σπρώχνει όπως η σκούπα μαζεύει τα ψίχουλα, τα στριμώχνει σε μια γωνιά. Αυτές τις μακρινές κλειστές και απρόσιτες υπάρξεις που αντικρύζει όταν περπατά στο δρόμο, όταν το όνειρο βγαίνει μπροστά και παίρνει μορφή, μιλά τη γλώσσα μας όπως ένας Αμερικάνος τα Γαλλικά, μας υπενθυμίζει ότι υπάρχει μέσα στην ακαταλαβίστικη ανυπαρξία του. Το απροσάρμοστο, χιλιομοιρασμένο, ανυπόστατο πιο μέσα που παίρνει ανάσα για λίγα λεπτά πριν βουτηχτεί στα βάθη του. Και εμφανίζεται να πάρει ανάσα του, αυτόν τον φυσητήρα που μας μουσκεύει, αυτές τις στιγμές που κατεβαίνει το πεζοδρόμιο για να δώσει χώρο στην όμορφη παρουσία που έχει πάρει φόρα και θα τον τσαλαπατήσει,  γι’ αυτές που μικραίνουν μπροστά του καθώς απομακρύνονται και χάνονται στην άκρη του στενού για πάντα,  στ’ ασανσέρ του πολυκαταστήματος που κάποιος κάποια το στούμπωσε με φαντασιώσεις μέχρι μόλις να φτάσουν στον ημιώροφο. Όλοι μαζί και χωρίς φύλο, χωρίς πρόσωπα, χωρίς παρελθόν και μέλλον, μια εκστατική συγκυρία, όλοι σαν για μια στιγμή να στέκονταν στο σεντόνι δίπλα μας, όλ’ αυτά που λείπουν για να δίνουν την αίσθηση του οδυνηρού ανικανοποίητου που ποτέ δεν ξεχύθηκε. Αυτή η ζυγαριά που πρέπει να καρφώνεται πάντα στην ευθεία, αυτές οι σκέψεις και τα πάθη που ποτέ δεν βρήκαν διέξοδο μπρος στον φόβο της μικρότητας του σαρκικού αδηφάγου πόθου. Πάθους που προς στιγμήν φαίνεται αχόρταγο αλλά το βλέπουμε με την λοξή ματιά μας να πλαγιάζει δίπλα μας, να μας θυμίζει ότι είμαστε κι αυτό που δεν μπορούμε να εξηγήσουμε λιανά, αυτό για το οποίο αφηνόμαστε σε μια αδράνεια, σε μια δίνη ρουτινιασμένης ανούσιας αναβολής της αισθητικής μας και της απόλαυσης ως πλάσματα. Κι έτσι το πρόβλημα αυτής της παρανοϊκότητας έπαψε να θεωρείται γόνιμη εξελικτική απόρροια μιας ψυχοσωματικής ύπαρξης και μας φοβίζει τόσο.

Μας επισκέπτεσαι, γεμίζει το σεντόνι. Κοιτώντας το, ατσαλάκωτο, εκατοστά δίπλα από το ενωμένο μας κορμί, νοιώθω στο αποκορύφωμα της, τη λίμπιντο που θέλει να βράσει. Και όλα χάνονται και ηρεμούν, καταλαγιάζει η ορμή, έρχεται η συντροφικότητα, η αγάπη και κατανικά τον αμπσουρντισμό που σκέπαζε σαν σκισμένη κουνουπιέρα το σιδερένιο, ξεχαρβαλωμένο κρεβάτι μας.

Συγγνώμη…

***

Έρχομαι λίγα λεπτά μετά την ώρα μου, στρογγυλοκάθομαι και για ζέσταμα χορεύω τον καβάλο μου δεξιά κι αριστερά στη ξεφουσκωμένη καρέκλα που χρόνια τώρα με κρατά στην επιφάνεια του γραφείου μου. Σαν φελλός ξινισμένου κρασιού που δεν μ ’αφήνει να βουλιάξω στην άβυσσο της ψυχής μου, της αληθινής μου ψυχής, όχι του επιφανειακού ανθρωπισμού που εκφράζεται μέσα από κάτι τέτοια μέρη, τόσο τεχνητά όσο κι ανούσια. Μαύρη ξασπρισμένη απ’ τον ιδρώτα μου, που και των δυό μας τα πετσιά ξεφτήσανε· κι όμως έχω τόσα να θυμάμαι, στιγμές ζωντανές μες στην ζωντάνια της παραίσθησής μου.

Άλλοτε με φέρνω στο σκεπτικό μου να γραπώνομαι από τα παγωμένα χερούλια της, την σφίγγω για να μη φωνάξω, κείνες τις στιγμές που μου απορρόφησε όλη μου την ορμή, όλη μου τη ζωή, σαν τη βροχή που πέφτει σε ζεματισμένη άσφαλτο και δεν μου επέτρεψε μέχρι και σήμερα να σπάσω με τα αποδυναμωμένα γόνατα τον πάγκο του γραφείου μου, σ’ ένα ξέσπασμα αναγνώρισης του ασυνείδητου εαυτού μου, μες στην παράνοια ενός κόσμου που είναι έτσι φτιαγμένος, κάνοντας τα ένστικτα να κλυδωνίζονται. Τα μεταλλάσσει σε ανίατες ασθένειες και το χειρότερο αυτού; να αφηνόμαστε στην απολυτότητα της διάγνωσης ενός ακαλλιέργητου όχλου, την αναμονή του τίποτα που μας τρομάζει. Μόνη λύση να μεταθέτουμε την ευθύνη στις επόμενές γενιές όντας ανάξιος να τις ξαλαφρώσω. Προτιμώ έτσι να τις επιβαρύνω με τα δικά μου φορτία, να τους γεμίσω με τυφλές ελπίδες, το δικό μου ιδεατό, τον εαυτό που θα ενσαρκωθεί σε μια δευτέρα παρουσία, σε μια αιωνιότητα που ποτέ δεν έρχεται. Περάσαν κιόλας λίγα δευτερόλεπτα, το βλέμμα μου καλοκαθισμένος πια μοιράζω και απαγγέλω τη μονότονη καλημέρα, όπως το παιδί πρέπει να πει το ποίημα του, χωρίς ποτέ του να κατάλαβε το νόημα της κάθε στροφής.

Γυρνώ μπρούμυτα τη χτεσινή μέρα και βάζω τα πόδια σε στάση καθιστικής ανάπαυσης. Υπήρχαν πράγματι και φορές που βαριόμουν ακόμα και τα πόδια μου να κολλώ ανακουφιστικά σαν μαγνήτες στο χιλιοπερασμένο πάτωμα. Αυτή η συνήθεια να ξαποσταίνω πάνω σ’ αυτά τα άμορφα, σκαμμένα σημάδια που άφηναν οι εκατομμύρια ροδιές μου, μ’ έκαναν πότε πότε να καβαλάω τον ακτινωτό της  αστερία και να ξαλαφρώνω. Να βγάζω τα παπούτσια εκείνες τις καλοκαιρινές εσώκλειστες ημέρες και να δροσίζομαι από τα νικέλινα μπούτια της, όπως το παιδί που χώνει τα πόδια του στην άμμο να προσπαθώ να σπάσω τα δικά μου πάνω στην σκληρότητα τους.  Κάθε λίγα εκατοστά λικνίζομαι, πέρα δώθε και φαντασιώνομαι τα χέρια μου ανοιχτά απ’ άκρης σ’ άκρη, γαντζωμένος κάτω της , κι όλο τον όροφο να σημαδεύω,  να ξεφύγω απ’ αυτό τον ανεμοστρόβιλο της βαρεμάρας που απλώνεται σ’ ένα μόνο τετραγωνικό. Να τσουλάω με δύναμη αστείρευτη, κανείς να μη με σπρώχνει, κανείς να μη με κοιτά.

Σαν εκείνα τα παιχνίδια των πλανόδιων στα πανηγύρια, που το αυτοκινητάκι κοπανά κουρδισμένο στα τοιχώματα της μικρής ξύλινης πλατφόρμας, κι αντί να ξεφύγει αναπηδώντας, αλλάζει πορεία και ξαναχτυπά και ξαναχτυπά ώσπου το ελατήριο να τεντώσει κι αδειάζει όλη του την δύναμη. Έτσι κι εγώ κουρδισμένος  με πολλές στροφές πίεσης να χτυπώ στον ξύλινο πάγκο της ρουτίνας μου, ν΄ αλλάζω κατεύθυνση και να ξαναχτυπώ. Πρώτα πέφτω άτσαλα στο σκυφτό γραφείο του Γιάννη που όμως δεν με καταλαβαίνει και συνεχίζει ν’ αποκοιμιέται με τα μάτια ορθάνοιχτα πάνω στην οθόνη του, να του ταρακουνώ τα στοιβαγμένα χαρτιά λογαριασμών που δεν θέλησε ποτέ να φανταστεί ποια ζωή έστησε αυτά τα νούμερα σε κατακόρυφο, ποια χέρια σύρραψαν τόσες συναλλαγές, ποιος άραγε έβαλε σε φάκελο και ταχυδρόμησε ως εδώ το αποτύπωμα του καθενός. Κι έτσι γρήγορα πίσω του, ενσαρκώνεται από το βουνό με τα χαρτιά ο Ινδονησιάνος λαντζέρης που παραδίδει το τιμολόγιο παροχής των υπηρεσιών του στον ατζέντη· μια παράγκα που έστησε το πρακτορείο του πέντε χρόνια πριν. Ένα τηλέφωνο με το ακουστικό πιο βαρύ απ’ την αποφλοιωμένη πόρτα που στέκεται με σπάγκο κόντρα στο κλειστό τυφλό παράθυρο.  Πάνω δεξιά το κάδρο με την δική του παραλία, αυτή που έχει τόσες φορές περπατήσει μηχανικά, που από μικρό παιδί βρίσκεται μπροστά της, αυτή που πια δεν θα καταλάβει αν ποτέ πάρει άλλη διαδρομή αν την αντίκρυσε ή όχι. Στέκεται εκεί όμως κρεμασμένη να δίνει την δική της μυρωδιά από οικειότητα, μια κορνιζαρισμένη ασφάλεια  που τον απαλύνει, μια περιπέτεια που συγκινεί τον ξένο σαν επισκέπτεται το λιγοστό γραφείο, μια εικόνα που ποτέ δεν θα φτάσει ως εδώ. Είναι κει όμως, ο λογαριασμός αυτός την είδε όπως και κάθε λογής επισκέπτης που περνά απ΄ το πρακτορείο έχοντας πάρε δώσε ή μη. Βοηθάει λέει ο Ινδονησιάνος να φωτιστεί το βλέμμα από το μπλε του καμβά, το λευκό του κύματος που σκα στους βράχους, παρά από τον τσίγκο που συνεχίζει να ξεδιψά τη μούχλα και τα κουνούπια που ζητιανεύουν για το φως της σκονισμένης λάμπας που γυρνοβολά . Ο λαντζέρης βιάζεται, στη ράδα έχει κι άλλα βαπόρια και πρέπει πριν πιάσει καιρός, να κάνει 6 διαδρομές μιας ώρας η καθεμιά, πετά τον λογαριασμό και τρέχει με τις πλαστικές παντόφλες του στην λάσπη. Φτέρνες που δεν χωρούν πλατσουρίζουν και πιτσιλάνε χωρίς κανείς να τον λοξοκοιτά, σαν κανείς να μην ενδιαφέρεται. Αφού τελειώσει τις λαντζιές του, το βράδυ όπως και κάθε βράδυ που περνά, τον φαντάζομαι να δένει την μικρή βάρκα που μάλλον αντάλλαξε μ’ ένα σπίτι που χε κτίσει με λάσπη και πέτρα ο πατέρας του σ’ ορεινό χωριό,  στο ρημαγμένο από τα μουσώνια ντόκο. Να σιγοβαδίζει ψάχνοντας αν όλα τα παιδιά του επέστρεψαν και την κυρά που ’χει σήμερα ψάρι, να κάτσουν όλοι και να συντροφέψουν το ρύζι που από το μεσημέρι ξεκουράζεται μονάχο στο καζάνι.

Ο Γιάννης όμως ακόμα μεθυσμένος σε χαρακιές και νούμερα που περνούν σαν καταρράκτες μπρος του, η οθόνη του είναι ο μόνος καθρέπτης, το απλωμένο αδιέξοδο. Μέσα της να χάνεται το νόημα κι η πολυπλοκότητα του μαγευτικού ταξιδιού αυτού του λογαριασμού που λασπώθηκε, χαϊδεύτηκε, αμπαλαρίστηκε, πέταξε, κρύωσε, σκίστηκε, τσαλακώθηκε και θα καταλήξει σ’ ένα ράφι αδειανό από μυρωδιές κι ανθρώπινες στιγμές. Για χρόνια θα χει πλάι κι άλλα ξεχασμένα πάκα, που αφού έκαναν τη δουλειά τους, έζησαν για λίγο τον κόσμο μέσα τους, πήραν όνομα, κουτσουρεύτηκαν και πληρώθηκαν, τώρα αργοκιτρινίζουν με τελικό προορισμό το σκοτάδι, πληρώνοντας κι αυτά όπως κι εμείς.

Δεν έχει καταλάβει τίποτα, η λάσπη δεν τον πήρε κι ούτε ο τσίγκος τον έσταξε .

Κρατώντας το ποντίκι του με κατευθύνει σ’ άλλους προορισμούς, τόσο μακρινούς όσο και τούτος εδώ ο όροφος.

***

 

Ο Μπέλλης Μαράς γεννήθηκε στην Αθήνα και κατοικεί στην Πλάκα. Σπούδασε στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και εν συνεχεία ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές σε Γαλλία και Ολλανδία. Απότοκος Κεφαλλονίτικης και Βλάχικης σύγκλισης αναρωτιέται, αμφισβητεί και γράφει.