Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο της Μαρίας Παπαϊωάννου «Συζυγίες», Εκδόσεις «Ο Μωβ Σκίουρος».


Το ραντεβού

Tο γραφείο της ήταν γεμάτο πεταμένα χαρτιά εδώ κι εκεί. Κοίταξε το ρολόι της. Το ραντεβού της θα κατέφθανε σε λίγο. Σηκώθηκε και άρχισε να τακτοποιεί άλλα σε συρτάρια και να τα παραχώνει σε φακέλους ρίχνοντάς τους μια κλεφτή ματιά λίγο πριν τα εξαφανίσει και άλλα να τα τσαλακώνει ή να τα σκίζει με μανία σε πολλά μικρά κομμάτια πριν τα πετάξει στον γκρίζο κάδο που βρισκόταν στα πόδια της. Τελειώνοντας με τη βαρετή ταξινόμηση έκανε μια κίνηση με το χέρι της σαν να ήθελε να τραβήξει τα μαλλιά της πίσω από το πρόσωπό της. Μάταιο, όμως, καθώς το κοντό αγορίστικο κούρεμά της είχε ήδη φροντίσει γι’ αυτό. Ένας οξύς πόνος τής σούβλισε την κοιλιά. Σαν μαχαιριά. Η ώρα πλησίαζε. Το ραντεβού της σε πολύ λίγο θα ήταν εκεί. Στο γραφείο της. Ίσιωσε τη φούστα της και φόρεσε το μαύρο σακάκι της. Ο παγωμένος ιδρώτας που κυλούσε στα μάγουλά της κανονίστηκε με λίγη πούδρα και ταμποναριστές κινήσεις.
  Το κουδούνι χτύπησε επίμονα. «Στην ώρα τους όπως πάντα», σκέφτηκε και σηκώθηκε αργά από την καρέκλα της για να ανοίξει την πόρτα. Ακόμη ένας πόνος, ακόμη πιο οξύς, ακόμη πιο βαθύς, αυτή τη φορά έως το μεδούλι της ύπαρξής της, την έκοψε στα δύο. Στηρίχτηκε στο πόμολο της εξώθυρας βγάζοντας ένα πνιχτό «ωχ» που μόλις το άκουσε σφάλισε με το άλλο χέρι της το στόμα της για να μην ακουστεί και σε εκείνους. Πήρε μια βαθιά ανάσα που έφτασε έως τα πέλματά της και άνοιξε την πόρτα χαμογελαστή σαν να μην είχε συμβεί τίποτα από όλα αυτά όσο εκείνοι στέκονταν στο κατώφλι του γραφείου της. «Χαίρετε!», είπε γελαστά και τους έδειξε την είσοδο για να περάσουν στον χώρο που μύριζε μελάνι και χαρτί. «Η γραμματέας μου δεν είναι εδώ. Έχει σχολάσει ήδη από ώρα, αλλά και έτσι να μην ήταν, ήθελα να σας δω μόνη. Δίχως αδιάκριτα βλέμματα και ώτα». Γέλασε και κάθισε πίσω από το γραφείο της, στη μαύρη δερμάτινη πολυθρόνα. Οι συστάσεις ήταν περιττές. Περίμενε πολύ καιρό αυτό το ραντεβού. Είχε δουλέψει σκληρά, είχε υπερβεί τον εαυτό της, είχε πέσει χαμηλά και είχε γλείψει λερωμένα οπίσθια προκειμένου να κάθονται τώρα αυτοί οι εκλεκτοί καλεσμένοι στο δικηγορικό της γραφείο με το γυαλισμένο παρκέ και τις φρέσκες τουλίπες στο βάζο. Το φως, που άφηνε να μπει στον χώρο η λευκή κουρτίνα, έδινε μια απόκοσμη διάσταση σε όλους τους παρευρισκόμενους και ιδίως σε εκείνη κάθε φορά που ένας ακόμη πόνος πλησίαζε σαν κύμα και γινόταν πιο δυνατός από τον προηγούμενο που μόλις είχε παρέλθει. Με το ένα της χέρι έδειχνε στοιχεία και νούμερα και με το άλλο πίεζε χαμηλά στην πύελο για να αντέξει λίγο ακόμη. Ο ιδρώτας έσταζε από τα μαλλιά της, στην άκρη του προσώπου και από εκεί άφηνε θολές σταγόνες, ανακατεμένες με μεϊκάπ να σταλάξουν στους πράσινους χάρτινους φακέλους που είχε ολόγυρά της. Εκείνοι, που σίγουρα είχαν αντιληφθεί ό,τι ακριβώς της συνέβαινε αλλά ήταν το τελευταίο πράγμα που τους απασχολούσε εκείνη τη στιγμή, ήταν τόσο αφοσιωμένοι στην ανάλυση, στους αριθμούς και στα κέρδη που δεν υπήρχε περίπτωση να τη διακόψουν ακόμη κι αν την έβλεπαν να σωριάζεται στο πάτωμα από τους πόνους. Γεγονός που δεν θα επέτρεπε εκείνη σε καμία περίπτωση να της συμβεί, πολλώ δε μάλλον μπροστά σε αυτούς.
  Ο πόνος. Ξανά. Πιο βαθύς. Και κατόπιν μια πίεση στη βουβωνική της χώρα. Σαν μπούκωμα. Ένιωσε να βρέχεται. Πετάχτηκε έντρομη από την καρέκλα της και είδε το γυαλιστερό αποτύπωμά της στην δερμάτινη πολυθρόνα. Πέρασε το χέρι της πίσω από τη μαύρη φούστα της και την ένιωσε μουσκεμένη. Ζήτησε συγγνώμη και βημάτισε γρήγορα προς την τουαλέτα. Προτού απομακρυνθεί, επέστρεψε και έχωσε βιαστικά στη χούφτα της το αποσυρραπτικό. Αυτό το εργαλείο που ξεκοιλιάζει τις συρραφίδες όταν έχουν ενώσει επίμονα περισσότερα από ένα χαρτιά μεταξύ τους.
  Εκείνοι έδειξαν να ενοχλούνται. Τους είχε διακόψει στην πιο κρίσιμη στιγμή της ανάλυσης. Στα χρέη. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και κούνησαν τα κεφάλια τους με απογοήτευση. Μια ξανθιά γυναίκα που κρατούσε τα πρακτικά της συνάντησης έγραψε κάτι στο περιθώριο του μπλοκ που σημείωνε και το έδειξε στον διπλανό της. Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και μετά γέλασαν και οι δύο όσο η ξανθιά γυναίκα έσβηνε με μανία το κρυφό μήνυμα.
  Εκείνη, αφού έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα της τουαλέτας πίσω της, κατέβασε με προσοχή το μπεζ καλσόν της και διαπίστωσε πως πράγματι είχε φτάσει η στιγμή του ραντεβού της. Τώρα είχε φτάσει. Όχι πριν. «Πάντα στην ώρα του», κάποιος σκέφτηκε. Κάποιος που ήταν και δεν ήταν στον χώρο. Κατέβασε και το εσώρουχό της. Μια μυρωδιά νοσοκομείου γέμισε τα ρουθούνια της. Νωπή μυρωδιά. Υγρή. Φρέσκια και συνάμα γινομένη. Όλα ήταν έτοιμα. Δεν θα αργούσε πολύ, όπως έδειχναν τα πράγματα. Λύγισε τα γόνατά της και έκανε ένα ελαφρύ κάθισμα πάνω από το στόμιο της λεκάνης, δίχως να την ακουμπήσει. Με τα χέρια της κρατήθηκε γερά από την κλειδωμένη πόρτα και σφήνωσε στο στόμα της το λεκιασμένο καλσόν της για να μην επιτρέψει κανέναν ήχο να εξέλθει σε όλη της την προσπάθεια. Άρχισε να σφίγγεται με δύναμη. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξανά. Και ξανά. Ώσπου ένιωσε το κορμί της να σχίζεται στα δύο. Να ανοίγει και να διαστέλλεται όπως η γη όταν γίνεται μεγάλος σεισμός. Ακόμη μία φορά. Πιο πολύ δύναμη, λίγο ακόμη έμεινε. Είχε γίνει όλη μούσκεμα από τον ιδρώτα. Τα μάτια της είχαν σχηματίσει κόκκινες χαρακιές μέσα τους από την πίεση και το στόμα της έσταζε σάλια ανακατεμένα με δάκρυα. Το ένιωσε. Το ένιωσε να έρχεται. Έσκυψε το κεφάλι της ανάμεσα στα πόδια της και είδε. Είδε ένα κόκκινο μπλαβί κεφάλι να την κοιτάζει έντρομο όπως το κοιτούσε και εκείνη. Τέσσερα μάτια κρεμασμένα ανάποδα κοιτάζονταν ευθεία. Όλος ο κόσμος αντιστράφηκε. Για μια στιγμή μες στο γραφείο, οι καρέκλες με τους εκλεκτούς καλεσμένους της, οι τουλίπες στο βάζο, τα χαρτιά που είχαν ριχτεί στον κάδο των αχρήστων, όλα γύρισαν ανάποδα. Και τα δυο κόκκινα ζωντανά κεφάλια συνέχισαν να κοιτάζονται βαθιά.
  Το ραντεβού της μόλις είχε έρθει. Σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε το ρολόι της. Ίσως να το περίμενε λίγο αργότερα αλλά λεπτομέρειες. Έδωσε ακόμη μια δυνατή σπρωξιά στο κορμί της και πια κρατούσε στα χέρια της ολόκληρο τον βιαστικό επισκέπτη. Τον τύλιξε σε μία από τις πετσέτες που είχε για να στεγνώνουν τα χέρια τους οι πελάτες της και έπειτα, με πολύ προσεκτικές κινήσεις, ωστόσο βιαστικές και με τον νου πάντα στους εκλεκτούς και απαιτητικούς της καλεσμένους, άρπαξε το αποσυρραπτικό από το πάτωμα και άρχισε να ξεσκίζει τον μωβ σωλήνα που την συνέδεε με τον επισκέπτη. Χρειάστηκε μία, δύο, τρεις προσπάθειες για να αποκοπεί εντελώς και μόλις τα κατάφερε εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα και την έβγαλε με ένα τσιριχτό και επίμονο κλάμα. Σηκώθηκε με τρεμάμενα πόδια από το πάτωμα και ντύθηκε βιαστικά. Σφούγγισε τον ιδρώτα της με μια άλλη πετσέτα και με άφθονο σκληρό χαρτί τουαλέτας και έπειτα σουλούπωσε το μακιγιάζ της που είχε καταστραφεί. Εκείνος έκλαιγε γοερά και όσο έκλαιγε τόσο έκανε τις θηλές της να καίνε. Τις έπιασε πάνω από τα ρούχα και ένιωσε το λευκό της πουκάμισο να μουσκεύεται. Μυρωδιά ψαριού. Θάλασσας. Ξεχείλισε το μικρό μπάνιο θαλασσινή μυρωδιά. Τον έκρυψε μέσα στο
ντουλάπι–φαρμακείο για να μην ακούγονται οι φωνές του και έχωσε στα στήθη της μπόλικο χαρτί για να μη στάζουν. Πήρε μια μεγάλη ανάσα, φόρεσε το μαύρο σακάκι της και ίσιωσε τους ώμους της. Βγήκε από το μικρό μπάνιο και έκλεισε την πόρτα πίσω της δυνατά.

«Με συγχωρείτε. Πού είχαμε μείνει;», ρώτησε το ραντεβού της. «Παρακαλώ, συνεχίστε», έκανε ένας από τους εκλεκτούς καλεσμένους της και όλοι ανακάθισαν με ανακούφιση στις θέσεις τους. Φόρεσε τα γυαλιά της και με το στυλό συνέχισε να δείχνει πάνω στα έγγραφα τα σημεία στα οποία είχε μείνει πριν τη διακόψει η φύση της. Όλοι έσκυψαν γύρω της με προσοχή για να την ακούν καλύτερα καθώς από το μπάνιο κάποιος σπάραζε. Και το ραντεβού συνεχίστηκε κανονικά.


Η Μαρία Παπαϊωάννου έχει γεννηθεί το 1984 στα Εξάρχεια. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων με τίτλο «Rebound» (εκδόσεις Ιωλκός, 2017) είχε προταθεί για το Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2018 από το Λογοτεχνικό Περιοδικό «Κλεψύδρα» και το Βιβλιοκαφέ « Έναστρον».Έργα της έχουν δημοσιευθεί στον ηλεκτρονικό Τύπο.