Απόστολος Θηβαίος | Joker

© Irving Penn

‘’τι με τραβάς
Σε αυτόν τον διάδρομο
Τον σκοτεινό;
Δεν έχει μέσα εκεί
Αρκετή φαιδρότητα, χαρά
Στο παρδαλό αυλικό μπουλούκι
Το πυκνό
Και ευκαιρία
Για κάθε αστείο
Και
Κατεργαριά;’’

 

Φάουστ

 Μεμφιστοφελής

Σκοτεινή γαλαρία

 

 […Το πρόσωπό του ήταν μια μάσκα. Η ύπαρξή του μπορεί να αναζητήσει τις ρίζες της στην παλιά ιστορία των Ισπανών ιδαλγών. Ίσως πρόκειται για έναν μοναχικό, μικρό πρίγκιπα δίχως το σπάνιο άνθος του, ίσως απλά για μια αμερικάνικη ουτοπία, μια θυελλώδη και έρημη πόλη, με κοπαδιαστούς ανθρώπους που βαδίζουν στους δρόμους του μεγάλου σφαγείου, -προσέξτε, κάτω από το φθόριο του φωτισμού αναπαρίσταται η παλιά, καλή μεταφορά, μια ιδιότητα, μια ατμόσφαιρα τόσο κοντινή στις σκοτεινές γαλαρίες, στις σάλες τις μακρόστενες, με τα πλαϊνά δωμάτια όπου τελούνται τα μυστήρια των Γερμανών. Ίσως να στάθηκε πάντα ένα κάποιο βλέμμα σε εκείνο που ονομάστηκε κοινωνία των ανθρώπων. Όπως και να έχει αυτός ο Τζόκερ που γεννιέται μες στην πόλη και εντός της καίγεται, συνιστά μια μορφή εξόχως δραματικότερη σε σχέση με τις άδειες μιμήσεις των καλιφορνέζικων στούντιο. Ο Ογκύστ συνιστά μια πρόφαση. Τα ανάγλυφα χορικά του θεάτρου των Ηλυσίων θα στέκουν για πάντα σαν το πιο ακλόνητο επιχείρημα, σαν την πιο βαθιά του ρίζα.

Στα εδάφια του παλιού βιβλίου σημειώνονται τα παρακάτω λόγια.

«Ο νέος αυτός φλέγεται από επιθυμία, η φωτιά εντός του αναζωπυρώνεται σε αυτόν τον σκοπό. Ο νέος συνιστά την ίδια την φιγούρα δηλαδή κανένας χειριστής δεν ελέγχει τις κινήσεις του, αφού είναι πέρα για πέρα ανθρώπινος, ένας ξαφνικός άνεμος που αγρυπνά. Η όψη του είναι πικρή και όμορφη και όπως αγγίζει το καπέλο του, σηκώνεται σύννεφο το θειάφι.»

Σε άλλο εδάφιο, παρατίθεται η πιο κάτω ιστορία.

«Σε ολόκληρη την Λωραίνη σκεπάζουν τους καθρέφτες. Κάτι κρύβει αυτή η πόλη, μες στην καρδιά του φθινοπώρου. Οι δυο γελωτοποιοί ανασύρθηκαν παγωμένοι και άψυχοι, τι θλίψη, τι πίκρα. Διέθεταν μια σπάνια και άγρια ομορφιά και ισορροπούσαν στην κουπαστή της γέφυρας  του Ιησού, θεέ μου πότε θα πάρεις πίσω όλο εκείνο το αίμα; Με την χάρη ενός σοφού εκκρεμούς, -ακριβώς, η λέξη είναι ολόσωστη κύριε-, μετατόπιζαν το σώμα τους κατά τον νοτιά. Οι δυο κλόουν που θήτευσαν στα μιλανέζικα μοναστήρια, χρόνια πριν την μεταρρύθμιση, οι δυο τους , όνειρο ενός ίσκιου περνούν στα αβαθή της ιστορίας. Τα κοστούμια τους ανήκουν πια στον πολιτισμό της πόλης. Αποφασίστηκε πως θα εκτεθούν, -προσέξτε τις τερατώδεις, καλλιτεχνικές πρωτοβουλίες, σκληρά κομμάτια ύφασμα που χαρίζουν την αίσθηση ενός πολύχρωμου φοίνικα-, στην καλοκαιρινή επίδειξη των ιπποδρόμων. Η τύχη τους φαντάζει ολότελα διαφορετική από αυτήν του καθενός μας. Και περισσότερο από εκείνη του άμοιρου και δυστυχισμένου Ογκύστ. Συγχωρέστε με, τίποτε δεν σας είπα για τον πραγματικό λόγο της αποψινής μου παρουσίας.

Λοιπόν, ας πούμε πως ο Ογκύστ συνιστά έναν δαιμονισμένο, έναν απόκληρο που έχει λησμονήσει την αληθινή ζωή. Ας πούμε πως αν το θελήσει μεταμορφώνεται με οξυζενέ μάτια και ένα αρχαίο, διαλυμένο μακιγιάζ. Ω,  το πορφυρό του κοστούμι, πάντα κομψός στους δρόμους της έρημης πόλης, τόσο απελπισμένης για το γέλιο των ανθρώπων, με τις ραγισμένες μαλτεζόπλακες και τον ραγισμένο χορό της εκεί που αρχίζουν τα κτίρια του χρηματιστηριακού κέντρου. Ογκύστ πάψε να γελιέσαι, η ψυχή σου είναι από γυαλί και σκυρόδεμα , ένας άλλος εαυτός σου είναι εκείνος που νιώθει, που κοιτά, που ζει.

Βλέπετε, του χαρίστηκε το σπανιότερο δώρο. Η ζωή του δεν είναι ένα ρίσκο, τα μάτια του δεν είναι άστρα, το στόμα του δεν είναι μια ψαλιδιά. Ογκύστ δεν είσαι ο γελωτοποιός που αγαπούν τα παιδιά το απόγευμα του Σαββάτου, το κοστούμι σου δεν μοιάζει καθόλου ρομαντικό. Περισσότερο είσαι ρυθμός, περισσότερο είσαι συντρίμμια μυστικά στις παραλίες, Ογκύστ πες μου ότι με ακούς. Τα χρώματά σου είναι ανεξίτηλα, για αυτό και η επίμονη πίκρα σου καλέ μου, κάτω από τα βλέφαρα. Αυτή είναι η αληθινή ζωή Ογκύστ και εκεί έξω δεν μπορείς να είσαι ευτυχισμένος όσο φαντάστηκες φίλε μου. Θυμίζεις πάντα τον αδελφό Οτάβιο με το ξεκάθαρο πρόσωπο που κράτησε ζωντανό το σώμα του, σαν πεπρωμένο. Ο κόσμος σου Ογκύστ θα μπορούσε να είναι μια έναστρη νύχτα στην κορυφή της πέτρινης σκάλας καθώς όλα παραμερίζουν. Μονάχα χαρτόνια και άγριοι σκύλοι και το σκουριασμένο φανάρι. Και η μολυβένια νύχτα, -ναι Ογκύστ, ξέρω, μην μες λες τίποτε-, με το θειαφένιο χρώμα και την εποχή της που θα σημάνει περί την ενάτη ώρα, μια νύχτα που δεν θα διαθέτει υποκοριστικά, παρά μόνον το καλύτερο φύλλο. Μια φιγούρα Ογκύστ και τίποτε.

Οι δυο τους, ο εαυτός του και ένας χαμένος, μικρός πρίγκιπας που πόνταρε τον πλανήτη του, την φαντασία του ολάκερη και απέτυχε, στάθηκαν κάτω από την φτερούγα της γέφυρας. Ένας άγγελος που έχει δεμένα τα φτερά του, το προορισμένο που συμβαίνει μονάχο, σαν άγριο θέρος, σαν μεγάλη εξασθένηση, να τι ήταν. Το φύλλο του ήταν μια φιγούρα, ένα κλειδί για να διαβάζεται το καλό, το αρχαίο παιχνίδι της μοναξιάς και του παράλογου.»

Απόστολος Θηβαίος