Νικόλας Περδικάρης | Στολίδι

© Francesca Woodman

Ποτέ μη με αφήσεις να χαθώ σαν πατημασιά στο χιόνι. Όχι από λύπηση, ούτε από σιωπηλή  παραδοχή μιας δικιάς μου αδυναμίας. Μη με αφήσεις να χαθώ, επειδή απλά δεν μου αξίζει.

Η μητέρα πάντα το έλεγε πως θα γινόμουν φτηνή. Καθώς ο αέρας με γυρόφερνε, καθώς μου σκάλιζε νοερά το πρόσωπο, άκουγα στ’ αυτιά μου τα λόγια της και της έδινα δίκιο. Πώς με μαγάριζε άραγε, η γυναίκα που με γέννησε, δίχως να λυπάται; Δίχως να ντρέπεται για το βρομόστομά της, πώς ηδονιζόταν να σπιλώνει εμένα ή –ακόμα χειρότερα- την ιδέα που είχε για μένα;

Έσερνα πίσω μου το χριστουγεννιάτικο δέντρο καμιά ώρα τώρα. Ακόμα δεν είχα κάνει ούτε μισή παύση. Γύριζα απλώς να το κοιτάζω πότε πότε. Νεκρό και όμορφο, το μελλοντικό στολίδι ενός καθόλου οικείου σ’ εμένα σπιτιού, με ακολουθούσε ενώ δεν είχε επιλογή. «Απίθανη που είναι η ζωή στην εφηβεία». Αυτή τη φράση ψιθύριζα μέσα απ’ τα δόντια στο λιπόθυμο φυτό των βουνών, καθώς κατηφορίζαμε οι δυο μας πέρα ως πέρα. Τόσο δραματική φαινόταν η κατρακύλα μας από ψηλά, που ούτε ο πιο πεινασμένος αετός της φύσης θα διέκοπτε το πέταγμά του για να μας κατασπαράξει. Ήξερα πως κάποτε θα γινόμουν φτηνή και το ‘χα αποδεχτεί.

Πίσω απ’ το λόφο, μας περίμενε –εμένα και το ψόφιο έλατο- ο ξεδιάντροπος Νικ, όπως πάντα. Είχε σχεδόν κατεβασμένο το βρακί του. Μόλις με είδε, άστραψε ένα από τα πλέον σιχαμερά του χαμόγελα, όμοιο με τις λασπωμένες στρώσεις πάγου που κύκλωναν την αυλή του. «Πώς από εδώ, κορίτσι;», με ρώτησε με τα μισά του μάτια χωμένα στη γη, δήθεν λόγω ντροπής. Λες και δεν ήξερε πως κάθε χρόνο η Βιρτζίνια, η μάνα μου – για την ακρίβεια ό,τι είχε απομείνει από αυτήν- με έστελνε με το ζόρι σε εκείνον, με σκοπό να θυσιάσω στα πόδια του ένα ολόφρεσκο χριστουγεννιάτικο δέντρο της ποικιλίας Albis Triste. Έπειτα, το πρωτόκολλο επέβαλλε να το στολίσω για λογαριασμό του, εκφράζοντας την αγάπη και τον σεβασμό εκ μέρους της οικογένειάς μου. Είτε φορώντας εσώρουχα είτε όχι, ο Νικ ο σπιτονοικοκύρης μάς παρείχε στέγη (με το αζημίωτο φυσικά). Ποιο ήταν επομένως το λιγότερο που θα μπορούσαμε να κάνουμε, πέρα από το να του προσφέρουμε λίγη θαλπωρή, λίγες από τις υπηρεσίες μας –τις δικές μου συγκεκριμένα- ως αντάλλαγμα;

Πέρασα την είσοδο της παράγκας του διστακτικά, χωρίς να κρύψω την ανασφάλειά μου. Πριν προλάβω να σύρω πίσω μου την φουντωτή πρασινάδα, ο άξεστος με σταμάτησε. «Το έλατο μένει έξω. Εσύ θα είσαι το στολίδι μου για εφέτος». Και εκεί , στη μέση της κραυγής του, που υποθετικά θα χρησίμευε ως ένα μέσο συνεννόησης μεταξύ μας, με φαντάστηκα: Τεντωμένη στα όρθια, με κάθε άκρο μου να μένει ασάλευτο, σχεδόν βιδωμένη στο δάπεδο, να λαμπιρίζω και να αστράφτω σα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Φωτάκια να βγαίνουν από τη μύτη μου, μπάλες να κρέμονται από τ’ αυτιά και τις θηλές μου. Ο Νικ γελούσε τώρα, σα να ‘χε πει καμιά εξυπνάδα. Γελούσε ακόμα πιο βροντερά, όταν με είδε να του γυρίζω την πλάτη.

Τους παράτησα σύξυλους, αυτόν και το άμοιρο δέντρο μπροστά στην ορθάνοιχτη πόρτα. Στη χούφτα μου είχα, ποιος ξέρει από πού, δύο χαρτονομίσματα των 5 ευρώ. Τα παράτησα και αυτά τσαλακωμένα όπως ήταν, θάβοντάς τα ενστικτωδώς σε μια γούβα, μέσα στο κάτασπρο τοπίο.    

Στην επόμενη αναπαράσταση του εαυτού μου, πάντα εντός των ορίων της πραγματικότητας, με είδα να κλαίω. «Αν αυτά τα λεφτά ισοδυναμούν με την αξία μου σε χρήμα, τότε ναι, φτάνουν και περισσεύουν για να υποκαταστήσουν το βαθούλωμα της ύπαρξής μου», σκέφτηκα. Ύστερα, χαμογέλασα από ικανοποίηση, επειδή ήμουν ακόμα ζωντανή. Κανείς δεν με είχε κουτσουρέψει απ’ τη ρίζα ως απάνω. Κανείς δεν με είχε στολίσει. Το χιόνι έπεφτε απαλά στις πλάτες μου, σκεπάζοντας με ασφάλεια την τιμή μου.      

[Πρώτη δημοσίευση © Μονόκλ]


Ο Νικόλας Περδικάρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές, στο ίδιο τμήμα, στον τομέα της Πολιτικής Επικοινωνίας και των Νέων Τεχνολογιών. Μέρος της μελέτης του σχετιζόταν με την έρευνα γύρω από τη χρήση των διαδραστικών-ψηφιακών αφηγήσεων στην εκπαίδευση. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στην ΕΡΤ. Πρωτοεμφανίστηκε στην πεζογραφία με το βιβλίο «Ο σκύλος με το λουλούδι στο στόμα» το 2014.