Νίκος Καββαδίας | Yara Yara

Νίκος Καββαδίας

Καθὼς ἀποκοιμήθηκες φύλαγε βάρδια ὁ κάβος.
Σὲ σπίτι μέσα, ξέχασες προχτὲς τὸ φυλαχτό.
Γελᾶς, μὰ ἐγὼ σὲ πούλησα στὸ Rio γιὰ δύο centavos
κι ἀπὲ σὲ ξαναγόρασα ἀκριβὰ στὴ Βηρυττό.

Μὲ πορφυρὸ στὰ χείλη μου κοχύλι σὲ προστάζω.
Στὸ χέρι τὸ γεράκι σου καὶ τὰ σκυλιὰ λυτά.
Ἀπάνωθέ μου σκούπισε τὴ θάλασσα ποὺ στάζω
καὶ μάθε με νὰ περπατῶ πάνω στὴ γῆ σωστά.

Κοῦκο φοροῦσες κάτασπρο μικρὸς καὶ κολαρίνα.
Ναυτάκι τοῦ γλυκοῦ νεροῦ.
Σὲ πιάνει – μὴν τὸ πεῖς ἀλλοῦ – σὰ γάτα ἡ λαμαρίνα
καὶ σὲ σαστίζει ξαφνικὸ προβέτζο τοῦ καιροῦ.

Τὸ κύμα πάρε τοῦ φιδιοῦ καὶ δῶσ᾿ μου ἕνα μαντίλι.
Ἐγώ, – καὶ σ᾿ ἔγδυσα μπροστὰ στὸ γέρο Τισιανό.
Βίρα, Κεφαλλονίτισσα, καὶ μάϊνα τὸ καντήλι.
Σὲ λόφο γιαπωνέζικο κοιμᾶται τὸ στερνό.

Σοῦ πῆρ᾿ ἀπὸ τὴ Νάπολη μία ψεύτικη καμέα
κι ἕνα κοράλλι ξέθωρο μαζί.
Πίσω ἀπ᾿ τὸ φριγκορίφικο στὴν ἄδεια προκυμαία
ἔβενος, – γλώσσα τῆς φωτιᾶς, στὸ βάθος κρεμεζί.

Φῶτα τοῦ Melbourne. Βαρετὰ κυλάει ὁ Yara Yara
ἀνάμεσα σὲ φορτηγὰ πελώρια καὶ βουβά,
φέρνοντας πρὸς τὸ πέλαγος, χωρὶς νὰ δίνει διάρα,
τοῦ κοριτισιοῦ τὸ φίλημα, ποὺ στοίχισε ἀκριβά.

Γερὰ τὴν ἀνεμόσκαλα. Καφὲ γιὰ τὸν πιλότο.
Λακίζετε, ἁλυσόδετοι τοῦ στεριανοῦ καημοῦ.
Καὶ σένα, ποὺ σὲ κέρδισα μιανῆς νυχτιᾶς σὲ λότο,
σμίγεις καὶ πᾶς μὲ τὸν καπνὸ τοῦ γκρίζου ποταμοῦ.

Μία βάρκα θέλω, ποταμέ, νὰ ρίξω ἀπὸ χαρτόνι,
ὅπως αὐτὲς ποὺ παίζουνε στὶς ὄχθες μαθητές.
Σκοτώνει, πές μου, ὁ χωρισμός; – Ματώνει, δὲ σκοτώνει.
Ποιὸς εἶπε φοῦντο; Ψέματα. Δὲ φτάσαμε ποτές.

Melbourne 1951

Νίκος Καββαδίας – Τραβέρσο – Εκδόσεις Άγρα