Χρήστος Μαγκλάσης | Η καλή νεράιδα

© Robert Doisneau

Κοιτάζει ξανά και ξανά το ηλεκτρονικό ρολόι κι η ώρα μοιάζει κολλημένη.
Έξω είναι μέρα φωτεινή, νωρίς το απόγευμα. Ακόμη ο ήλιος είναι κυρίαρχος, χωρίς καμιά σκιά να επιβουλεύεται την πρωτοκαθεδρία του, κάνει ένα υπόκωφο λογοπαίγνιο με τον άλλο του εαυτό.
Ο άλλος του εαυτός…
Απολύτως υποταγμένος στον Ήλιο. Όσο διαφεντεύει εκείνος, ο άλλος είναι πειθαρχημένος, μην πω εξαφανισμένος. Όταν για κάποιο λόγο φύγει από το προσκήνιο ο άλλος θεριεύει και γίνεται απειλητικός, υπονομευτής κι εκβιαστής. Ανοίγει το μαντρί του και πετάγονται όλα τα κακά και ζιζάνια που κατατρώγουν την ύπαρξή του με την λεοντή της φοβίας, της ανασφάλειας, της δειλίας, της απαισιοδοξίας και της κατάθλιψης.
Ακούει ραδιόφωνο ασυναίσθητα, μόνο σαν υπόκρουση.
Το μυαλό είναι αγκιστρωμένο καλά στην προσμονή.
Κάνει ζέστη και κάθε λίγο σκουπίζει το μέτωπό του με την ανάστροφη παλάμη του.
Κάθεται στην πολυθρόνα του αβόλευτα διαβάζοντας διαγώνια την εφημερίδα του, χωρίς τίποτα να κλέβει το ενδιαφέρον του. Μόνο στην τελευταία σελίδα θυμήθηκε ότι δεν είδε πουθενά άρθρο του βασικού της σχολιαστή. Φευγαλέα σκέφτηκε , πόσο άδειασαν οι κυριακάτικες εφημερίδες. Κάποτε ήθελε δυο ώρες να την τελειώσει και τώρα ένα επί τροχάδην, ούτε για ζέσταμα.
 Τις επιπόλαιες σκέψεις του διέκοψε ένας θόρυβος παρατεταμένος. Βγαίνει στην μπαλκονόπορτα και βλέπει μια ξαφνική νεροποντή, σαν από το πουθενά. Μαύρισε ο ουρανός, ακούμπησε ο θόλος στις στέγες των σπιτιών και μόνο ο φωτισμένος σταυρός στον τρούλο της Αγίας Παρασκευής δείχνει σαν να λογχίζει με φως κι ελπίδα το έρεβος.
 Να θυμηθώ, μόλις τελειώσουν όλα να γράψω ένα ποίημα μονολόγησε, τσιτώνοντας την προσοχή του να αποτυπώσει εικόνες.
Μπήκε μέσα και ξανακοίταξε το ρολόι και στο καπάκι άκουσε το κουδούνι της εισόδου. Πετάχτηκε, πάτησε το κουμπί της εξώπορτας και βγήκε να δει.
Τίποτα.
Έχει πλάκα αναλογίστηκε δύσθυμα.
Βγήκε έξω, κοίταξε δεξιά-αριστερά, πάλι τίποτα. Σήκωσε απορημένος τους ώμους του κι επέστρεψε στην πολυθρόνα του.
Το ρολόι έδειχνε, ότι η ώρα είχε περάσει. Έκανε ν´ ανοίξει την τηλεόραση και προσπάθησε να βάλει σε τάξη όλα όσα του είχαν συμβεί.
Πρωί κατά τις επτά πήγαινε στην δουλειά του, όταν είδε στα δεξιά του μια γυναίκα πεσμένη να εκλιπαρεί για βοήθεια. Σταμάτησε, την είδε σε κακό χάλι και προθυμοποιήθηκε να την πάρει μαζί του, αφού του είπε ότι κοντά στην δουλειά του ήταν κι η δική της δουλειά. Του είπε ότι ένα αυτοκίνητο, που δεν πρόλαβε να δει την παρέσυρε με το καθρέπτη, καθώς βρισκόταν στην στάση και την πέταξε στο οδόστρωμα. Κάποιος προσφέρθηκε να την βοηθήσει και αντί να την σηκώσει την κλώτσησε και της πήρε την τσάντα. Κι όχι τίποτε άλλο, αλλά τα χρήματα (1800 ευρώ )ήταν για να πάρει αναστολή για τον πλειστηριασμό του σπιτιού της.
Την λυπήθηκε σφόδρα και προσφέρθηκε να την εξυπηρετήσει.
¨Έχω κάποια χρήματα για να πληρώσω την δόση του αυτοκινήτου μου, αλλά μπορώ και αύριο. Είναι φίλος μου ο μαντράς θα του εξηγήσω¨ Η γυναίκα που του είπε πως την έλεγαν Μυρτώ, του φίλησε τα χέρια και του είπε. ¨Πες μου που είναι το σπίτι σου και θα τα φέρω με τον σύζυγό μου. Είναι καθηγητής στο Λύκειο της συνοικίας σου. Μαθηματικός είναι και το απόγευμα κάνει ιδιαίτερα στην περιοχή σου, αραδιάζοντας ονόματα που είχε ακουστά στην γειτονιά.
Περίμενε την γυναίκα να του φέρει τα χρήματα. Μια έξω, μια στο κινητό του, μήπως τον πάρει τηλέφωνο.
 Είχε περάσει μισή ώρα από τον προγραμματισμένο ραντεβού κι έκανε για πολλοστή φορά την κίνηση να σηκωθεί, για να βγει έξω και να κατοπτεύσει , αν έρχεται.
Νιώθει κάτι να τον κρατάει απ’ τον ώμο κι ένα κρύο μεταλλικό πράγμα να του πιέζει τον λαιμό κάτω από το αριστερό αυτί. Μια φωνή του λέει. «μην μιλήσεις», δεν θα σε πειράξουμε. Που είναι τα λεφτά, φέρε τα λεφτά.”

Κατέρρευσε. Δεν είχε δεκάρα τσακιστή. Προσπάθησε να εξηγήσει το πρωινό πάθημά του, αλλά τους εξόργισε περισσότερο. Εμφανίστηκε μπροστά του ένας με κράνος μοτοποδηλάτου και του έριξε τέσσερις μπουνιές, κάνοντάς τον να μουδιάσει και να ματώσει.
-«Τα λεφτά χαμένε, γρήγορα τα λεφτά και τα χρυσαφικά, γιατί θα σε σιδερώσω.»
Βάζει το ηλεκτρικό σίδερο στην πρίζα και το ακουμπάει στην κοιλιά του.
Πριν σπαράξει ακούει το κουδούνι να κτυπά.
-«Παιδιά μη ! Τα λεφτά μου τα φέρανε, που σας έλεγα. Αλήθεια σας λέω. Να ανοίξω να τα πάρετε και να τελειώνουμε. Δεν έχω σας λέω άλλα χρήματα. Φτωχός υπάλληλος είμαι. Σας παρακαλώ.»
Ο αρχηγός από τους δυο λέει.
– «Βούλωσέ το, γιατί θα πεθάνεις. Τι μας πέρασες για να φάμε το παραμύθι σου. Σκασμός!
Το κουδούνι συνέχισε να χτυπάει παρατεταμένα κι εμμονικά, μέχρι που οι δυο ληστές συνεννοήθηκαν με τα μάτια , τον έδεσαν σφιχτά και τον φίμωσαν , περνώντας ένα μαχαίρι στο στόμα του, ως καψάλι, για να τον κόβει αν το ανοιγόκλεινε, κι έφυγαν από το πίσω παράθυρο, λέγοντάς του απειλητικά, να μην τολμήσει να σηκωθεί από την θέση του, γιατί θα ξαναγυρίσουν.
Το ρολόι έτρεχε σαν τρελό, τα χείλι του στην παραμικρή κίνηση σκίζονταν από την λάμα του μαχαιριού και πονούσαν. Τα χέρι του είχαν μουδιάσει από το σφιχτό δέσιμο και το μυαλό του είχε γίνει πλημμύρα. Καμπάνες άκουγε, κουδουνίσματα του έκαναν ηλεκτροσόκ, φωνές απόκοσμες, κράξιμο από καρακάξες!
Η κατάστασή του νόμισε ότι διήρκεσε μια ζωή. Σωστός εφιάλτης. Μέχρι που έσπασε την πόρτα η Αστυνομία, ειδοποιημένη από την γυναίκα που είχε βοηθήσει το πρωί.
………….
Ο ήλιος ….Η μέρα…Ο άγγελος…η καλή νεράιδα…
.——————————————————————————————————————————————
 Υ,Γ. Υπάρχουν πολλές όμοιες ιστορίες, αληθινές όπως κι η ζωή.
Σε άλλες το τέλος είναι ευχάριστο, όπως στην περίπτωσή μας , όπου η γυναίκα ως καλή νεράιδα, φωνάζει την Αστυνομία και τον σώζει…
 Μπορεί κι ο ίδιος, με απαράμιλλο ηρωισμό κι αυταπάρνηση ,να γλυτώνει μόνος του.
  Σε λιγότερες περιπτώσεις εμφανίστηκε κάποιος, ως από μηχανής θεός και τον σώζει.
Σε άλλες  όμως περιπτώσεις ο φίλος μας έχει χάσει την ζωή του. Είτε γιατί δεν άντεξε την κακουχία, είτε γιατί πήγε κάτι λάθος, είτε γιατί οι κακοποιοί φοβήθηκαν ή ήσαν αναίσθητοι….
Ψυχραιμία και τύχη. Ο παράγοντας τύχη.
Και να λες μην σου τύχει!


Ο  Χρήστος Δ. Μαγκλάσης,   χρησιμοποιώντας το λογοτεχνικό ψευδώνυμο(Κνάκαλος) ασχολείται από μακρού χρόνου με την λογοτεχνία, γράφοντας ποίηση και διηγήματα, προσπαθώντας να αποσαφηνίσει σκέψεις που αναβλύζουν και να αναδείξει ιδέες που αναζητούν τεκμήριο. Επίσης, ως blogger,  ενδιαφέρεται για λαογραφικά στοιχεία και πρόσωπα, που η μνήμη τείνει να ακουμπά στο περιθώριο με προορισμό την λησμονιά. Έχει δημοσιεύσει πληθώρα ποιημάτων και διηγημάτων σε συλλογές, καθώς και σε διάφορα περιοδικά λόγου και τέχνης και στο διαδίκτυο.