Χούλιο Κορτάσαρ | Κουτσό

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 26

«ΚΑΤΑ ΒΑΘΟΣ» ΕΙΠΕ Ο ΓΚΡΕΓΚΟΡΟΒΙΟΥΣ, «το Παρίσι είναι μια τεράστια μεταφορά.»

 Χτύπησε την πίπα του, πατίκωσε λιγάκι τον καπνό. Η Μάγα είχε ανάψει άλλο ένα Gauloise και σιγοτραγουδούσε. Ήταν τόσο κουρασμένη, ώστε ούτε καν τσαντίστηκε που δεν είχε καταλάβει τη φράση του. Και καθώς δεν έσπευσε να ρωτήσει όπως το συνήθιζε, ο Γκρεγκορόβιους αποφάσισε να της εξηγήσει. Η Μάγα τον άκουσε σαν από πολύ μακριά, με τη βοήθεια της σκοτεινής κάμαρας και του τσιγάρου. Άκουγε μεμονωμένες φράσεις, επανειλημμένες αναφορές στον Οράσιο, στη τσαπατσουλιά του Οράσιο, στις άσκοπες περιπλανήσεις όλων σχεδόν της λέσχης, στους λόγους για τους οποίους δεν θα ‘ταν λάθος να πιστεύεις πως κάποτε όλα αυτά θ’ αποκτούσαν νόημα. Κατά στιγμές, κάποια φράση του Γκρεγκορόβιους διαγραφόταν στο σκοτάδι, πράσινη ή λευκή, πότε Ατλάν, πότε Εστέβ, ύστερα κάποιος ήχος στριφογύριζε κι αποκτούσε όγκο, ξεφύτρωνε σαν Μανεσιέ, σαν Ουιλφρέδο Λαμ, σαν Πιομπέρ, σαν Ετιέν, σαν Έρνστ. Ήταν διασκεδαστικό, ο Γκρεγκορόβιους έλεγε: «…κι όλοι να κοιτάζουν τις βαβυλώνιες οδούς, για να το πω έτσι, και τότε…», η Μάγα έβλεπε να γεννιέται από τις λέξεις ένας εκθαμβωτικός Ντερόλ, ένας Μπεσιέρ, αλλά ήδη ο Γκρεγκορόβιους μιλούσε για την ανωφέλεια της εμπειρικής οντολογίας, και ξαφνικά ήταν ένας Φριντλέντερ, ένας ντελικάτος Βιγιόν που σχεδίαζε ένα διχτυωτό πάνω στο μισοσκόταδο και το ‘κανε να αναριγεί, εμπειρική οντολογία, μπλε σαν από καπνό, ροζ, εμπειρική, κίτρινο ανοιχτό, μια κόχη όπου τρεμόφεγγαν ξασπρισμένες σπίθες.
«Ο Ροκαμαδούρ κοιμήθηκε» είπε η Μάγα, τινάζοντας το τσιγάρο της. «Πρέπει κι εγώ να κλείσω λίγο τα μάτια μου.»
 «Δε νομίζω να γυρίσει απόψε ο Οράσιο.»
 «Πού να ξέρω. Ο Οράσιο είναι σαν γάτος, αυτή τη στιγμή μπορεί να ‘ναι καθισμένος στο πάτωμα, έξω απ’ την πόρτα, ή να ‘χει πάρει το τρένο για τη Μασσαλία.»
 «Μπορώ να μείνω εγώ» είπε ο Γκρεγκορόβιους. «Κοιμήσου εσύ, κι εγώ θα προσέχω τον Ροκαμαδούρ.»
 «Ναι, αλλά δε νυστάζω. Τόσην ώρα που μιλούσες, εγώ έβλεπα διάφορα στον αέρα. Είπες: «Το Παρίσι είναι μια τεράστια μεταφορά», κι ήταν σαν μια απ’ αυτές τις πινακίδες σήμανσης που ζωγραφίζει ο Σουγκάι, με πολύ κόκκινο και μαύρο». 
 «Σκεφτόμουν τον Οράσιο» είπε ο Γκρεγκορόβιους. «Είναι παράξενο πόσο άλλαξε ο Οράσιο από τότε που τον γνώρισα, πριν από μήνες. Εσύ δεν μπορείς να το καταλάβεις γιατί είσαι πολύ κοντά του, αλλά και γιατί είσαι υπεύθυνη γι’ αυτή την αλλαγή.»
 Γιατί είναι μια τεράστια μεταφορά;»
 «Τριγυρίζει εδώ και εκεί όπως άλλοι βρίσκουν διαφυγή στο βουντού ή στη μαριχουάνα, στον Πιερ Μπουλέζ ή στις μηχανές που ζωγραφίζουν του Τενγκελί. Μαντεύει πως κάπου στο Παρίσι, κάποτε, σε κάποιο θάνατο ή σε κάποια συνάντηση θα υπάρχει ένα κλειδί˙ το ψάχνει σαν τρελός. Πρόσεξε τι είπα: σαν τρελός. Που σημαίνει ότι, στην πραγματικότητα, δεν έχει επίγνωση πως ψάχνει ένα κλειδί, ούτε πως το κλειδί υπάρχει. Υποπτεύεται τις μορφές του, τις μεταμφιέσεις του˙ γι’ αυτό μιλάω για μεταφορά.»
 «Γιατί λες πως ο Οράσιο έχει αλλάξει;»
 «Εξαιρετική ερώτηση, Λουσία. Όταν γνώρισα τον Οράσιο, τον κατέταξα στους ερασιτέχνες διανοούμενους, δηλαδή στους διανοούμενους χωρίς πολλή συγκρότηση. Όλοι εσείς από κει κάτω είστε κάπως έτσι, ε; Εννοώ απ’ το Μάτου Γκρόσου και τα λοιπά.»
 «Το Μάτου Γκρόσου βρίσκεται στη Βραζιλία.»
 «Τότε απ’ τον Παρανά. Πολύ ευφυείς και πνευματώδεις, πλήρως ενημερωμένοι για όλα. Πολύ περισσότερα από μας. Την Ιταλική λογοτεχνία, ας πούμε ή την Αγγλική. Όλο τον χρυσό αιώνα της ισπανικής λογοτεχνίας, και φυσικά ξέρετε τα γαλλικά γράμματα απέξω κι ανακατωτά. Ο Οράσιο ήταν κάπως έτσι, φαινόταν αμέσως. Θεωρώ αξιοθαύμαστο το ότι άλλαξε σε τόσο μικρό διάστημα. Τώρα, άμα τον δεις, έχει καταντήσει πραγματικός μούργος. Όχι ακόμα τελείως, αλλά κάνει ό,τι μπορεί.»
 «Μη λες βλακείες» γκρίνιαξε η Μάγα.
 «Μα δεν κατάλαβες, θέλω να πω πως ψάχνει το μαύρο φως, το κλειδί, κι αρχίζει να συνειδητοποιεί πως τέτοια πράγματα δεν βρίσκονται στις βιβλιοθήκες. Εσύ του το ‘μαθες αυτό, για να λέμε την αλήθεια, κι αν φεύγει τώρα, είναι γιατί δε θα σ’ το συγχωρήσει ποτέ.»
 «Δε φεύγει γι’ αυτό ο Οράσιο.»
 «Κι εδώ υπάρχει ένα σχήμα. Εκείνος δεν ξέρει γιατί φεύγει, κι εσύ, που είσαι ο λόγος για τον οποίο φεύγει, δεν μπορείς να το ξέρεις, εκτός κι αν αποφασίσεις να με πιστέψεις.»
 «Δεν σε πιστεύω» είπε η Μάγα, γλιστρώντας απ’ την πολυθρόνα στο πάτωμα. «Για να μη σου πω κι ότι δεν καταλαβαίνω τίποτα. Κι άσε ήσυχη την Πολά. Δε θέλω να μιλήσω για την Πολά.»
 «Συνέχισε να κοιτάζεις αυτά που διαγράφονται στο σκοτάδι» είπε καλοσυνάτα ο Γκρεγκορόβιους. «Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για κάτι άλλο. Ήξερες εσύ πως οι Ινδοί σιρκίν, απ’ το πολύ να ζητάνε ψαλίδια από τους ιεραπόστολους, έχουν μια τόσο μεγάλη συλλογή, ώστε, τηρουμένων των αναλογιών σε πληθυσμό, είναι η ανθρώπινη ομάδα η καλύτερα εφοδιασμένη με ψαλίδια στον κόσμο; Το διάβασα  σ’ ένα άρθρο του Αλφρέντ Μερτό. Ο κόσμος είναι γεμάτος τέτοια αξιοπερίεργα.»
 «Ναι, αλλά γιατί το Παρίσι είναι μια τεράστια μεταφορά;»
 «Όταν ήμουν παιδί» είπε ο Γκρεγκορόβιους, «οι νταντάδες μου έκαναν έρωτα με τους ουλάνους που επιχειρούσαν στην περιοχή του Μποζόκ. Και για να μην τους ενοχλώ εγώ, μ’ άφηναν να παίζω σ’ ένα αχανές σαλόνι γεμάτο με χαλιά και ταπισερί που θα τρέλαιναν τον Μάλτε Λάουριτς Μπρίγκε. Ένα απ’ τα χαλιά απεικόνιζε το σχεδιάγραμμα της πολιτείας Οφίρ όπως αυτό έφτασε στη Δύση μεσ’ απ’ τους δρόμους του παραμυθιού. Μπουσουλώντας έσπρωχνα με τη μύτη ή με τα χέρια ένα κίτρινο μπαλάκι, ακολουθώντας τη ροή του ποταμού Σαν-Τεν, περνούσα τα τείχη όπου φρουρούσαν νέγροι πολεμιστές λογχοφόροι, και μετά από πάρα πολλούς κινδύνους κι αφού χτυπούσα το κεφάλι μου κάμποσες φορές στα μαονένια πόδια του τραπεζιού που έπιανε το κέντρο του χαλιού, έφτανα στα διαμερίσματα της Βασίλισσας του Σαβά και μ’ έπαιρνε ο ύπνος σαν την κάμπια πάνω στην εικόνα ενός τρικλίνιου. Ναι˙ το Παρίσι είναι μια μεταφορά. Και τώρα που το σκέφτομαι, είσαι κι εσύ πάνω σε χαλί. Τι απεικονίζει το σχέδιό του; Αχ, χαμένα παιδικάτα, κοντινά, κοντινά! Είκοσι φορές έχω έρθει σ’ αυτή την κάμαρα, και μου είναι αδύνατον να θυμηθώ το σχέδιο του χαλιού…»
 «Είναι τόσο βρόμικο» είπε η Μάγα, «που δεν του ‘χει μείνει και πολύ σχέδιο. Νομίζω πως δείχνει δυο βασιλικά παγώνια να φιλιούνται με το ράμφος. Και πολύ πράσινο.»
 Σώπασαν, ακούγοντας τα βήματα κάποιου που ανέβαινε.

[Σελ. 175,176,177,178]

Χούλιο Κορτάσαρ - Κουτσό - Opera, 2018
Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης