Τάσος Γουδέλης | Σκιές γυναικών

 

Η κενή θέση¹

Μνήμη Θεοδώρας Β. Γουδέλη

 

Έχω προειδοποιήσει τον εαυτό μου από το βράδυ και αυτός με συγκρατεί λίγο πριν από την άκρη του κρεβατιού. Με κλειστά μάτια υπολογίζω και τα τελευταία εκατοστά που αναλογούν στην πλευρά μου. Εκεί που τελειώνει το κρεβάτι και αρχίζει το πάτωμα. Εάν έλειπε η πόρτα που είναι προς το μέρος μου. Όσο και αν με προστατεύει το σεντόνι, τη νιώθω με το ξύλο της κοντά μου και την κοιτάζω στο σκοτάδι. Θα ήταν χειρότερα εάν ακουμπούσα πάνω της για κάποιο λόγο που δεν θέλω να σκέπτομαι. Ίσως άνοιγε αθόρυβα και εγώ ανύποπτος ανάμεσα σε δύο κενά. Μπορεί να ζωντάνευε πίσω μου σαν κάτι που ξυπνάει και κινείται χωρίς να το περιμένω. Ο τοίχος απέναντί μου δεν ξέρω με ποιους συνορεύει ακούμε τους θορύβους των διπλανών, είμαστε βέβαιοι ότι βρίσκονται από την άλλη πλευρά και κοιμόμαστε δίπλα τους. Ήσυχοι ότι έχουμε τα σχέδια της οικοδομής στο μυαλό μας, αλλά τυχαία μαθαίνουμε ότι πίσω από τον τοίχο είναι ένα κλειστό δωμάτιο ή ένας φωταγωγός με άγνωστη θέα. Μένω ακίνητος στη θέση μου σαν να βρίσκεται το σώμα της στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Εάν προσέξω, μάλιστα, καλύτερα την κλίση του κεφαλιού της, ίσως καταλάβω που κοιτάζει. Μία θεία μου κοιμόταν πάντα με μισόκλειστα βλέφαρα. Οι κόρες των ματιών της ήταν ψηλά σαν να έδειχναν πίσω από το κεφάλι τη νύχτα έξω από το δωμάτιο καλοκαίρι με δέντρα που φοβόμουνα. Θα μπορούσε τώρα εκείνη δίπλα μου να βλέπει γυρισμένη στον τοίχο μία ανταύγεια από το δρόμο ή να μαντεύει τη σχισμή στην ταπετσαρία που ήξερε. Δεν είμαι σίγουρος ότι διαλέγω τη σωστή πλευρά του κρεβατιού μακριά απ’ αυτούς που σ’ ένα εφιάλτη μπαίνουν βιαστικοί στο δωμάτιο και παίρνουν τους πιο κοντινούς στην πόρτα. Το σκέπασμα στην πλευρά της είναι κρύο από ένα ρεύμα το απόγευμα αργά με ανθρώπους να μιλούν στην αυλή με τη μητέρα που νόμιζα ότι κοιμόταν ακόμα κοντά μου. Πρέπει να βρω την άκρη του σεντονιού, γιατί υπάρχει κάτι ανοιχτό και περνάει μια πνοή στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Ήταν μετά τη δύσκολη εγχείρηση και με το λίγο φως στο λευκό δωμάτιο τα πράγματα ανέβαιναν με υδράργυρο εκείνη τα επανέφερε λικνίζοντας το κρεβάτι όρθια ανάμεσά μας το σεντόνι μεγάλωνε την απόσταση με μια νάρκη. Κοιτάζω το ταβάνι το ηλεκτρικό του δρόμου συνεχίζει να περνά από πάνω μου βρέχει παράλληλα σε μένα και ψηλά σαν να με μεταφέρουν και δεν καταλαβαίνω την απόσταση. Είναι αδύνατο να βρω πόσο μακριά είμαι από την άλλη άκρη του κρεβατιού. Όπως δεν μπορώ να υπολογίσω πόσο απέχει μια ησυχία από ένα θόρυβο, όταν περιμένεις να παρουσιασθεί κάποιος που υπάρχει στο σπίτι και το υποψιάζεσαι. Φωνάζεις ένα όνομα και αντί για απάντηση μετά από χρόνια κάτι πέφτει στο βάθος και σπάζει. Σκέπτομαι δίπλα μου το υπόλοιπο κρεβάτι σαν να πρόκειται να το διασχίσω με τα κομμένα άκρα του κοιμισμένου. Ένας έπασχε από μια σπάνια αρρώστια. Κοιμόταν και ξυπνούσε σχεδόν ταυτόχρονα. Τα έβλεπε όλα μέσα και έξω από ένα νερό σαν να βαπτιζόταν συνέχεια. Δεν ήξερε τίποτα για τα πράγματα ούτε μπορούσε να βεβαιωθεί. Ξυπνάω με το κεφάλι προς την κενή θέση της και δεν είμαι σίγουρος ότι βλέπω καλά.         

1.Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στο Ημερολόγιο της Εταιρείας συγγραφέων 96, με ανέκδοτα κείμενα 62 συγγραφέων (Σχεδιασμός επιμέλεια ημερολογίου: Δημήτρης Καλοκύρης, Αθήνα 1996).

Τάσος Γουδέλης – Σκιές γυναικών – Νεφέλη, 1996