Αντώνης Τσόκος | Ο θόρυβος του μαχαιριού

Φωτογραφία: Josef Sudek

Άγρια μεσάνυχτα. Χτυπούσα κουδούνια, θυροτηλέφωνα, ρόπτρα. Χτυπούσα το κεφάλι μου σε μπαλκονόπορτες και φεγγίτες. Μέχρι την κόλαση έφτασα. Κανείς δεν άνοιξε. Μονάχα ο Θεός κοίταξε απ’ το ματάκι και με διαολόστειλε. Χωρίς ν’ ακούσει τι είχα να του πω.

– Χωρίς ν’ ακούσει;

Γίνομαι άδικος. Θεός είναι. Ξέρει από πριν τι πρόκειται ν’ ακούσει. Πρέπει που και πού να κάνουμε  το δικηγόρο του διαβόλου. Και τον ύψιστο, κι αυτόν, διαόλια τον περιτριγυρίζουν. Κάποιος πιστός, εύπιστος άνθρωπος του καλού, θα έλεγε πως ακόμα κι η ματιά που έριξε θαύμα ήταν. Απ’ τα πολλά που κάνει ο Θεός για να περνά την ώρα του.  Γιατί ούτε τζόγο, ούτε γυναίκες, ούτε ιππόδρομο επιτρέπει η θέση του.

– Τι γύρευε στην κόλαση τέτοια ώρα;, αναρωτιέται ο άπιστος, ο πρόστυχος εαυτός μου.

– Ήθελε. Άθελά του ήθελε. Αυτό του απαντώ.

Είναι δύσκολο να θέλεις, να μπορείς και να μην πράττεις. Κακά τα ψέματα. Κανείς δεν διαθέτει την εγκράτεια του Θεού.

– Κακά τα ψέματα;

Όχι πάντα. Ψεύδομαι ακατάπαυστα. Πολλές φορές ψεύδομαι στον ίδιο μου τον εαυτό. Το ψέμα είναι φροντίδα. Φροντίζω λοιπόν κι εγώ να διατηρώ τον εαυτό μου. Τηρώ τις αποστάσεις. Κλέβω στο ζύγι. Την αλήθεια. Αλήθεια, τι βέβηλο ψέμα. Η αλήθεια μ’ έφτασε εδώ. Να χτυπώ πόρτες αγνώστων. Να ψάχνω κάποιον να του εκμυστηρευτώ.

– Με κυνηγάει. Μ’ ακούς; Με κυνηγάει.

Θέλει να μπήξει το μαχαίρι του. Στο στέρνο μου. Του αρέσει η διαδρομή από την μία πλευρά της σάρκας στην άλλη. Ο μεταλλικός θόρυβος του μαχαιριού. Το σμίξιμο της λάμας με την καρδιά. Το σιντριβάνι του αίματος. Τα κέρματα που πετά μετά τη σφαγή. Οι ευχές.

– Εύχομαι να ερωτεύεσαι ξανά και ξανά, λέει και πετά το κέρμα.  

Καμιάς ευχής ο πόνος δεν είναι τόσο δυνατός. Δεν είναι η λάμα που τον κάνει ανυπόφορο. Είναι η καρδιά. Που βρίσκει τρόπο να θεριεύει.

– Εύχομαι να αναστηθούν όλοι οι ερωτευμένοι.

Αυτό φωνάζω κάθε φορά. Για να αντέχω τον πόνο. Είναι η εκδίκηση που με κρατά ζωντανό. Μια μέρα θα ξεκοιλιάσω τον έρωτα. Με το ίδιο του το μαχαίρι. Θα πάρω το αίμα μου πίσω. Με την καρδιά του στα χέρια θα χτυπήσω ξανά την πόρτα. Εκείνου που παριστάνει τον προστάτη. Θα τον διατάξω να τη μοιράσει στο Κυριακάτικο εκκλησίασμα. Αντίδωρο στη σφαγή. Του έρωτα.

Χτυπώ κουδούνια, θυροτηλέφωνα, ρόπτρα. Χτυπώ την πόρτα του Θεού.

– Ψάχνω ένα μέρος να κρύψω την καρδιά μου, φωνάζω απελπισμένα.

Δεν άνοιξε ποτέ.

Κανείς.