Θωμάς Συμεωνίδης | Μυθιστόρημα

 

11.

Θυμάται που εκείνη κούτσαινε και μετά είχε σταθεί και ήταν σαν να έβγαινε μέσα από το ανοιξιάτικο τοπίο. ΑΥΤΟΣ την κοιτούσε και εκείνη με δυσκολία κατηφόριζε το μονοπάτι μέσα στην πλαγιά. Κούτσαινε και στεκόταν κάθε λίγο, έλεγε, Το πόδι μου πονάει, και μετά έλεγε κάτι άλλο. Καιρός που είχε περάσει. Φορούσε χρώματα της εποχής και κάθε φορά που στεκόταν χανόταν στο τοπίο. Κίτρινα αγριολούλουδα κυρίως. Παράξενο που ήταν μόνοι, στην εξοχή μια πόλης, μέρα μεσημέρι. Κατέβαινε και τον πλησίαζε, έσερνε την τσάντα της, που είχε αλλάξει χρώμα από τα άνθη και τη γύρη, τα πέταλα, τα νήματα, τους στήμονες. Την κοιτούσε και ο ήλιος τον τύφλωνε και εκείνη κατηφόριζε σαν μια κιτρινόλευκη κηλίδα που την συμπίεζε ένα πορτοκαλί σκοτάδι. Στο πρόσωπό της είχε δει μια έκφραση πόνου και μετά ένα χαμόγελο και όλα αυτά θυμάται που είχαν απλωθεί σαν κύματα που σάρωναν το πορτοκαλί σκοτάδι. Καιρός που είχε περάσει. Τη συναντούσε στην εξοχή, μιλούσαν στο τηλέφωνο και έκαναν πράγματα μαζί. Οι μέρες μεγάλωσαν και μετά μίκραιναν και το τοπίο ήταν κατάλευκο από χιόνι. Θυμάται μετά πως είχαν σιγά σιγά απομακρυνθεί. Θυμάται που είχαν μιλήσει στο τηλέφωνο, θυμάται πως δεν έβγαινε άκρη. Φευγαλέες εντυπώσεις, τόσος καιρός που έχει περάσει. Μια μέρα, είχε ακούσει πως ήταν στο νοσοκομείο. Κοκκινόμαυρος ουρανός καθώς τελείωνε το επισκεπτήριο. ΑΥΤΟΣ στεκόταν στην είσοδο του θαλάμου σαν σκιά, μόλις είχε φτάσει. Από το γυάλινο διάφραγμα της πόρτας, την έβλεπε που ήταν ξαπλωμένη, έβλεπε ένα φως στο πρόσωπό της. Συνέχιζε να την κοιτάει μέσα από το διάφραγμα και μετά αποφάσισε να φύγει, απομακρύνθηκε χωρίς να τον δει κανείς. Τόσος καιρός που πέρασε και εκείνη δεν τον είχε ξεχάσει. Τον πήρε τηλέφωνο, συμφώνησαν να συναντηθούν, απέφυγαν και οι δύο επιμελώς την εξοχή. Για μέρες λογάριαζε όλα αυτά που θα της πει. Την είδε από μακριά, στην άκρη μιας πλατείας καθισμένη, τα μάτια της καλυμμένα με μεγάλα σκούρα γυαλιά. Τον βλέπει από μακριά, κάνει να σηκωθεί, στα πόδια της στέκεται με δυσκολία (εικόνα που τον έκανε να νιώσει οίκτο).Ήταν πάλι άνοιξη και η πλατεία ήταν γεμάτη κόσμο. Τώρα, στο ίδιο τραπέζι καθισμένοι. ΑΥΤΟΣ μέσα στη σιωπή, ψάχνει τρόπους να ξεκινήσει. Ξέρεις, ήμουν στο νοσοκομείο, τον προλαβαίνει  εκείνη, ήμουν στο νοσοκομείο για πολλές μέρες, όλος ο κόσμος ήρθε να με δει εκτός από εσένα. Συνέχισε να μιλάει και η φωνή της γινόταν όλο και πιο αδύναμη, Ήμουν στο νοσοκομείο για πολλές μέρες, όλος ο κόσμος ήρθε να με δει εκτός από εσένα, είπε για ακόμα μια φορά. ΑΥΤΟΣ θυμήθηκε την εξοχή, τότε που εκείνη κατηφόριζε σαν μια κιτρινόλευκη κηλίδα μέσα σε ένα πορτοκαλί σκοτάδι. Κοίταξε το στεγνό της πρόσωπο, το ήλιο που άστραφτε πάνω στα γυαλιά της. Την έπιασε από το χέρι και τη σήκωσε. Της πρότεινε να περπατήσουν. Ήσουν μακριά, συνέχισε να λέει, ήσουν μακριά. Καιρός που έχει περάσει. Ήταν τώρα στην εξοχή. Και ο ίδιος πάλι ανήφορος, εκεί, μπροστά τους.

[Σελίδες 38, 39]

Θωμάς Συμεωνίδης – Μυθιστόρημα – Γαβριηλίδης, 2017