T. S. Eliot | Ραψωδία σε μια νύχτα με αγέρα

© Jan Lukas

Μεσάνυχτα
Ως πέρα εκεί που αγγίζει ο δρόμος
Πιασμένα στης σελήνης κάποια σύνθεση,
Ξόρκια ψιθυρίζοντας του φεγγαριού
Της μνήμης διαλύονται τα στεγανά
Κι όλες οι ξεκάθαρες της σχέσεις,
Οι αποκλίσεις κι οι ακρίβειές της.
Κάθε φανάρι που προσπερνώ του δρόμου
Σαν τύμπανο χτυπά καταστροφής
Κι απ’ τα σκοτεινά μεσοδιαστήματα
Τα μεσάνυχτα ταρακουνούν τη μνήμη μου
Καθώς κάποιος τρελός ένα νεκρό γεράνι.

Μιάμιση,
Του δρόμου το φανάρι σπίθισε,
Του δρόμου το φανάρι ψιθύρισε,
Του δρόμου το φανάρι είπε: «Πρόσεξε τούτη τη γυναίκα
Που κοντοστέκεται κοιτώντας σε στο φως της πόρτας
Που σα χαμόγελο ξωπίσω της ανοίγει.
Βλέπεις τον ποδόγυρο της
Βρομισμένο από άμμο και σκισμένο,
Βλέπεις και την άκρη του ματιού της
Στρίβει σαν στρεβλή καρφίτσα».

Σύξυλα τινάζονται απ’ τη μνήμη
Πλήθος πράγματα στρεβλά ̇
Κάποιο κλαρί στρεβλό στ’ ακροθαλάσσι
Λείο και γυαλιστερό
Λες και παρέδωσε η φύση
Το μυστικό του σκελετού του,
Άκαμπτο και λευκό.
Στη μάντρα κάποιας φάμπρικας μια σπασμένη σούστα,
Σκουριασμένη, κρατώντας την ανάμνηση που άφησε η δύναμη
Σκληρή, στριφτή κι έτοιμη να δαγκάσει.

Δυόμισι,
Του δρόμου το φανάρι είπε,
«Πρόσεξε τη γάτα, ένα γίνεται με την αστράχα,
Έξω πετά τη γλώσσα
Κι ένα κομμάτι βούτυρο ταγκό, το κάνει μια μπουκιά».
Όμοια το χέρι του παιδιού, αυτόματα,
Πετάχτηκε και τσέπωσε κάποιο παιχνίδι που κατρακύλαγε στην προκυμαία.
Τίποτα δε μπόρεσα να δω πίσω απ’ τα μάτια ‘κείνου του παιδιού.
Αντίκρισα μάτια στο δρόμο
Που πάσχιζαν να δουν μέσα από γρίλιες φωτεινές,
Και κάποιο απόγευμα ένας κάβουρας σε μια χαβούζα
Ένας γεροκάβουρας με πεταλίδες στο καβούκι
Την άκρη μάγκωσε της βέργας που τον τσίγκλιζα.

Τρεισήμισι,
Το φανάρι σπίθισε,
Το φανάρι ψιθύρισε στα σκοτεινά.
Το φανάρι μουρμούρισε τραγουδιστά:
«Πρόσεξε το φεγγάρι,
La lune ne garde aucune rancune,
Παίζει το μάτι ανεπαίσθητα,
Χαμογελάει σε γωνιές.
Στρώνει τα μαλλιά του γρασιδιού.
Το φεγγάρι έχασε τη μνήμη του.
Παλιά σημάδια ευλογιάς χαράζουν τη μορφή του,
Παίζει στο χέρι χάρτινο τριαντάφυλλο,
Που μυρίζει σκόνη και κολόνια,
Είναι μοναχό
Μ’ όλες τις παλιές νυχτερινές οσμές
Που πάνε κι έρχονται μες στο μυαλό του».
Στο νου μου έρχονται
Ανήλιαγα ξερά γεράνια,
Σκόνη σε χαραματιές,
Καστάνων μυρωδιές στους δρόμους,
Και θηλυκές οσμές σε κάμαρες κλειστές,
Και τσιγάρων σε διαδρόμους
Και μυρωδιές πιοτών σε μπορ.

Το φανάρι είπε:
«Ώρα τέσσερις,
Εδώ της πόρτας ο αριθμός.
Μνήμη!
Εσύ έχεις το κλειδί,
Η λάμπα ρίχνει το δαχτυλίδι της πάνω στη σκάλα.
Ανέβα.
Στρωμένο το κρεβάτι ̇ στον τοίχο κρεμασμένη η οδοντόβουρτσα,
Βγάλ’ τα παπούτσια σου στην πόρτα, κοιμήσου, ετοιμάσου για ζωή».

Του μαχαιριού η τελευταία στροφή.

Μετάφραση: Λέανδρος Βατάκας