Νικόλας Περδικάρης | Τατού

© Γεωργία Τσόκου

Καταχωνιασμένο στη μνήμη μου ένα σκαρίφημα της παιδικής μου ηλικίας. Παιδική ηλικία δεν υπάρχει, θα έλεγα. Μονάχα μικροί άνθρωποι μέσα στο χρόνο,  ανυπεράσπιστοι. Γι’ αυτό και το δείγμα σχεδίου σαν τατουάζ στην πλάτη μου δεν με αναπαριστά στ’ αλήθεια ως ανήλικο αγόρι. Γλυκό, κοντό, χοντρουλό, με φακίδες στο πρόσωπο. Αντίθετα δείχνει, σ’ όποιον μπορεί να δει, ένα μέρος μόνο της αφηρημένης πορείας μου ως τότε.

Είχαμε επισκεφτεί με την μητέρα και τον πατέρα ένα καλοκαιρινό θέρετρο στα σύνορα μεταξύ των πόλεων Αμπουζέ και Σατισφαχθιόν. Περισσότερο για τη δική τους ευχαρίστηση, με τη δική τους παρότρυνση. Τους ακολούθησα  πειθήνια μέσα στην χλιαρή άμμο, κάτω από ετοιμόρροπα παλάτια, προσιτά στους φτωχούς, με τετράγωνα μικρά σαν μέρες, σαν παράθυρα.

Η μητέρα με φόρτιζε συναισθηματικά. Έλεγε πως ο ήλιος θα μου έκανε καλό. Όμως με σκέπαζε με το προστατευτικό της φίλτρο. Τόσο, που αισθανόμουν σα ν’ ασφυκτιούσα κάτω από ένα πελώριο απλωμένο σεντόνι.

«Μητέρα δεν μπορώ άλλο. Πνίγομαι!» Η μητέρα δεν με ακούει. Με σκεπάζει κι άλλο. Κι άλλο! Στο τέλος διακρίνομαι μόνο σαν άγαλμα, προφυλαγμένο από τη σκόνη. Το ανάστημά μου μπλοκάρεται. Όπως αν ήμουν έκθεμα σε μουσείο. Γύρω μας, γύρω μου, το ύφασμα που μας καλύπτει πυκνώνει. Μας εμποδίζει ν’ αντιληφθούμε όσα συμβαίνουν πιο δίπλα. Η απέραντη παραλία είναι γεμάτη κόσμο. Ο κόσμος είναι μια γιγαντωμένη πλαζ. Μπορείς να συναντήσεις τους πάντες εκεί: Από τον αφράτο μαυρισμένο κύριο, με το κολλητό σορτς και τους γκρίζους κροτάφους, μέχρι την καλή ήσυχη κυρία που κάθεται στον ίσκιο, ίδια μ’ ένα βράχο, περιμένοντας τα εγγόνια της να βγουν από το νερό.

Αν ακολουθούσαμε, μια μια τις ζάρες που μας κυκλώνουν, θα βρίσκαμε σίγουρα τουλάχιστον δέκα διαφορετικά μονοπάτια ο καθένας. Όμως προς το παρόν, μονάχα εκείνο το αγόρι που λίγο μου έμοιαζε δείχνει να ενδιαφέρεται. Πιάνει με θάρρος το ύφασμα και το τινάζει από πάνω του. «Θα καείς!», φωνάζει πάλι η μαμά. Όμως αυτή τη φορά, το αγόρι αγνοεί τις προειδοποιήσεις. Τραβάει ευθεία το δρόμο του, σα χελώνα μέσα σε πολύχρωμους κόκκους. Ώσπου στο τέλος χάνεται. Κεφάλι ανέκφραστο, γυαλιστερό. Σα σειρήνα.

Σ’ εκείνη την πλαζ γνώρισα κάποτε τον Άμπε. Είχε ταλέντο να κρύβεται στους αμμόλοφους. Κοντά και ταυτόχρονα μακριά από το σημείο που έσκαγε το κύμα. Αρσενική πεταλίδα, κολλημένη στους βράχους. Μόνος του, αλλά όχι στερημένος απ’ το πλήθος. Ο Άμπε ήταν καλλιτέχνης με ταλέντο. Το έδειχναν αυτό οι καλά στερεωμένες γάμπες του. Τα θεληματικά πυκνά του φρύδια και σίγουρα η φαλάκρα του, που λαμποκοπούσε όπως όταν αντανακλά κανείς στο δέρμα του τη μια ήπειρο μετά την άλλη.

«Τι γυρεύεις εδώ, μικρέ;», με ρώτησε. Δεν απάντησα. Πιθανότατα θα είχε δει πού έμενα. Σε αυτόν τον πύργο τον ταλαιπωρημένο, όπως εν’ άδειο κέλυφος, θα το ‘χε αντιληφθεί πως είχα φτάσει εκεί με τους γονείς, πως το έσκασα, πως αγνοούμουν προσωρινά.

Δεν απάντησα. Δεν απάντησα στο ερώτημα του Άμπε, γιατί απλούστατα δεν είχα τι να πω. Μονάχα κούνησα διστακτικά το κεφάλι και τον είδα να σκάβει κάτι στην άμμο, ανάμεσα στα πόδια του που έμοιαζαν με κλαράκια. Ύστερα, ο μεγάλος γητευτής των γραμμών και της  καμπύλης με άφησε μόνο. Προχώρησε σχεδόν ως το τέλος της αμμουδιάς, κι εμπιστεύτηκε στα κύματα το ξεροκαμένο του κορμί. Άσπρες τριχούλες στριφογυριστές, κατ’ όπου φυσούσε ο άνεμος ξεφύτρωναν από το στήθος του. Τώρα καθόντουσαν όλες φρόνημα εξαιτίας του νερού, κολλημένες απάνω στο δέρμα.  Αν ήθελα να το παραδεχτώ, θα το ομολογούσα από την πρώτη στιγμή πως ο γέρος αυτός μου θύμιζε τον πατέρα μου. Αλλά δεν ήθελα. Άλλωστε είχα ξεχάσει πώς έμοιαζε ο αρσενικός μου γονιός. Μα και αν δεν είχα, θα προσβαλλόμουν εκουσίως από αμνησία για τον παρακάτω λόγο: Να μη θυμάμαι το πρόσωπο του πατέρα μου, παρά μόνο ως ομοίωμα, θαμμένο μ’ εκείνο το φανταστικό κομμάτι ύφασμα που μας τύλιγε οικογενειακώς.  

Θα ‘παιρνα όρκο πως, καθώς η ώρα κυλούσε, αντί να ακούω άλλες φωνές, πιο ταιριαστές με το περιβάλλον, όπως δείγματα από τις ακατάληπτες φλυαρίες των λουόμενων, τις κραυγές του λουκουματζή ή τα υστερικά γέλια των νηπίων, άκουγα πάλι τη φωνή της μητέρας μου να θεριεύει ολοένα: «Αγόρι μου, σπλάχνο μου, γύρνα πίσω! Πίσω! Πίσω!». Σα να μη μου είχε μείνει οτιδήποτε άλλο να κάνω, έκλεινα τότε τ’ αυτιά μου θαρρετά. Όπως όταν έφυγα απ’ το σπίτι και η γυναίκα που με γέννησε ούρλιαζε πως θα γινόμουν ψητός από τον ήλιο. Όμως δε μου ‘φτανε μονάχα η αίσθηση της βουβαμάρας για να ησυχάσω. Έσκυψα το κεφάλι, πάντοτε με τα δάχτυλα βυθισμένα στις τρύπες των αυτιών μου, και είδα κάτω τη γούβα στο σημείο που πρωτύτερα έσκαβε ο Άμπε. Δεν ήταν γούβα εκεί στην άμμο που πασπάλιζε ο ζωγράφος. Ένα σχέδιο ήταν, που αν το καλοκοιτούσα με βύθιζε στον τρόμο. Με τα δάχτυλά του, ο γεροπρίγκιπας της τέχνης της απεικόνισης είχε φτιάξει, θα έλεγες, το πορτραίτο μου. Η διαφορά ήταν πως στο πολυσύνθετο μυαλό του με είχε αναπαραστήσει ως ψάρι. Εφόσον βεβαίως η αφεντιά μου δεν φημιζόταν για γερά κολύμπια ούτε για ζωές αμφίβιες, δεν είχα τον παραμικρό λόγο να γνωρίζω, πώς του ‘χε έρθει του τρελού, να μου γεμίσει λέπια στο πρόσωπο και μάλιστα να βάλει δίπλα μου, στο σκίτσο του, ένα άλλο τεράστιο ψάρι, έτοιμο να με κατασπαράξει.

Τρομαγμένος στην αρχή, έπειτα ανακουφισμένος με την ιδέα πως αυτό το σκίτσο δεν θα μπορούσε παρά να είναι προϊόν αλλοφροσύνης, κάθισα γυμνός με την πλάτη μου απάνω του, έχοντας πρόθεση να το σβήσω, να το καλύψω. Στο βάρος του σώματός μου η νωπή άμμος υποχώρησε ελαφρά, δίνοντας στη φόρμα της ένα βαθούλωμα, άξιο όσο το ασήμαντο, για την εποχή, εκτόπισμα ή το μέγεθός μου. Έμεινα ξαπλωμένος στη θέση μου για πολύ, περιμένοντας τον Άμπε κάποτε να γυρίσει από τη θάλασσα. Σκόπευα να τον ρωτήσω ειλικρινά, χωρίς κακή πρόθεση: Προς τι αυτή η προσομοίωσή μου με τα ψάρια; Μα η αλήθεια είναι πως ο Άμπε δεν επέστρεψε ποτέ. Έτσι κι εγώ σηκώθηκα νωχελικά, αποδεχόμενος τη μοίρα μου, ότι δηλαδή πάντοτε θα έμενα με την απορία: Τι ήταν αυτό το σχέδιο που παραδόξως ένιωθα να με αφορά τόσο. Σκυφτός, αμίλητος, αποχαιρέτησα μέσα μου τον κόσμο, ακολουθώντας μηχανικά την ανηφόρα που θα με οδηγούσε στη θερινή μου εστία. Φτάνοντας επιτέλους στο σπίτι, πριν να περάσω την πόρτα, η μητέρα μου είχε την ευκαιρία να με κατσαδιάσει από το μπαλκόνι: «Που ήσουνα; Ως τον ουρανό έφτασε η ψυχή μου. Κόντεψα να τρελαθώ! Και ο πατέρας σου πήρε μια τρομάρα…». «Και τι είναι αυτό το τατουάζ με τα ψάρια στην πλάτη σου;».

Το τατουάζ; Ώστε έμεινε απάνω μου εκείνο το καταραμένο σημάδι της άμμου; Σαν πυρωμένη στάμπα θα γράφτηκε, φαίνεται, στο σώμα μου τόσες ώρες που ακουμπούσα στο σχέδιο. «Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», μουρμούρισα. Κι αμέσως σκέφτηκα πως έτσι ήταν, τουλάχιστον μέχρι εκείνη τη στιγμή της ζωής μου. Όμως όχι, αυτή η αμφίβια μορφή, χαραγμένη ως το σήμερα στο πετσί μου, δεν αναπαριστά ούτε ίχνος της παιδικής μου υπόστασης. Μια εντύπωση είναι μόνο, για το τι μπόρεσε να δει ένας καλλιτέχνης στη μικρή σκιά ενός ισχνού, αδιάφορου καλοκαιριού.   

[Πρώτη δημοσίευση ©Μονόκλ]

Ο Νικόλας Περδικάρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1979. Σπούδασε στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές, στο ίδιο τμήμα, στον τομέα της Πολιτικής Επικοινωνίας και των Νέων Τεχνολογιών. Μέρος της μελέτης του σχετιζόταν με την έρευνα γύρω από τη χρήση των διαδραστικών-ψηφιακών αφηγήσεων στην εκπαίδευση. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στην ΕΡΤ. Πρωτοεμφανίστηκε στην πεζογραφία με το βιβλίο «Ο σκύλος με το λουλούδι στο στόμα» το 2014.