Robert Frost | ΈΝΑΣ ΠΑΤΗΤΗΣ ΦΥΛΛΩΝ

© Louis Stettner

Πατοῦσα πάνω σέ φύλλα ὁλημέρα καί εἶμαι κουρασμένος ἀπό τό φθινόπωρο.
Ὁ Θεός γνωρίζει [ἤ Θεός ξέρει] ὅλα τά χρώματα καί σχήματα τῶν φύλλων
που ποδοπάτησα βουλιάζοντας στή λάσπη [ἤ τό βοῦρκο κ.τ.λ]
Ἴσως ἔβαλα [ἤ χρησιμοποίησα] πάρα πολλή [ἤ υπερβολική] δύναμη καί
ὑπήρξα πολύ ἄγριος [ἤ βίαιος κ.τ.λ]ἀπό φόβο.
Ποδοπάτησα στά σίγουρα [ἤ ασφαλῶς]κάτω ἀπό τα πόδια μου τά φύλλα
μιᾶς ἀκόμα [ἤ μιᾶς ἄλλης] χρονιᾶς.

Σέ ὅλο τό μάκρος [ἤ τή διάρκεια] τοῦ καλοκαιριοῦ ἦταν πάνω ἀπό τό κεφάλι
μου [ἤ στά ὕψη], πιό ὑψωμένα ἀπό μένα.
Γιά νά ἔρθουν στήν τελική τους θέση στή γῆ χρειάστηκε νά περάσουν ἀπό
δίπλα μου.
Σέ ὅλο τό μάκρος [ἤ τή διάρκεια] τοῦ καλοκαιριοῦ μοῦ φαινόταν ὅτι τά
ἄκουγα νά μέ ἀπειλοῦν κάτω ἀπό τήν ἀνάσα [ἤ ἀναπνοή, ἤ χνότα] τους.
Καί ὅταν ἦρθαν ἔμοιαζε νά ἦταν μέ μιά θέληση νά μέ παρασύρουν
[ἤ νά μέ πάρουν μαζί τους] στόν θάνατο.

Μιλοῦσαν στόν ἐφἠμερο [ἤ παροδικό κ.τ.λ.] μέσα στήν καρδιά μου σάν νά ‘ταν
φύλλα πρός φύλλο.
Ἀλαφροχτυποῦσαν [ἤ ἄγγιζαν] τά βλέφαρά μου καί ἄγγιζαν τά χείλη μου μέ
μιά πρόσκληση γιά πένθος [ἤ ὀδύνη]  ͘
Ἀλλά δέν ἦταν λόγος νά πρέπει να φύγω ἐπειδή αὐτά ἔπρεπε νά φύγουν.
Σήκω τώρα, γόνατό μου, νά κρατηθοῦμε πάνω στό χιόνι ἑνός ἀκόμα ἔτους [ἤ χρονιᾶς].

Μετάφραση: Νίκος Φωκάς

Αφήστε μια απάντηση